Η ομοσπονδιακή στατιστική υπηρεσία της Γερμανίας (Destatis) παρουσίασε, την Τετάρτη (30/10), την τριμηνιαία εκτίμηση για το ΑΕΠ της χώρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία η Γερμανία, το τρίτο τρίμηνο του 2024, απέφυγε οριακά την ύφεση σε τεχνικό επίπεδο. Στην πράξη όμως τα νούμερα καταδεικνύουν πως η χώρα διανύει τη χειρότερη φάση της στη μεταπολεμική περίοδο.
Συγκεκριμένα το τρίτο τρίμηνο του 2024 κατέγραψε ανεμική ανάπτυξη 0,2%, ενώ η ανεργία παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη (2,8 εκατομμύρια άνεργοι) σε ποσοστό 6,1%.
Σημειώνεται πως τεχνικά ως ύφεση ορίζονται δύο διαδοχικά τρίμηνα συρρίκνωσης. Οι δείκτες της γερμανικής οικονομίας είναι εδώ και πολύ καιρό οριακοί και το πρόσημο του ΑΕΠ μεταβάλλεται από τη μια περίοδο στην άλλη. Οικονομολόγοι επισημαίνουν πως παρότι τυπικά δεν μπορούμε να μιλάμε για ύφεση, αναμφίβολα μπορούμε να μιλάμε για κρίση, υπογραμμίζοντας πως το 2024 αναμένεται να είναι ένα ακόμη χαμένο έτος για την ανάπτυξη.
Η «ατμομηχανή» της Ευρώπης ασθμαίνει μαστιζόμενη από δομικά προβλήματα. Η ρήξη με τη Ρωσία, της στέρησε τη ζωτική φτηνή ενέργεια, η βαριά βιομηχανία βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία, οι επενδύσεις περιορίζονται, οι εξαγωγές παραμένουν υποτονικές και ο ανταγωνισμός με την Κίνα έχει επιφέρει ένα καίριο πλήγμα. Το χειρότερο για τη Γερμανία είναι πως πλέον εγείρονται σοβαρά ερωτήματα σχετικά με το μέλλον του εξαγωγικού επιχειρηματικού της μοντέλου.
Και οι προοπτικές δεν είναι πολύ καλύτερες: Οι εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου κάνουν λόγο για μηδενική οικονομική ανάπτυξη φέτος, με τη Γερμανία να έχει την πιο αδύναμη απόδοση μεταξύ των μεγάλων οικονομιών. Για το επόμενο έτος προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ μόλις 0,8%. «Οι προοπτικές είναι κάπου μεταξύ της στασιμότητας και του ρυθμού ενός σαλιγκαριόυ», σχολίασε γλαφυρά ο Αλεξάντερ Κρούγκερ, επικεφαλής οικονομολόγος στο Hauck Aufhaeuser Lampe.
Πτώση 42% στα κέρδη της Volkswagen - Σχέδια για κλείσιμο εργοστασίων και μαζικές απολύσεις
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον κατήφορο της γερμανικής οικονομίας είναι αυτό της Volkswagen. Η κορυφαία αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας κατέγραψε πτώση κερδών 42% το τρίτο τρίμηνο του 2024, καθώς δίνει μάχη με το υψηλό κόστος παραγωγής (εξαιτίας της απώλειας της ρωσικής ενέργειας), με τον ανταγωνισμό και την αδύναμη ζήτηση στην Κίνα.
Για πρώτη φορά στα 87 χρόνια ιστορίας της, η Volkswagen σχεδιάζει το κλείσιμο τριών εργοστασίων στη Γερμανία. Οι πωλήσεις στο κλάδο των επιβατικών αυτοκινήτων μειώθηκε στο 2% από 3,4% το εννεάμηνο έως τον Σεπτέμβριο σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι. «Τα στοιχεία υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη για σημαντικές μειώσεις κόστους», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομικών Άρνο Άντλιτζ.
Εκτιμάται πως η Volkswagen έχει 500.000 λιγότερες πωλήσεις ετησίως, ενώ νέοι παίκτες στην αγορά αυτοκινήτου, όπως η Tesla και οι κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες, κερδίζουν διαρκώς μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά της Ευρώπης. Ταυτόχρονα οι εξαγωγές στην Κίνα έχουν βυθιστεί καθώς τα γερμανικά αυτοκίνητα δεν είναι πλέον τόσο ελκυστικά.
Σύμφωνα με την οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, ο όμιλος VW επιδιώκει να εξοικονομήσει συνολικά 4 δισεκατομμύρια ευρώ. Εκτός από το κλείσιμο τριών εργοστασίων, σχεδιάζει να απολύσει δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους, να μειώσει το μισθολογικό κόστος κατά 10% και να παγώσει τις αμοιβές τόσο το 2025, όσο και το 2026.
Το σωματείο μεταλλουργών IG Metall, το μεγαλύτερο σωματείο της χώρας που κατέχει και τις μισές έδρες στο εποπτικό συμβούλιο της εταιρείας, απορρίπτει τους σχεδιασμούς της διοίκησης και προειδοποιει με μαζικές απεργίες από τον Δεκέμβριο. Ένας νέος γύρος συνομιλιών πρόκειται να ξεκινήσει από σήμερα Τετάρτη.
Το πολιτικό αδιέξοδο τροφοδοτεί την οικονομική κρίση
Η οικονομική κρίση τροφοδοτείται και από τα πολιτικά αδιέξοδα. Ο κυβερνητικός συνασπισμός (Σοσιαλδημοκράτες, Ελεύθεροι Δημοκράτες και Πράσινοι) υπό τον Όλαφ Σολτς δείχνει αδύναμος να αντιδράσει. Τα στελέχη της κυβερνητικής συμμαχίας, η οποία ισορροπεί μεταξύ επιβίωσης και διάλυσης, δηλώνουν πως έχουν πολλές ιδέες για το πώς θα μπορούσε να αντιστραφεί η πορεία της γερμανικής οικονομίας.
Το μεγάλο πρόβλημα - για τους ίδιους αλλά και τη χώρα - είναι πως δεν μπορούν να συμφωνήσουν ποια ιδέα είναι η πιο σωστή. Όπως σημειώνει το Associated Press πλέον είναι αμφίβολο εάν η κυβέρνηση Σολτς θα μπορέσει να πετύχει κάτι στους επόμενους 11 μήνες πριν από τις προγραμματισμένες εκλογές. Πολλοί αμφιβάλουν ακόμη και εάν θα μπορέσει να φτάσει μέχρι εκεί, εκτιμώντας πως η κατάρρευση μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή.
«Δεν υπάρχει έλλειψη ιδεών. Αυτό που υπάρχει έλλειψη αυτή τη στιγμή είναι συμφωνία στον κυβερνητικό συνασπισμό», παραδέχτηκε και ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, επικεφαλής του κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP). «Πρέπει να ξεφύγουμε από το θέατρο. Πρέπει να ξεφύγουμε από κάτι που παρουσιάζεται και το οποίο στη συνέχεια δεν γίνεται αποδεκτό από όλους», σημείωσε ο Σολτς.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Ρόμπερτ Χάμπεκ πρότεινε τη δημιουργία ενός κρατικού επενδυτικού ταμείου για να υποστηριχτούν εταιρείες κάθε μεγέθους. Η πρότασή του απορρίφθηκε τόσο από τον Λίντνερ, όσο και από τον Σολτς. Ο Λίντνερ διοργάνωσε συνάντηση με επικεφαλής επιχειρηματικών ενώσεων την Τρίτη, την ίδια ημέρα που ο Σολτς πραγματοποιούσε μια δική του συνάντηση με επικεφαλής των βιομηχανιών και των συνδικάτων.
Ο διχασμός στον κυβερνητικό συνασπισμό είναι βαθύς, ιδιαίτερα σε οικονομικά ζητήματα. Οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι υποστηρίζουν τις κρατικές επενδύσεις και απορρίπτουν συζητήσεις για περικοπές σε επιδόματα πρόνοιας. Από την άλλη, το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών, ακραιφνώς νεοφιλελεύθερο, απορρίπτει κατηγορηματικά οποιεσδήποτε αυξήσεις φόρων ή αλλαγές στους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες για το έλλειμμα και το χρέος, υποστηρίζοντας πως είναι καιρός για περικοπές κοινωνικών δαπανών, όπως τα επιδόματα σε μακροχρόνια ανέργους.
«Κάθε κόμμα ακολουθεί το δικό του δρόμο — έχετε την εντύπωση ότι βρίσκεται ήδη σε κατάσταση προεκλογικής εκστρατείας», δήλωσε ο Κλέμενς Φουεστ, επικεφαλής της οικονομικής δεξαμενής σκέψης Ifo. «Αν συμβαίνει αυτό, εάν ο καγκελάριος δεν μπορεί να συνεφέρει την κυβέρνηση, τότε είναι προτιμότερο να τερματίσουν πρόωρα τον συνασπισμό».
Το μόνο που φαίνεται να λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία για την κυβερνητική συμμαχία είναι η τραγική επίδοση των τριών κομμάτων στις δημοσκοπήσεις, η οποία αποτυπώθηκε και στις πρόσφατες εκλογές σε κρατίδια της ανατολικής Γερμανίας. Πρώτη πολιτική δύναμη είναι η κεντροδεξιά συμμαχία (Χριστιανοδημοκρατών – Χριστιανοκοινωνιστών), ενώ η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία καταγράφει υψηλές επιδόσεις, απειλώντας να ρίξει τους Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς στην τρίτη θέση. Το δε κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών κινείται οριακά στο 5% ή και κάτω από αυτό, κινδυνεύοντας να μείνει εκτός Βουλής.
Οπότε στην παρούσα φάση κανένα από τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού δεν επιθυμεί να οδηγηθεί σε μια πρόωρη εκλογική αναμέτρηση, ευελπιστώντας πως στους 11 μήνες που υπολείπονται θα μπορέσουν να ανατρέψουν το αρνητικό κλίμα. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Όλαφ Σολτς προέτρεψε τους εταίρους του να παραμείνουν μαζί μέχρι το τέλος. «Όποιος παίρνει μια εντολή πρέπει και να την ολοκληρώνει», είπε. Πολλοί όμως υπογραμμίζουν πως τελικά η κυβέρνηση είναι μέρος του προβλήματος και η συμμαχία θα πρέπει να διερωτηθεί εάν μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής.