Αποκαλυπτικός ήταν ο πρόεδρος του ΠΦΣ Απόστολος Βαλτάς μιλώντας στο iEidiseis για τις ελλείψεις φαρμάκων στην Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες…
«Η διαφορά μεταξύ φαρμακοποιού και φαρμακεμπόρου είναι ότι εμείς κατανοούμε την ανάγκη του κόσμου διότι ερχόμαστε απευθείας σε επαφή με την αγωνία του ασθενούς που δεν μπορεί να εξασφαλίσει τα φάρμακά του. Η Πολιτεία διαφυλάσσει τις θεραπείες των πασχόντων ελέγχοντας την εφοδιαστική αλυσίδα, απαγορεύοντας επ’ αόριστο τις εξαγωγές διότι κάποιοι δεν εξάγουν μόνο όσα τους περισσεύουν. Υπάρχουν ελλείψεις και στην Ευρώπη και δεν αφορούν μόνο τις φθηνές τιμές στην Ελλάδα. Δεν υπάρχουν πρώτες ύλες και όλοι οι βόρειοι (Γερμανοί κλπ) επειδή είχαν μεγάλο πρόβλημα πέρσι προσπαθούν να στοκάρουν φάρμακα για να καλύψουν τις ανάγκες του χειμώνα εισάγοντας από άλλες χώρες. Ο υπουργός Υγείας συνειδητοποίησε το πρόβλημα και απαιτεί να υπάρχουν ικανά αποθέματα στις αποθήκες στην Ελλάδα και το σύστημα παρακολούθησης που προωθεί -επειδή θα γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τι διαθέτουν οι φαρμακαποθήκες στα φαρμακεία, τι εκτελούν και τι έχουν ανεκτέλεστο οι φαρμακοποιοί-, θα βοηθήσει στο να έχουμε εικόνα για την αλυσίδα τροφοδοσίας. Ό,τι κάνουν δηλαδή και οι άλλοι στην Ευρώπη».
«Η επιδίωξη κύκλων της αλυσίδας εφοδιασμού του φαρμάκου, να σταματήσουν την προσπάθεια της Πολιτείας να επιλύσει το τεράστιο πρόβλημα των ελλείψεων, θα πέσει στο κενό», αναφέρουν σε ενημέρωση που απέστειλαν χθες οι φαρμακοποιοί της χώρας. Στο ΔΤ του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου συνεχίζουν αναφέροντας ότι επικροτούν την προσπάθεια του υπουργού Υγείας «να βρει λύσεις σε αυτό το απαράδεκτο φαινόμενο που αφορά στην Υγεία χιλιάδων πολιτών, λαμβάνοντας μέτρα που μεταξύ των άλλων είναι και η απαγόρευση των εξαγωγών για φάρμακα τα οποία στερείται ο Έλληνας ασθενής».
Όσο για τις αναφορές περί του «απαράδεκτου της προληπτικής απαγόρευσης των εξαγωγών» έπεσαν στο κενό, αφού για τα λίγα φάρμακα για τα οποία ήρθη η απαγόρευση των εξαγωγών πριν ένα μόλις μήνα επειδή υπήρχε στοιχειώδης επάρκεια στην ελληνική αγορά, «σήμερα αυτά είναι ήδη εξαφανισμένα καθόσον όσοι τα εξήγαγαν δεν σεβάστηκαν την αγωνία του Έλληνα ασθενή, για την εξασφάλιση της θεραπευτικής του αγωγής».
Από τον ΠΦΣ προτείνουν:
«Θα πρέπει όμως σήμερα και οι φαρμακευτικές εταιρείες που εισάγουν τα φαρμακευτικά σκευάσματα στην Ελλάδα, να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να αυξήσουν τις ποσότητες των φαρμάκων που διαθέτουν στην Ελληνική αγορά, ιδιαίτερα τώρα που τα σκευάσματα αυτά δεν μπορούν πλέον να εξαχθούν. Ο ΠΦΣ ξεκίνησε συναντήσεις με τις διοικήσεις των φαρμακευτικών αυτών εταιρειών, για την εξασφάλιση επιπλέον ποσοτήτων.
Ζητάμε από τον υπουργό Υγείας να συνεχίσει αταλάντευτα και χωρίς συμβιβασμούς την προσπάθεια εξυγίανσης της απαράδεκτης αυτής κατάστασης, εφαρμόζοντας και το σύστημα παρακολούθησης και ελέγχου της εφοδιαστικής αλυσίδας φαρμάκου (ΣυΠΕΕΑΦ), όπως έχει πρόσφατα αποφασίσει. Ταυτόχρονα θα πρέπει ο ΕΟΦ να προβεί σε ελέγχους όλων αυτών, που παρά την απαγόρευση των εξαγωγών δεν διαθέτουν τα φαρμακευτικά σκευάσματα στον Έλληνα ασθενή, επενδύοντας στην αποτυχία των μέτρων και των προσπαθειών της Πολιτείας.
Οι αναφορές ορισμένων περί «επιχειρηματικότητας» και περί «θετικού ισοζυγίου», δεν αφορούν το φάρμακο που είναι κοινωνικό αγαθό και η προσβασιμότητα σε αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμα όλων των Ελλήνων», καταλήγουν από τον ΠΦΣ.
Ο πρόεδρος του ΠΦΣ, Απόστολος Βαλτάς δεν κρύβει τις απόψεις του για το θέμα των ελλείψεων μιλώντας σε δημοσιογράφους αλλά και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: Όπως σημείωνε σε ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook πριν από μερικές εβδομάδες «δεν εκπλήσσομαι από δημοσίευμα, όπου ο πρόεδρος του Συλλόγου Φαρμακαποθηκαρίων με κυνικότατο τρόπο ομολογεί, ότι η επιχειρηματική του δραστηριότητα είναι η εξαγωγή φαρμάκων και όχι η εξασφάλιση την εγχώριας αγοράς με ικανές ποσότητες ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες των Ελλήνων ασθενών. Δηλώνει δε ευθαρσώς, ότι εξάγονται τεράστιες ποσότητες φαρμάκων από ένα δίκτυο συνεργαζόμενων φαρμακαποθηκών, ώστε να εξασφαλιστούν οι τεράστιες ποσότητες όπως απαιτούν «οι ανοικτές πόρτες των μεγάλων οίκων του εξωτερικού» και να μπορέσουν να γίνουν ανταγωνιστικοί, αδιαφορώντας για τις ανάγκες του Έλληνα ασθενή, ο οποίος με αυτήν την πρακτική μένει χωρίς φάρμακα. Αποδέχεται επί τους ουσίας, ότι λειτουργεί με γνώμονα μόνο το κέρδος καθόσον όπως αποδεικνύεται από τις λίστες που διακινούνται μεταξύ των φαρμακαποθηκών, αυτό είναι πολλαπλάσιο, μέχρι και 300%, σε σχέση με την κερδοφορία που θα είχαν διαθέτοντας τα φάρμακα αυτά στην εγχώρια αγορά.
Τελικά σε ποια κοινωνία ζούμε; Με ασύδοτο και χωρίς μέτρο επιχειρείν ή σε μια κοινωνία όπου θα πρέπει όσοι μετέχουμε στην εφοδιαστική αλυσίδα να εξασφαλίσουμε τη φαρμακευτική αγωγή των ασθενών και μετά να σκεφτούμε όλα τα υπόλοιπα…».