Σύμφωνα με την έκθεση που έδωσε την περασμένη Πέμπτη στη δημοσιότητα ο Οργανισμός Οικονομικός Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στην Ελλάδα το 69% των ατόμων με χρόνιες παθήσεις αναφέρουν καλή σωματική υγεία και το 78% καλή ψυχική υγεία.
Και οι δύο μετρήσεις είναι κοντά στον μέσο όρο των δεικτών που αναφέρουν οι ασθενείς του ΟΟΣΑ.
Αλλά τα καλά νέα σταματούν κάπου εδώ…
Στην Ελλάδα, μόνο το 37% των ατόμων με χρόνιες παθήσεις αισθάνεται σίγουρο για τη διαχείριση της υγείας του, ποσοστό που είναι χαμηλότερο από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (59%) και 55 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από τη χώρα με τις υψηλότερες επιδόσεις!
Εξάλλου, μόνο 1 στους 4 πολίτες (24%) με δύο ή περισσότερες χρόνιες παθήσεις στην Ελλάδα συνεργάζονται για τη διαχείριση της υγείας τους με μονάδες πρωτοβάθμιας περίθαλψης που προσφέρουν παρακολούθηση και τακτικές συναντήσεις διάρκειας άνω των 15 λεπτών. Το ποσοστό αυτό είναι περισσότερο από 20 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 47% που ισχύει σε άλλες χώρες!
Ταυτόχρονα, μόνο το 3% των ατόμων με χρόνιες παθήσεις εξυπηρετείται από μονάδες που μπορούν να ανταλλάσσουν ηλεκτρονικά ιατρικούς φακέλους, ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο του 57%!
Το κερασάκι στην τούρτα είναι ωστόσο, ότι μόνο το 36% των ατόμων με χρόνιες παθήσεις στην Ελλάδα εμπιστεύεται το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, ποσοστό που είναι πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο του 62% στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, στην Ελλάδα τα άτομα με χρόνιες παθήσεις έχουν χειρότερη εμπειρία από την υγειονομική περίθαλψη, σε σύγκριση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, με το ΕΣΥ να αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα και την εμπιστοσύνη στις δομές υγειονομικής περίθαλψης να αποτελεί πρόβλημα.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης στο ΕΣΥ συνδέεται με συστημικά ζητήματα, όπως η υποχρηματοδότηση και οι μεγάλοι χρόνοι αναμονής για εξειδικευμένη θεραπεία.
Σημαντική αδυναμία του ΕΣΥ, εξάλλου σύμφωνα με την έκθεση, είναι «ο υπανάπτυκτος τομέας της πρωτοβάθμιας περίθαλψης», η οποία αντισταθμίζεται ιστορικά από τα νοσοκομεία (δευτεροβάθμια περίθαλψη του ΕΣΥ) και την εξειδικευμένη περίθαλψη από ειδικούς γιατρούς.
Ωστόσο, η υπερβολική εξάρτηση από τα νοσοκομεία έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται αυξημένη πίεση στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών, να υπάρχουν μεγάλοι χρόνοι αναμονής και υψηλότερο κόστος για το σύστημα.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ αναφέρεται σε καθυστερήσεις στον προγραμματισμό των ραντεβού, λανθασμένες διαγνώσεις και πρόβλημα στην επικοινωνία με τους επαγγελματίες Υγείας.
Στον αντίποδα, η χώρα της ΕΕ με τα υψηλότερα ποσοστά εμπιστοσύνης είναι η Ισπανία που ανάλογα την κατηγορία κυμαίνονται από 75% έως 90%.
Το iEidiseis ζήτησε από την πρόεδρο της Ένωσης Ασθενών Ελλάδος, Βασιλική – Ραφαέλα Βακουφτσή να σχολιάσει τα αποτελέσματα της έκθεσης του ΟΟΣΑ:
«Η πρόσφατη έρευνα του ΟΟΣΑ αναδεικνύει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τις σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι πολίτες στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Τα ευρήματα αυτά δεν μας ξαφνιάζουν – αντιθέτως, επιβεβαιώνουν την πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά οι ασθενείς και οι οικογένειές τους: ένα σύστημα που αδυνατεί να ανταποκριθεί επαρκώς στις ανάγκες τους, με ελλιπή συντονισμό, δυσκολίες στην πρόσβαση και σοβαρές ανισότητες στη φροντίδα.
Το γεγονός ότι μόλις το 36% των πολιτών εμπιστεύεται το Εθνικό Σύστημα Υγείας και μόλις το 37% αισθάνεται σιγουριά για τη διαχείριση της υγείας του, είναι ανησυχητικό και καταδεικνύει την επιτακτική ανάγκη για βαθιές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις.
Παρότι η χώρα μας παρουσιάζει ικανοποιητικά υγειονομικά αποτελέσματα συγκριτικά με άλλες χώρες, η καθημερινή εμπειρία των ασθενών αποδεικνύει ότι το σύστημα πάσχει: μεγάλες λίστες αναμονής, άνιση γεωγραφική κατανομή των υπηρεσιών υγείας, ανεπαρκής αξιοποίηση των ψηφιακών εργαλείων και έλλειψη επαρκούς ενημέρωσης για τα διαθέσιμα δικαιώματα και υπηρεσίες.
Η Ένωση Ασθενών Ελλάδας εργάζεται αδιάκοπα, σε συνεργασία με εθνικούς και διεθνείς φορείς, ώστε να προωθήσει πολιτικές που θα διασφαλίσουν ότι οι ασθενείς τοποθετούνται στο επίκεντρο του σχεδιασμού των υπηρεσιών υγείας. Είναι πλέον σαφές: Η χώρα χρειάζεται ένα σύγχρονο, καλά στελεχωμένο και προσβάσιμο σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας που να καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών, χωρίς οικονομικούς ή γεωγραφικούς αποκλεισμούς.
Η υγεία είναι δικαίωμα, όχι προνόμιο. Η ώρα για δράση είναι τώρα».