Τα παιδιά γεννιούνται με τάσεις και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αλλά το περιβάλλον και οι συνθήκες στα οποία μεγαλώνουν, είναι τελικά που θα καθορίσουν το χαρακτήρα και τις συμπεριφορές τους… Αν λοιπόν αυξάνονται τα περιστατικά βίας μεταξύ παιδιών και εφήβων, τότε σίγουρα δεν φταίνε τα ίδια!
Το iEidiseis ζήτησε από την ψυχολόγο- παιδοψυχολόγο με δεκαετίες εμπειρία στη διαχείριση προβλημάτων σε οικογένειες και παιδιά, Αλεξάνδρα Καππάτου, να μάς δώσει μία εικόνα του τις πταίει και πώς μπορούμε να επέμβουμε και να διορθώσουμε το πρόβλημα…
Όπως επισημαίνει η κ. Καππάτου, «το δυσαρμονικό οικογενειακό περιβάλλον, τα προβλήματα στην επικοινωνία με τους γονείς, η ανάγκη να ανήκουν σε μία ομάδα, να νιώσουν δυνατοί και αποδεκτοί, η έλλειψη στόχων, το υπό δημιουργία αξιακό σύστημα αλλά και τα «απόνερα» του εγκλεισμού κατά την πανδημία, είναι οι βασικές αιτίες της έξαρσης του φαινομένου».
Ρωτήσαμε την ειδικό αν υπάρχει πρόληψη. Αν μπορεί σήμερα ένας γονιός παιδιού στα 7-8 χρόνια να κάνει κάτι ώστε το δικό του παιδί να μην οδηγηθεί σε εκρήξεις βίας μέσα στα επόμενα χρόνια…
«Η πρόληψη όχι μόνον υπάρχει αλλά συνιστά βασικό σκέλος της αντιμετώπισης αυτών των καταστάσεων. Η συμβολή της οικογένειας είναι καταλυτική, με την ανάπτυξη της επικοινωνίας σε βάθος, με συνέπεια και σεβασμό στα συναισθήματα και τις ψυχικές ανάγκες του παιδιού και του εφήβου», απαντά η κ. Καππάτου. Και βέβαια σε αυτό συμπληρώνουν όλοι οι ειδικοί, ότι ένα παιδί που έχει ενδιαφέροντα (αθλητισμό κ.ά), φίλους με αντίστοιχη στήριξη από τις δικές τους οικογένειες, και δέχεται βοήθεια στην επιχειρούμενη δημιουργία ενός αξιακού status, δεν θα παρασυρθεί ποτέ σε «συμμορίες» και εκδηλώσεις βίας.
Την ρωτήσαμε επίσης τι μπορεί να κάνει ο γονιός όταν διακρίνει σημάδια ότι το παιδί του οδηγείται τώρα σε μονοπάτια βίας…
«Ο έγκαιρος εντοπισμός και η διαχείριση συμπεριφορών του παιδιού που χρήζουν βοήθειας είναι πολύ σημαντικός. Μάλιστα, το ίδιο σημαντικός θα έλεγα ότι είναι και ο ρόλος του σχολείου που πρέπει να ενημερώνει τους γονείς και να συνεργάζεται μαζί τους ώστε να περιορίζεται το πρόβλημα σε αρχικό στάδιο», σημειώνει η ψυχολόγος. Αλλά αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι όταν οι γονείς καλούνται στο σχολείο να ενημερωθούν για τη βίαιη συμπεριφορά του παιδιού τους, δεν θα αντιμετωπίζουν τους καθηγητές ως εχθρούς αλλά ως συμμάχους, κάτι που πολύ συχνά δεν γίνεται!
Αυτό που πρέπει να γίνεται όταν παιδί παρουσιάσει τα πρώτα σημάδια, είναι να συνεργαστούν γονείς, δάσκαλοι και ψυχολόγος ώστε να εντοπιστεί το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο νέος και να βοηθηθεί. Ομοίως, αν υπάρχουν άλλα παιδιά που τον παρασύρουν σε βίαιες εκδηλώσεις πρέπει είτε να βοηθηθούν κι εκείνα, είτε να απομακρυνθεί διακριτικά ο έφηβος από αυτά.
Πάντως, όπως τονίζει η κ. Καππάτου, «παιδιά που έχουν αναπτύξει βίαιη συμπεριφορά, έχουν αναπτύξει φτωχή σχέση με την οικογένειά τους. Σε μερικές οικογένειες, η έννοια της επικοινωνίας είναι άγνωστη. Πολλές φορές υπάρχει το στοιχείο της παραμέλησης ή και κάποιες φορές τα παιδιά έχουν βιώσει και τα ίδια κακοποίηση, με τη μορφή σωματικής τιμωρίας, ή παραμέλησης. Κομβικό σημείο θεωρώ πως είναι η έλλειψη επικοινωνίας. Τα παιδιά ιδιαίτερα στην εφηβεία που βιώνουν πολλές σύνθετες διεργασίες στον ψυχισμό τους προκειμένου να περάσουν από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωσή τους, βιώνουν πολλά νέα δεδομένα και χάνουν εκεί τον προσανατολισμό τους. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι αν δεν έχουν καλές σχέσεις με την οικογένειά τους ή αυτή είναι απούσα, τα παιδιά αισθάνονται έωλα, μετέωρα».
Τα πρώτα σημάδια που πρέπει να μας ενεργοποιούν είναι:
– Επιθετική συμπεριφορά.
– Έλλειψη οριοθέτησης.
– Δυσκολία να ακολουθήσει τους βασικούς κανόνες.
– Προβλήματα στις σχέσεις με τους συνομηλίκους.
– Προβλήματα με τη σχολική του ζωή.
– Εκρήξεις θυμού.
– Εκφοβισμός συνομηλίκων.
Και καταλήγει η ψυχολόγος: «Έχουμε σκεφτεί ότι το παιδί μας που σήμερα είναι νταής και εμείς μπορεί να κρυφογελάμε για τη δυναμικότητά του, ποια θα είναι η εξέλιξή του; Αυτό το παιδί σας βεβαιώ ότι ανήκει σε ομάδα υψηλότατου κινδύνου και μπορεί αργότερα να γίνει παραβατικός έφηβος και νέος ενήλικας».