Στην κατηγορία των «πιθανώς καρκινογόνων» ουσιών τοποθέτησε και επίσημα την ασπαρτάμη ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας διευκρινίζοντας, ωστόσο, ότι παραμένει ασφαλής για κατανάλωση μέχρι κάποια συγκεκριμένα επίπεδα.
Σύμφωνα με το Reuters, η απόφαση είναι το αποτέλεσμα δύο χωριστών επιτροπών εμπειρογνωμόνων του ΠΟΥ, με τη μία να εντοπίζει αν μια ουσία είναι πιθανώς επικίνδυνη και την δεύτερη να κρίνει πόσο πραγματικός είναι ο κίνδυνος από τη χρήση αυτής της ουσίας.
Η ασπαρτάμη είναι ένα από τα πιο δημοφιλή γλυκαντικά στον κόσμο, που χρησιμοποιείται σε προϊόντα από αναψυκτικά διαίτης έως τις τσίχλες.
Σε συνέντευξη τύπου πριν την επίσημη ανακοίνωση ο επικεφαλής του τομέα τροφίμων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Φραντσέσκο Μπράνκα, επιχείρησε να εξηγήσει την απόφαση των δύο ομάδων των ειδικών, ειδικά για όσους χρησιμοποιούν γλυκαντικά όπως η ασπαρτάμη προκειμένου να αποφύγουν τη ζάχαρη.
«Αν οι καταναλωτές πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα σε ένα αναψυκτικό με γλυκαντικό ή σε αναψυκτικό με ζάχαρη πιστεύω ότι υπάρχει μια τρίτη επιλογή που πρέπει να εξετάσουν, να πιουν δηλαδή νερό» είπε αρχικά χαρτολογώντας.
«Τα αποτελέσματα των ερευνών δεν δείχνουν ότι η περιστασιακή χρήση ασπαρτάμης θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο για τους περισσότερους καταναλωτές» πρόσθεσε ο Μπράνκα.
Στην πρώτη δήλωσή του για το πρόσθετο γλυκαντικό, που ανακοινώθηκε νωρίς την Παρασκευή, ο Διεθνής Οργανισμός Έρευνας για τον Καρκίνο (IARC), που εδρεύει στη Λυών της Γαλλίας, δήλωσε ότι η ασπαρτάμη είναι «πιθανό καρκινογόνο» .
Αυτή η ταξινόμηση σημαίνει ότι υπάρχουν περιορισμένες ενδείξεις ότι μια ουσία μπορεί να προκαλέσει καρκίνο.
Δεν λαμβάνει υπόψη πόση ποσότητα θα πρέπει να καταναλώσει ένα άτομο για να κινδυνεύσει, κάτι που εξετάζεται από μια ξεχωριστή επιτροπή, τη Μικτή Επιτροπή για τα Πρόσθετα Τροφίμων (JECFA) του ΠΟΥ και του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), με έδρα τη Γενεύη.
Η ποσότητα που πρέπει να καταναλώνεται
Αφού πραγματοποίησε τη δική της ολοκληρωμένη ανασκόπηση, η JECFA δήλωσε την Παρασκευή ότι δεν είχε πειστικά στοιχεία για τη βλάβη που προκαλείται από την ασπαρτάμη και συνέχισε να συνιστά στους ανθρώπους να διατηρούν τα επίπεδα κατανάλωσης ασπαρτάμης κάτω από 40 mg/kg την ημέρα.
Η JECFA έθεσε για πρώτη φορά αυτό το επίπεδο το 1981 και οι ρυθμιστικές αρχές σε όλο τον κόσμο έχουν παρόμοια καθοδήγηση για τους πληθυσμούς τους.
Παρόλα αυτά υπάρχουν επιστήμονες που δεν είχαν καμία σχέση με την έρευνα οι οποίοι υποστήριξαν ότι οι αποδείξεις που συνδέουν την ασπαρτάμη με τον καρκίνο είναι «αδύναμες» με τις ενώσεις παραγωγής τροφίμων και ποτών να υποστηρίζουν ότι η ασπαρτάμη παραμένει ασφαλης και καλή επιλογή για όσους θέλουν να τη χρησιμοποιήσουν προκειμένου να περιορίσουν την κατανάλωση ζάχαρης στη διατροφή τους.
Ο ΠΟΥ είπε ότι τα υπάρχοντα επίπεδα κατανάλωσης σήμαιναν, για παράδειγμα, ότι ένα άτομο που ζυγίζει 60-70 κιλά θα έπρεπε να πίνει περισσότερα από 9-14 κουτάκια αναψυκτικού ημερησίως για να ξεπεράσει το όριο, με βάση τη μέση περιεκτικότητα σε ασπαρτάμη στα ποτά – περίπου 10 φορές αυτό που καταναλώνουν οι περισσότεροι άνθρωποι.
«Τα αποτελέσματά μας δεν υποδεικνύουν ότι η περιστασιακή κατανάλωση θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο για τους περισσότερους καταναλωτές», δήλωσε επίσης ο Μπράνκα.
«Εξέταση σε βάθος»
Το τεχνητό γλυκαντικό αυτό, χωρίς θρεπτική αξία, χρησιμοποιείται από τα χρόνια του 1980. Κυρίως σε ποτά με λίγες θερμίδες, όπως τα «λάιτ» αναψυκτικά, σε έτοιμα γεύματα, σε τσίκλες, σε φαρμακευτικά προϊόντα, όπως οι παστίλιες για τον βήχα, καθώς και σε άλλα προϊόντα, όπως οι οδοντόπαστες.
Αντιδρώντας σε αυτές τις μελέτες, η Διεθνής Ένωση Γλυκαντικών (ISA) τόνισε πως η ομάδα 2Β, στην οποία κατατάχθηκε η ασπαρτάμη, είναι η ίδια με αυτή στην οποία έχουν ενταχθεί το κίμτσι και άλλα μαριναρισμένα λαχανικά.
Η μεικτή επιτροπή «για ακόμη μια φορά επαναβεβαίωσε την ασφάλεια της ασπαρτάμης αφού έκανε σε βάθος, πλήρη και επιστημονικά αυστηρή αποτίμηση», έκρινε η γενική γραμματέας της ISA, η Φράνσις Χαντ-Γουντ.
Όμως για τον Καμίλ Ντοριόζ, υπεύθυνο των εκστρατειών της μη κυβερνητικής οργάνωσης Foodwatch στη Γαλλία, η ανακοίνωση του ΠΟΥ έχει μάλλον «πικρή γεύση»: καθώς, τονίζει, αυτό το «πιθανόν καρκινογόνο γλυκαντικό δεν θα έπρεπε να έχει έχει θέση στα τρόφιμα και στα ποτά μας».
Πέρα από το ζήτημα του καρκίνου, ο ΠΟΥ πρόσφατα επισήμανε ότι τα τεχνητά γλυκαντικά χωρίς ζάχαρη δεν ωφελούν στην προσπάθεια απώλειας βάρους.
Σε κάθε περίπτωση, αν κανείς πρέπει να επιλέξει «ανάμεσα σε μια κόλα με γλυκαντικό και μια κόλα με ζάχαρη, θεωρώ πως η καλύτερη επιλογή είναι η τρίτη: πιείτε νερό», σχολίασε ο Δρ. Μπράνκα.