Μήνυμα ότι από την πρώτη μέρα της πανδημίας ήταν ξεκάθαρο πως μόνο μέσα από συνεργασία θα μπορούσε να διασφαλιστεί η πλέον ασφαλής πορεία για υγιείς και ισότιμες κοινωνίες για όλους τους πολίτες, με στόχο την έξοδο από την κρίση έστειλε η Στέλλα Κυριακίδου, Επίτροπος Υγείας και Ασφάλειας Τροφίμων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά την εισαγωγική της ομιλία στο πάνελ «η Αντιμετώπιση της Πανδημίας στην Ευρώπη και το Όραμα για το Μέλλον» στο πλαίσιο του Καθημερινή – Athens Health Summit 2021, η κ. Κυριακίδου επεσήμανε πως «όλοι βιώνουμε ακόμα την πανδημία».
«Έχουμε διδαχθεί από τις διαχρονικές υγειονομικές κρίσεις για το πως οι κοινωνίες θα μπορούν να είναι πιο ανθεκτικές. Στόχος είναι ενίσχυση της ετοιμότητας και αντίδρασης σε τέτοιου είδους κρίσεις», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με την ίδια, πριν από ένα χρόνο παρουσιάστηκαν απτές πρωτοβουλίες για μία δυνατή ευρωπαϊκή ένωση υγείας, για ένα ισχυρότερο πλαίσιο ευρωπαϊκής και συλλογικής υγειονομικής ασφάλειας, ενίσχυση και ενδυνάμωση των όρων εντολής του ECDC και του ΕΜΑ.
Παράλληλα, αναφέρθηκε και στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ετοιμότητα και την Αντίδραση σε Καταστάσεις Έκτακτης Ανάγκης στον Τομέα της Υγείας (HERA), σημειώνοντας πως μέσα από αυτόν το μηχανισμό θα μπορούμε να προβλέπουμε απειλές και να συντονίζουμε τις ενέργειές μας για έγκαιρη αντίδραση.
Τέλος, η κ. Κυριακίδου ανέφερε πως στόχος της Ε.Ε. ήταν η ισότιμη και ταυτόχρονη αποστολή των εμβολίων σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπογραμμίζοντας πως πλέον έχουμε φτάσει στο 75% των πλήρως εμβολιασμένων πολιτών στην Ένωση και συνεχίζουμε.
Ηλίας Μόσιαλος: Τα φάρμακα δεν αλλάζουν άμεσα το σκηνικό
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας, London School of Economics, Ηλίας Μόσιαλος, αναφέρθηκε στις «επιδόσεις» της Ελλάδας σε σύγκριση με άλλες χώρες, τονίζοντας πως είναι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ένας συνδυασμός στοιχείων όπως ο αριθμός θανάτων ανά 1 εκατ. θανάτους, η συννοσηρότητα, τα συστήματα υγείας και άλλα επιδημιολογικά δεδομένα.
Χαρακτηριστικά ανέφερε πως στην Ελλάδα, οι άνω των 65 ετών αποτελούν το 22% του πληθυσμού, ενώ στο Ισραήλ αποτελούν το 11%. «Αν έκανε κανείς μία απλή σύγκριση θα έλεγε ότι δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα. Έχουμε χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμών από Γαλλία, Ιρλανδία και άλλες χώρες και μεγαλύτερα σε σχέση με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία κ.λπ. Επομένως έχουμε καλά επίπεδα σε σχέση με αρκετές χώρες της Ευρώπης. Βέβαια δεν έχουμε πείσει ένα σημαντικό ποσοστό ευπαθών ομάδων και ηλικιωμένων».
Ερωτηθείς για τα φάρμακα, ο κ. Μόσιαλος επεσήμανε ότι δεν αλλάζουν άμεσα το σκηνικό, σημειώνοντας ότι δύο είναι τα προβλήματα που υπάρχουν: το κόστος και το θέμα παραγωγής σε μεγάλες ποσότητες. «Αν δεν επιταχυνθεί η παραγωγή δεν θα είναι άμεσα ένα συμπληρωματικό όπλο για την αναχαίτιση της πανδημίας».
Όσον αφορά τις μεταλλάξεις, χαρακτήρισε πάντα ανησυχητική την εμφάνιση νέων παραλλαγών και εξέφρασε την άποψη πως σίγουρα θα υπάρχουν. Όπως είπε «λογικά ο ιός θα γίνει πιο μεταδοτικός και λιγότερος επικίνδυνος. Ίσως γίνει αυτό με ισχυρότερα εμβόλια και με τη φαρμακευτική αγωγή».
Τέλος, σε ό,τι αφορά πιθανή επιβολή lockdown, ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας, τόνισε «δεν νομίζω να πάμε σε συνολικό lockdown, ωστόσο εάν δεν αποδώσουν τα μέτρα δεν αποκλείεται η επιβολή τοπικών περιορισμών. Το lockdown δεν είναι λύση, θα μεταδώσει το πρόβλημα της επίλυσης 1-2 μήνες πιο πίσω. Πρέπει να προχωρήσουν άμεσα οι εμβολιασμοί και η χορήγησης της 3ης δόσης».
«Η επιστροφή στην κανονικότητα δεν είναι αυτό που ξέραμε πριν το 2020, ο ιός θα συνεχίζει να υπάρχει και θα πρέπει να κάνουμε συνεχώς αναμνηστικές δόσεις, το πιο πιθανό είναι οι ετήσιες δόσεις», κατέληξε.
Πως να πειστούν οι αρνητές
Ο Sir Michael Marmot, Καθηγητής Επιδημιολογίας, Διευθυντής του Ινστιτούτου Ισότητας της Υγείας στο University College London, αναφέρθηκε στο πώς θα μπορούσαν οι κυβερνήσεις να πείσουν τους πολίτες να εμβολιαστούν, τονίζοντας ότι η Ευρώπη δεν έχει εξαντλήσει τα περιθώρια.
Όπως είπε είναι τέσσερις οι ομάδες που υπάρχουν:
«Η πρώτη λέει “θα το κάνω δεν το έχω κάνει ακόμη”. Πρέπει να κάνουμε πιο εύκολη τη διαδικασία» για αυτούς».
«Η δεύτερη λέει “είναι πολύ δύσκολο να το κάνω, να λείψω από τη δουλειά κ.λπ.”, και εδώ πρέπει να απλουστευθεί η διαδικασία».
«Αυτοί που λένε “Τα εμβόλια δεν είναι για ανθρώπους όπως εγώ”. Εδώ υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης με την κυβέρνηση και είναι πιο μακροπρόθεσμη η προσπάθεια ανασυγκρότησης αυτής της εμπιστοσύνης».
«Και τέλος υπάρχουν οι θεότρελοι, αυτοί που πιστεύουν ότι ο Μπιλ Γκέιτς θα τους βάλει τσιπάκι. Δεν ξέρω πώς να τους διαχειριστούμε».
Γιάννης Τούντας: Οι αδυναμίες του συστήματος υγείας
Δύο σημαντικά κενά παρουσιάζει το ελληνικό σύστημα υγείας, την έλλειψη οργανωμένης πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και την έλλειψη ενός ισχυρού τομέα δημόσιας υγείας, τόνισε ο Γιάννης Τούντας, Ομ. Καθηγητής Ιατρικής ΕΚΠΑ, Διευθυντής Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής και επιστημονικός υπεύθυνος της μελέτης για την Ανασυγκρότηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας της διαΝΕΟσις.
Ο κ. Τούντας δήλωσε ότι η πανδημία έφερε στο επίκεντρο τις αδυναμίες του εθνικού συστήματος υγείας και αποτέλεσε μία εξαιρετική ευκαιρία για τον εντοπισμό των αναγκαίων αλλαγών που πρέπει να γίνουν. Μερικές μόνον από τις διαχρονικές παθογένειες του συστήματος υγείας είναι η υποχρηματοδότηση, η υποστελέχωση, η κακοδιοίκηση και η έλλειψη οργανωμένης πρωτοβάθμιας φροντίδας.
Ο ίδιος τόνισε ότι απαραίτητος είναι ένας επανασχεδιασμός του νοσοκομειακού χάρτη, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες υγείας του πληθυσμού. Επιπλέον, απαιτείται ο καθορισμός μίας σύγχρονης και αποτελεσματικής διάστασης στο σύστημα υγείας, όπως για παράδειγμα με την ενίσχυση της μετανοσοκομειακής φροντίδας.
Ο Γ. Τούντας τόνισε ότι πρέπει να υπάρξει επίσης παρέμβαση στις εργασιακές σχέσεις. «Δεν μπορεί να λειτουργήσει ένα νοσοκομείο με το καθεστώς της δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας που καθιερώθηκε στη δεκαετία του 1980, με τους μισθούς που δίνονται, χωρίς να συνδέεται η παραγωγικότητα με τις αμοιβές», επεσήμανε ο ίδιος.
Αυτό που επείγει είναι να υιοθετήσει η Πολιτεία ένα συνολικό σχέδιο για το ΕΣΥ του μέλλοντος με προτεραιότητα στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, κατέληξε ο ίδιος.
Ανθρωποκεντρικό σύστημα υπηρεσιών υγείας
Το σύστημα υπηρεσιών στην Ελλάδα δεν είναι τόσο πολύ προσανατολισμένο στο πρόσωπο, αλλά στον πελάτη, τόνισε ο Χρήστος Λιονής, Καθηγητής Γενικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης και μέλος της ερευνητικής ομάδας της μελέτης της διαΝΕΟσις.
Μάλιστα, ο ίδιος επεσήμανε ότι πρέπει να αλλάξει η προσέγγιση στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και να γίνει στροφή της και στο σπίτι για την υποστήριξη των ευάλωτων ομάδων, δηλαδή των προσώπων με αναπηρία και ευπάθεια. «Έχουμε ανάγκη από όλες αυτές τις οικογένειες», τόνισε ο ίδιος σημειώνοντας ότι μεταξύ ατόμων με ευαλωτότητα σημειώνονται και χαμηλά επίπεδα εμβολιασμού.
Πέραν από την στροφή της πρωτοβάθμιας φροντίδας στο σπίτι, ο ίδιος τόνισε πως στην πρόταση της μελέτης γίνεται λόγος και για διασύνδεσή της με τη δημόσια υγεία και με την κοινωνική φροντίδα, είτε τις ανοιχτές είτε τις κλειστές δομές, αλλά και με τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας.
Τρεις παρεμβάσεις
«Έχουμε σταματήσει στις μεταρρυθμίσεις που έγιναν στη χώρα μας το 1983 με τη δημιουργία εκτεταμένων υποδομών τόσο σε νοσοκομεία, όσο και σε πρωτοβάθμιες μονάδες σε όλη τη χώρα», τόνισε ο Μιλτιάδης Νεκτάριος, Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς και μέλος της ερευνητικής ομάδας. Προσέθεσε ότι η Ελλάδα δεν έχει προχωρήσει στο δεύτερο και το τρίτο κύμα μεταρρυθμίσεων, το οποίο ωστόσο έχουν υλοποιήσει άλλες ανεπτυγμένες χώρες και αφορά τη διοίκηση, οργάνωση και λειτουργία του συστήματος υγείας και την χρηματοδότηση.
Η πρώτη παρέμβαση που γίνεται στο πλαίσιο της έρευνας της διαΝΕΟσις είναι η αποπολιτικοποίηση της διοίκησης του συστήματος υγείας. Προτείνεται συγκεκριμένα η δημιουργία μίας holding company που θα ελέγχεται από το υπουργείο Υγείας ως ΝΠΔΔ, στο οποίο θα υπάγονται τα νοσοκομεία της κάθε περιφέρειας ως νομικών προσώπων ιδιωτικών δικαίου με κερδοσκοπικό χαρακτήρα.
Η δεύτερη είναι η συγκέντρωση της χρηματοδότησης στον ΕΟΠΥΥ, που θα έχει «θεαματικά αποτελέσματα» στην παροχή υπηρεσιών από τα δημόσια νοσοκομεία. «Με απλούς υπολογισμούς μισό δισεκατομμύριο μπορεί να έρχεται από την ιδιωτική ασφαλιστική αγορά στα δημόσια νοσοκομεία», τόνισε ο Μ. Νεκτάριος, επισημαίνοντας ότι στόχος είναι για τα δημόσια νοσοκομεία να καταστούν καλύτερα από τα ιδιωτικά με πόρους από την ιδιωτική ασφαλιστική αγορά.
Η τρίτη παρέμβαση είναι για την επίλυση του προβλήματος επιβάρυνσης του ελληνικού νοικοκυριού και του Έλληνα χρήστη των υπηρεσιών υγείας με ιδιωτικές δαπάνες υγείας. Συγκεκριμένα, προτείνεται η σύμπραξη του ΕΟΠΥΥ με την ιδιωτική ασφαλιστική αγορά για τη μείωση της ασφαλιστικής επιβάρυνσης από 40% στο περίπου 15%.