Από 13 Δεκεμβρίου θα έχουμε τα εμβόλια των Pfizer/Biotech και από 15 Δεκεμβρίου ξεκινά ο εμβολιασμός παιδιών 5-11 ετών στην Ελλάδα. Κάθε φιαλίδιο θα περιέχει 10 δόσεις και στην Αττική οργανώνονται 5 εμβολιαστικά κέντρα. Ομοίως θα συμβεί και στην υπόλοιπη χώρα με ξεχωριστά, αλλά και πολύ λιγότερα κέντρα, που θα αφορούν τους… λιλιπούτειους εμβολιαζόμενους.
Όπως αναφέρει μιλώντας στο iEidiseis, η Δρ. Ιωάννα Παυλοπούλου, Καθηγήτρια Παιδιατρικής, Λοιμωξιολόγος ΕΚΠΑ και μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, «το εμβόλιο είναι βασικά το ίδιο με αυτό που έκαναν και οι υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες, με τη διαφορά ότι στα παιδιά 5-11 ετών η ποσότητα του αντιγόνου που δίνουμε είναι μικρότερη, δηλαδή το 1/3 της δόσης των ενηλίκων. Όμως και τα παιδιά χρειάζονται δύο δόσεις προκειμένου να ολοκληρώσουν τον εμβολιασμό τους».
Ρωτήσαμε την καθηγήτρια να μας παραθέσει δεδομένα τόσο για την αποτελεσματικότητα όσο και για την ασφάλεια του εμβολίου στα μικρά παιδιά.
«Τόσο η αποτελεσματικότητα όσο και η ασφάλεια είναι εξαιρετικές, όπως φάνηκε από την κλινική μελέτη. Επιπλέον, έχουμε πλέον και την εμπειρία από άλλες χώρες, όπως το Ισραήλ, ο Καναδάς και οι ΗΠΑ. Μόνο στις ΗΠΑ έχουν ήδη χορηγηθεί 5 εκατομμύρια δόσεις, από τις οποίες το ένα εκατομμύριο είναι δεύτερες δόσεις και δεν έχει προκύψει καμία ανησυχία ως προς την ασφάλεια!», μας λέει καθησυχαστικά.
«Παρενέργειες ωστόσο υπάρχουν;», ρωτήσαμε.
«Οι πιο συχνές παρενέργειες είναι οι συνηθισμένες που βλέπουμε στους εφήβους και στους ενήλικες. Τοπικές κυρίως, στο σημείο του εμβολιασμού ή λίγο πονοκέφαλος ή και χαμηλός πυρετός».
Ομοίως καλό είναι το προφίλ του εμβολίου και σε ό,τι αφορά τις αντενδείξεις. Όπως μας λέει η έμπειρη παιδίατρος, «μόνο η αλλεργία στα συστατικά του εμβολίου είναι αντένδειξη η οποία ωστόσο στα παιδιά αυτής της ηλικίας αναμένεται να είναι ακόμα πιο σπάνια σε σύγκριση με τους ενήλικες, που φτάνει τις 2,5 με 5 περιπτώσεις στο 1 εκατομμύριο. «Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε ανεπιθύμητη παρενέργεια που να διαφέρει από όσες περιγράφηκαν στις κλινικές μελέτες αλλά και από τα εκατομμύρια δόσεων που έχουν ήδη γίνει στις τρεις χώρες που προανέφερα», καταλήγει η κ. Παυλοπούλου.
Το iEidiseis την ρωτά στη συνέχεια γιατί δεν ξεκινάμε με τα παιδιά που έχουν υποκείμενα νοσήματα, όπως κάναμε με τους ενήλικους.
«Θα ξεκινήσουν όλα τα παιδιά μαζί διότι εδώ που βρισκόμαστε, μετά τη μεταδοτικότατη Δέλτα και με την Όμικρον προ των πυλών, πρέπει να εμβολιαστούμε όλοι αλλιώς θα βρίσκει κενά ο κορονοϊός -δηλαδή τους ανεμβολίαστους- και θα μεταδίδεται στους ευάλωτους αλλά και θα βρίσκει ευκαιρία να μεταλλάσσεται ευκολότερα. Και είδατε ότι τα παιδιά αποτελούν πια το 1/3 των κρουσμάτων και παρότι στην πλειοψηφία τους νοσούν ήπια ή είναι ασυμπτωματικά, ένα μικρό ποσοστό μπορεί να κάνει άμεσες επιπλοκές και να χρειαστεί νοσηλεία ή να παρουσιάσει αργότερα το πολύ σοβαρό πολυσυστηματικό φλεγμονώδες σύνδρομο, αλλά και το παρατεταμένο σύνδρομο COVID. Εξάλλου με τον εμβολιασμό των παιδιών θα διασφαλίσουμε τη φοίτηση τους στο σχολείο και τη μείωση της μετάδοσης στην κοινότητα», αναφέρει.
Επιπροσθέτως, στο ερώτημα ποιος είναι ο πιο συχνός φόβος για τον οποίο της θέτουν ερωτήματα γονείς μικρών παιδιών, απαντά ότι «οι γονείς ανησυχούν αν είμαστε σίγουροι σχετικά με τις μακροχρόνιες παρενέργειες του εμβολίου. Αλλά όπως γνωρίζουμε και για τα άλλα εμβόλια, όποια ανεπιθύμητη ενέργεια παρουσιάζεται, την βλέπουμε συνήθως σύντομα και πάντως όχι μετά από 6 με 8 εβδομάδες. Δεν μπορεί να ”ξυπνήσει” ξαφνικά μετά από 2 χρόνια το ανοσοποιητικό και να δώσει άλλες παρενέργειες. Οπότε δεν υπάρχει λόγος να φοβούνται μελλοντικά προβλήματα», καταλήγει η καθηγήτρια.