Υγεία

Θεραπευτικές προσεγγίσεις στον καρκίνο του μαστού

Αμάντα Ψυρρή, καθηγήτρια Παθολογίας- Ογκολογίας ΕΚΠΑ – Παναγιώτα Οικονομοπούλου, Ογκολογικό Τμήμα, Β Παθολογική Προπαιδευτική Κλινική, ΠΓΝ Αττικόν

Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί τον πιο συχνό καρκίνο στις γυναίκες παγκοσμίως καθώς και την πρώτη αιτία θανάτου από καρκίνο στις γυναίκες. Στις Η.Π.Α διαγνώσθηκαν περίπου 300.600 περιπτώσεις το 2023, ενώ στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι διαγιγνώσκονται περίπου 7-7500 περιπτώσεις/έτος. Υπολογίζεται ότι μία στις 8 γυναίκες θα παρουσιάσει καρκίνο του μαστού κατά τη διάρκεια της ζωής της.

Αιτιοπαθογενετικά ο καρκίνος του μαστού συνδέεται με ορμονικούς και γενετικούς παράγοντες. Περίπου 5-10% των καρκίνων του μαστού σχετίζονται με κληρονομούμενα γονίδια, όπως τα BRCA1, BRCA2, PALB2 και το TP53. Επιπλέον, η πρώιμη εμμηναρχή και η όψιμη εμμηνόπαυση που σχετίζεται με παρατεταμένη έκθεση σε οιστρογόνα σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης. Έτεροι παράγοντες αποτελούν η παχυσαρκία και η κατανάλωση αλκοόλ. Κάθε γυναίκα πρέπει να υποβάλλεται σε προληπτική μαστογραφία ανά έτος από την ηλικία των 40 ετών, καθώς μετα-αναλύσεις τυχαιοποιημένων μελετών που έγιναν από το 1965  μέχρι το 1990 ανέδειξαν μείωση της θνητότητας από καρκίνο του μαστού. Τα προγράμματα προληπτικού ελέγχου υιοθετήθηκαν στην Ευρώπη από το 1986 μέχρι το 2008.

Η διάγνωση του καρκίνου μαστού γίνεται με διαγνωστική μαστογραφία, υπερηχογράφημα μαστών και μαγνητική μαστών (όταν πληρούνται συγκεκριμένες ενδείξεις). Πρέπει απαραιτήτως να γίνεται ιστική βιοψία πριν τη λήψη θεραπευτικής απόφασης, καθώς ο καρκίνος του μαστού παρουσιάζει εξαιρετική ετερογένεια ως προς την πρόγνωση, τα βιολογικά χαρακτηριστικά και τη θεραπεία. Ο πιο συχνός παθολογοανατομικός υπότυπος είναι το πορογενές καρκίνωμα (που προέρχεται από τους γαλακτοφόρους πόρους) ακολουθούμενο από το λοβιακό (που προέρχεται από τα λόβια). Ανάλογα με την έκφραση υποδοχέων στα καρκινικά κύτταρα, οι καρκίνοι του μαστού χωρίζονται σε αυτούς που εκφράζουν ορμονικούς υποδοχείς (ER+), σε αυτούς που εκφράζουν την πρωτεΐνη HER2 (HER2+), οι οποίοι πολλές φορές συνεκφράζουν και ορμονικούς υποδοχείς και σε αυτούς που έχουν αρνητική έκφραση των υποδοχέων και λέγονται τριπλά αρνητικοί. Οι τριπλά αρνητικοί όγκοι είναι πιο επιθετικοί και συχνά εμφανίζονται σε νέες γυναίκες.

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων ο καρκίνος του μαστού διαγιγνώσκεται σε πρώιμα στάδια. Στα στάδια αυτά βάση της θεραπείας είναι η χειρουργική θεραπεία. Οι ασθενείς πρέπει να χειρουργούνται από εκπαιδευμένους χειρουργούς σε εξειδικευμένα κέντρα. Η ογκεκτομή (τοπική εκτομή του όγκου) και η μαστεκτομή  (αφαίρεση ολόκληρου του μαστού) θεωρούνται ισοδύναμες ως προς την επιβίωση. Κατά τη χειρουργική επέμβαση λαμβάνεται πάντα δείγμα λεμφαδένα (λεμφαδένας φρουρός) και γίνεται επιλεκτικά λεμφαδενικός καθαρισμός βάσει συγκεκριμένων ενδείξεων. Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε ογκεκτομή πρέπει ακολούθως να λαμβάνουν επικουρική ακτινοθεραπεία για τη μείωση της τοπικής υποτροπής. Επιπλέον, επικουρική ακτινοθεραπεία χορηγείται σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μαστεκτομή και έχουν μεγάλους όγκους ή θετικούς λεμφαδένες. Τα τελευταία χρόνια, ασθενείς με HER2 θετικούς ή τριπλά αρνητικούς όγκους υποβάλλονται σε προεχγειρητική χημειοθεραπεία +/- στοχεύουσα θεραπεία έναντι του HER2 (για τους HER2+ όγκους) ή ανοσοθεραπεία (για τους τριπλά αρνητικούς όγκους) αν είναι > 2 εκατοστά ή έχουν διογκωμένους λεμφαδένες. Ακολούθως, ανάλογα με το αν έχει επιτευχθεί πλήρης ύφεση της νόσου ή όχι στο χειρουργικό παρασκεύασμα η θεραπεία διαφοροποιείται. Οι ασθενείς που φέρουν μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1/2 και στις οποίες δεν έχει επιτευχθεί πλήρης ύφεση λαμβάνουν στοχεύουσα θεραπεία με olaparib που αποτελεί αναστολέας PARP. Για τις ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε χειρουργείο χωρίς προεγχειρητική θεραπεία, αυτές που έχουν ER+ όγκους λαμβάνουν επικουρική ορμονοθεραπεία και χημειοθεραπεία μόνο βάσει συγκεκριμένων ενδείξεων (όγκοι υψηλού κινδύνου που καθορίζεται με μοριακά τεστ ή με > 4 λεμφαδένες θετικούς). Οι προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες επωφελούνται περισσότερο από την επικουρική χημειοθεραπεία (λόγω καταστολής των ωοθηκών), καθώς και από τη χορήγηση φαρμακευτικής αναστολής της εμμήνου ρύσης.

Περίπου 6%-10% των γυναικών διαγιγνώσκονται με μεταστατική νόσο εξαρχής (de novo μεταστατική) και από αυτές που διαγιγνώσκονται με πρώιμη νόσο, 1 στις 3 υποτροπιάζουν με απομακρυσμένες μεταστάσεις. Η θεραπεία για τους μεταστατικούς ER+ όγκους βασίζεται αρχικά στην ορμονοθεραπεία σε συνδυασμό με νεότερα φάρμακα που αναστέλλουν τον κυτταρικό κύκλο (αναστολείς CDK4/6). Όταν αναπτύσσεται αντίσταση στα φάρμακα αυτά χορηγούνται άλλες ορμονοθεραπείες ή στοχεύουσες θεραπείες (ανάλογα με το μοριακό προφίλ του όγκου) ή χημειοθεραπεία. Οι HER2+ όγκοι αντιμετωπίζονται  με χημειοθεραπεία και στοχεύουσες θεραπείες έναντι του HER2. Ένα πολύ υποσχόμενο φάρμακο το οποίο χορηγείται ευρέως και στην Ελλάδα είναι το Trastuzumab Deruxtecan, ένα HER2-στοχευμένο συζευγμένο αντίσωμα-φάρμακο, το οποίο δρα και στις γυναίκες με χαμηλή έκφραση HER2. Σε ασθενείς με τριπλά αρνητικούς όγκους χορηγείται χημειοθεραπεία με ή χωρίς ανοσοθεραπεία και έτερα συζευγμένα αντισώματα-φάρμακα, όπως το Sazituzumab Govitecan.

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Μητσοτάκης: Πολλές οι παθογένειες στην κυβέρνηση, λίγες οι λύσεις
Ρομποτική χειρουργική ογκολογία: Το μέλλον είναι εδώ
Chevron Right