Υγεία

Οστεοπόρωση: Όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε

Δρ Εύα Κασσή, ενδοκρινολόγος, καθηγήτρια Βιοχημείας – Ενδοκρινολογίας ΕΚΠΑ.

Η οστεοπόρωση είναι μια νόσος που οδηγεί σε λέπτυνση και μειωμένη αντοχή των οστών. Θεωρείται «σιωπηλή νόσος», εφόσον εξελίσσεται προοδευτικά χωρίς συμπτώματα, μέχρι να προκληθεί ένα κάταγμα. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Οστεοπόρωσης (IOF), ακόμη και μετά από ένα οστεοπορωτικό κάταγμα, περίπου το 80% των ασθενών δεν διερευνώνται για το αίτιο της οστεοπόρωσης, ούτε θεραπεύονται για αυτή.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα οστεοπορωτικό κάταγμα συμβαίνει παγκοσμίως κάθε 3 δευτερόλεπτα, ενώ κάθε οστεοπορωτικό κάταγμα αυξάνει την πιθανότητα για νέο κάταγμα κατά 86%, ιδιαίτερα τα δύο πρώτα χρόνια. Σύμφωνα με τα ελληνικά επιδημιολογικά στοιχεία, στη χώρα μας, το 2010, συνέβησαν περίπου 86.000 οστεοπορωτικά κατάγματα (εκ των οποίων τα 15.000 αφορούσαν το ισχίο) και το 2025 αναμένονται 107.000 οστεοπορωτικά κατάγματα.

Γιατί συμβαίνει η οστεοπόρωση;

Είναι γνωστό ότι, κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής, τα οστά μας ανανεώνονται. Μάλιστα, κάθε περίπου 10 χρόνια έχουμε έναν πλήρως καινούργιο σκελετό, εφόσον το παλιό οστό απομακρύνεται και αντικαθίσταται πλήρως από καινούργιο. Ωστόσο, όσο μεγαλώνουμε, φτιάχνεται όλο και λιγότερο καινούργιο οστό, σε σχέση με αυτό που απομακρύνεται, οδηγώντας έτσι σε πιο λεπτά και εύθραυστα οστά που μπορεί να υποστούν κάταγμα.

Ποιοι θα πάθουν οστεοπόρωση;

Η οστεοπόρωση, αν και είναι πιο συχνή στις γυναίκες, εμφανίζεται και στους άνδρες. Πράγματι, το 1/3 των καταγμάτων ισχίου συμβαίνουν σε άνδρες. Η διαφορά με τις γυναίκες είναι ότι στους άνδρες η διαδικασία οστικής απώλειας εξελίσσεται πιο αργά και λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι άνδρες ξεκινούν από μεγαλύτερη οστική μάζα, εμφανίζουν τον ίδιο κίνδυνο κατάγματος με τις γυναίκες 10 χρόνια αργότερα. 

Εκτός από την ηλικία που γνωρίζουμε ότι αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα κινδύνου στα δύο φύλα, η εμμηνόπαυση στις γυναίκες αυξάνει επιπλέον τον κίνδυνο οστεοπόρωσης. Γνωρίζουμε ότι η απώλεια των οιστρογόνων, μετά την εμμηνόπαυση, οδηγεί σε ταχύτερη απώλεια οστού, ειδικά τα πρώτα δύο-τρία χρόνια μετά την εμμηνόπαυση.

Γενετικοί παράγοντες (κληρονομικότητα) είναι σημαντικοί για την εμφάνιση της οστεοπόρωσης, επιδρώντας κυρίως στην απόκτηση της κορυφαίας οστικής πυκνότητας δηλαδή της μεγαλύτερης οστικής μάζας που αποκτούμε κατά τη νεαρή ενήλικη ζωή μας (18-28 έτη). H έλλειψη σωματικής άσκησης, το κάπνισμα, η υπερκατανάλωση αλκοόλ και καφέ, η διατροφή πτωχή σε ασβέστιο και η έλλειψη βιταμίνης D. η οποία εξασφαλίζει την απορρόφηση του ασβεστίου της τροφής μας, αποτελούν παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση.

Άλλα νοσήματα όπως ο σακχαρώδης διαβήτης κυρίως τύπου 1 (ινσουλινοεξαρτώμενος) αλλά και τύπου 2, ο υπερπαραθυρεοειδισμός, ο υπερθυρεοειδισμός, η έλλειψη των ορμονών του φύλου, αυτοάνοσα φλεγμονώδη νοσήματα όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, νοσήματα του γαστρεντερικού συστήματος όπως σύνδρομα δυσαπορρόφησης ή φλεγμονώδη νοσήματα (νόσος Crohn, ελκώδης κολίτιδα), αιματολογικά νοσήματα όπως η μεσογειακή αναιμία, η δρεπανοκυτταρική αναιμία, το πολλαπλούν μυέλωμα, νοσήματα του νευρικού συστήματος μπορεί να προκαλέσουν οστεοπόρωση.

Τέλος, η χρήση διαφόρων φαρμάκων με πιο συχνά τα κορτικοστεροειδή (κορτιζόνη), αλλά και κάποιες κατηγορίες αντικαταθλιπτικών φαρμάκων μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο οστεοπόρωσης και κατάγματος. Επιπλέον, φάρμακα που σταματούν τη σύνθεση ορμονών και που χορηγούνται για την αντιμετώπιση ορμονοεξαρτώμενων καρκίνων όπως μαστού και προστάτη, μπορεί να προκαλέσουν οστεοπόρωση.

Οι θέσεις του σκελετού που συνήθως συμβαίνουν τα οστεοπορωτικά κατάγματα είναι οι σπόνδυλοι, το ισχίο και ο καρπός, χωρίς να αποκλείονται και άλλες θέσεις του σκελετού, όπως βραχιόνιο, οι πλευρές, το μηριαίο.

Πώς γίνεται η διάγνωση της οστεοπόρωσης;

Όπως αναφέρθηκε είναι σιωπηλή νόσος και η διάγνωσή της στην πλειονότητα των περιπτώσεων γίνεται όταν συμβεί κάταγμα. Ωστόσο, η μέτρηση οστικής πυκνότητας, που είναι μια απλή εξέταση, μπορεί να διαγνώσει την οστεοπόρωση εγκαίρως, πριν από την εκδήλωση κατάγματος. Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας καλό είναι να γίνεται τόσο στην οσφυική μοίρα της σπονδυλικής στήλης όσο και στο ισχίο.  Όλοι οι άνθρωποι ηλικίας 65 ετών και άνω συνιστάται να υποβάλλονται σε μέτρηση οστικής πυκνότητας.

Σε κάποιες περιπτώσεις και νεότερα άτομα, με νοσήματα που προκαλούν οστεοπόρωση όπως αυτά που προαναφέρθηκαν ή που έχουν παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση, όπως κάταγμα ισχίου γονέα, χαμηλό σωματικό βάρος (BMI κάτω από 20 kg/m2) ή  απώλεια σωματικού βάρους πάνω από 10% από το βάρος που είχαν στην ηλικία των 25 ετών, καταναλώνουν αρκετό αλκοόλ (πάνω από 25 γρ. αιθυλικής αλκοόλης ημερησίως), πρέπει να υποβάλλονται σε μέτρηση οστικής πυκνότητας.

Όσοι διαγνωστούν με οστεοπόρωση θα πρέπει να θεραπεύονται εγκαίρως. Το ίδιο πρέπει να γίνεται και στις περιπτώσεις που το άτομο έχει μεν οστεοπενία (μια ηπιότερη κατάσταση από την οστεοπόρωση) μεν, αλλά με υψηλό κίνδυνο κατάγματος (τον οποίο μπορούμε και υπολογίζουμε). Τα τελευταία χρόνια, τα μηχανήματα του μετρούν την οστική πυκνότητα, έχουν τη δυνατότητα να μας δίνουν και πληροφορίες για την ποιότητα του οστού που είναι εξίσου σημαντικός παράγοντας για τον κίνδυνο κατάγματος.

Οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις της οστεοπόρωσης είναι τεράστιες, όπως και η επιβάρυνση στο σύστημα υγείας και στην οικογένεια. Σύμφωνα με πρόσφατα επιδημιολογικά στοιχεία, μία στις τρεις γυναίκες και ένας στους πέντε άντρες ηλικίας μεγαλύτερης των 50 ετών θα υποστεί οστεοπορωτικό κάταγμα. Περίπου ένας στους τέσσερις που θα υποστεί κάταγμα ισχίου, θα πεθάνει μέσα στον πρώτο χρόνο, ενώ ένας στους τρεις θα είναι πλήρως εξαρτώμενος από φροντίδα κατά τον πρώτο χρόνο μετά το κάταγμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι όσον αφορά γυναίκες ηλικίας μεγαλύτερης των 45 ετών, τα οστεοπορωτικά κατάγματα ευθύνονται για περισσότερες ημέρες νοσηλείας σε νοσοκομείο από ό,τι άλλα νοσήματα όπως διαβήτης, έμφραγμα μυοκαρδίου και καρκίνος μαστού. Επιπλέον, υπάρχει και σημαντική ψυχική επιβάρυνση, εφόσον η απομόνωση και η έλλειψη κοινωνικής αλληλεπίδρασης λόγω αδυναμίας εκτέλεσης σωματικών δραστηριοτήτων οδηγεί σε κατάθλιψη και κακή ποιότητα ζωής.

Πώς αντιμετωπίζουμε την οστεοπόρωση;

Θα πρέπει να τονιστεί ότι πολύ σημαντική είναι η πρόληψη της οστεοπόρωσης που ξενικά ήδη από την παιδική/εφηβική ηλικία κατά την οποία ακόμη «κτίζουμε» οστά. Η επαρκής πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D με τη διατροφή (είτε με τη λήψη συμπληρωμάτων) και  η σωματική άσκηση είναι σημαντικά σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας.  Επιπλέον, θα πρέπει να αποφεύγεται το κάπνισμα, η υπερκατανάλωση αλκοόλ και καφέ, και στις μεγαλύτερες ηλικίας να διορθώνονται παράγοντες που προκαλούν αυξημένο κίνδυνο πτώσεων.

Σε περίπτωση που διαγνωστεί οστεοπόρωση, θα πρέπει να αναζητούνται με τον κατάλληλο εργαστηριακό έλεγχο, και να διορθώνονται πιθανά αίτια που την προκαλούν. Επιπλέον, υπάρχουν σήμερα διαθέσιμες ασφαλείς και αποτελεσματικές αντι-οστεοπορωτικές θεραπείες με φάρμακα που είτε ανακόπτουν το ρυθμό απώλειας οστού (αντικαταβολικά) είτε διεγείρουν την παραγωγή καινούργιου οστού (οστεοαναβολικά) ή και συνδυάζουν και τις δύο δράσεις (αντικαταβολική και οστεοαναβολική). Η επιλογή του κάθε φαρμάκου γίνεται εξατομικευμένα. Μεταξύ των ατόμων άνω των 50 ετών, υπολογίζεται ότι περίπου το 22%-25% πρέπει να λαμβάνει αντιοστεοπορωτική αγωγή ως υψηλού κινδύνου για κάταγμα. Η διάρκεια χορήγησης της αγωγής εξαρτάται από τη βελτίωση της οστικής πυκνότητας.

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Εμβολιασμοί κατά της COVID-19 σε ΗΠΑ, Ευρώπη και τη χώρα μας
Μύθοι και αλήθειες για τον σακχαρώδη διαβήτη
Chevron Right