Ο Γιώργος Μαργαρίτης έκανε ένα οδοιπορικό στη νύχτα και όσα άφησαν το στίγμα τους στην ζωή και την πορεία του στις πίστες.
Ξεκινώντας σπό την πλατεία Καραϊσκάκη, το 1960 στα 15 του χρόνια, έφτασε στην Αθήνα από τα Τρίκαλα για να μπορέσει να κυνηγήσει την τύχη του. Από τότε τραγουδά τον καημό, όπως είπε κι αυτός ο καημός μεγαλώνει κι άλλο όσο περνά ο καιρός.
Στη διαδρομή προς το κέντρο της Αθήνας, είπε πως ήταν η νύχτα την εποχή της χούντας: «Πέρασα και με τη χούντα πολλά εγώ. Ένα περιστατικό που θυμάμαι, μπήκαν σε ένα μαγαζί οι φαντάροι , εσατζήδες και τα έκαναν όλα λαμπόγυαλο, έζησα και τέτοια κατάσταση». «Το πρώτο μου γιλέκο και παντελόνι, το ξεχρέωσα μετά από 5 χρόνια», είπε για το πρώτο μαγαζί που τραγούδησε. Η μεγαλύτερη επιτυχία ήρθε όταν μπήκε στη δισκογραφία. Από τότε νιώθει ακόμη εργάτης την ώρα που τραγουδά στην πίστα, κοιτάζει μακριά στην πίστα αυτούς που είναι στον εξώστη, εξηγεί χαρακτηριστικά.
Για τη συνάντησή του με τον Βασίλη Τσιτσάνη, ο Γιώργος Μαργαρίτης είπε ότι: «Καιγόταν η Ελλάδα από άκρη σε άκρη τότε. Τον Τσιτσάνη δεν τον έλεγαν τότε φίρμα. Αυτός ήταν ξακουστός. Βγάζουν πόνο τα τραγούδια του, ξέρεις πόσο μου ταιριάζουν αυτά τα τραγούδια; Αυτά τα τραγούδια του ανοίγουν τον δρόμο», είπε για τα χρόνια που πέρασε δίπλα στον Βασίλη Τσιτσάνη και όπως παραδέχεται «τότε εγώ μόνο τον άκουγα».
Δείτε το απόσπασμα:
Ο Γιώργος Μαργαρίτης αναφέρθηκε στον θάνατο του πατέρα του και τον πόνο που έμεινε εκεί για χρόνια: «Θα σας πω κάτι. Η μεγαλύτερη απώλεια για μένα ήταν ο πατέρας μου, όχι αμέσως όμως ο πόνος. Μετά από δέκα χρόνια ήταν δυνατός ο πόνος μου. Γιατί; Επειδή ο πατέρας μου δεν γνώρισε πατέρα, τον άφησε στην κοιλιά ο πατέρας του, ούτε και γω γνώρισα τον παππού μου, θυμήθηκα πως έλεγε συνέχεια «τι ανάγκη έχετε εσείς, έχετε τον πατέρα σας.
Αυτή η κουβέντα, την οποία όταν ήμουν πολύ μικρός δεν την έπαιρνα στα σοβαρά. Όσο μεγάλωνα όμως έλεγα πόσα παιδάκια είναι αυτά, πόσος κόσμος είναι αυτός που δεν γνώρισε έναν από τους γονείς του για να καταλάβουμε εμείς οι υπόλοιποι τον πόνο που έχουν.
Δεν είναι εύκολο να το καταλάβουμε αφού το φαγητό αυτό εμείς δεν το φάγαμε. Βέβαια δεν είναι ότι καλύτερο για έναν άνθρωπο αλλά να που συμβαίνει. Δεν γινόταν να μείνω άλλο στο χωριό γιατί δεν μπορούσε ο πατέρας μου να τα βγάλει άλλο πέρα με πέντε παιδιά, που μείναμε εν ζωή γιατί είχαμε χάσει και έναν πιτσιρίκο όταν ήταν 5-6 χρονών», είπε στη Δώρα Αναγνωστοπούλου.