Σκληρός νόμος, αλλά νόμος, λέει το λατινικό ρητό, με την έννοια ότι η πραγματικότητα τον δικαιολογεί. Το ίδιο συμβαίνει διαχρονικά και με τους άγραφους νόμους της ζωής που θεσπίζονται από τη σκληρή πραγματικότητα των παντός είδους αποκλεισμένων. Ο λόγος για την έκπληξη που πλημμύρισε την ελληνική κοινωνία και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μετά την πρωτοφανή παρουσία 20.000 ανθρώπων, κυρίως νεολαίων, στη συναυλία του Θεσσαλονικιού ράπερ ΛΕΞ (κατά κόσμο Αλέξη Λαναρά), στο γήπεδο του Πανιωνίου στη Νέα Σμύρνη. Μια συμμετοχή, που στις μέρες μας δεν μπορούν να τη φανταστούν, ούτε οι πιο προβεβλημένοι καλλιτέχνες αν επιχειρήσουν να οργανώσουν μια συναυλία μόνοι τους.
Γιατί όμως έκανε εντύπωση και σχολιάστηκε εκτενώς και ποικιλοτρόπως αυτό το γεγονός;
Η απάντηση είναι γιατί ταρακούνησε τα ήρεμα και ελεγχόμενα στον ρου νερά της καθ’ ημάς λιμνούπολης. Ο παλμός και η ζωντάνια με την οποία τραγουδούσαν οι νέοι άνθρωποι που βρέθηκαν εκεί, τους στίχους των τραγουδιών της χιπ χοπ μουσικής του ΛΕΞ, μάς ξύπνησε από τον ήσυχο ύπνο του δικαίου. Λόγια που αφορούν στην οικονομική κρίση και στα αδιέξοδα της πιο δυναμικής ηλικιακά γενιάς, που οδηγείται στη φυγή στο εξωτερικό, στην ιδιώτευση και την αδιαφορία. Λόγια που κλείνουμε τα αυτιά μας για να μην τα ακούσουμε γιατί μας υπενθυμίζουν τις επιλογές μας και την κοινωνική και ιδεολογική νιρβάνα στην οποία έχουμε προ πολλού περιπέσει. Λόγια που ενσωματώνουν τα αδιέξοδα και τις ανησυχίες αυτών που σε λίγο θα πρέπει να πάρουν τις τύχες της χώρας στα χέρια τους.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι όλα τα mainstream και φιλοκυβερνητικά μέσα -μέχρι και η συντηρητική εφημερίδα ΕΣΤΙΑ που γράφεται στην καθαρεύουσα ασχολήθηκε με το γεγονός-ξεπερνώντας το αρχικό σοκ και την αμηχανία, προσπάθησαν, είτε με ελαφρές κοινωνιολογικές αναλύσεις είτε με ρεπορτάζ lifestyle χαρακτήρα, να ενσωματώσουν με συστημικό τρόπο το φαινόμενο. Σε αυτές τις αναλύσεις και τα ρεπορτάζ επαναλαμβανόταν με ένα λανθάνον υποκριτικό ύφος ότι πρέπει να ακούσουμε τι θέλουν να μας πουν ο ΛΕΞ και οι φαν του, που κατάφεραν να γεμίσουν ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο. Κι όλα αυτά όταν για χρόνια τώρα η μουσική του ΛΕΞ δεν ακούγεται πουθενά και η γενιά που τον ακούει είναι παραγκωνισμένη και παρατημένη στα καινά της δαιμόνια.
Η οικονομική κρίση και η πανδημία αντί, λοιπόν, να μας κάνουν πιο σοφούς και να αφουγκραστούμε τις φωνές από το μέλλον, μας έκαναν πιο συντηρητικούς και πιο ατομικιστές. Αν φοβηθήκαμε μια φορά ως κοινωνία τη νεολαιίστικη εξέγερση του 2008, με αφορμή τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου -παρεμπιπτόντως αποτελεί σκοτεινή στιγμή για τη δικαιοσύνη η αποφυλάκιση Κορκονέα-, τώρα φοβόμαστε περισσότερο μην χάσουμε τα τελευταία μας προνόμια, για όποιον βέβαια τα έχει ακόμη. Αντί μαζί με τους νέους με ειρηνικό και διεκδικητικό τρόπο να αντισταθούμε στη διεύρυνση των ανισοτήτων, έχουμε επιλέξει μοιρολατρικά την τακτική «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» λησμονώντας την μεταφορική διαχρονικότητα του διάσημου τελευταίου στίχου «όταν ήρθαν να συλλάβουν εμένα, δεν υπήρχε πια κανείς για να διαμαρτυρηθεί» του «μπρεχτικού» ποιήματος του Martin Niemöller.
Το κρίσιμο ζήτημα, λοιπόν, αφορά στο δικό μας έλλειμμα κατανόησης της πραγματικότητας, που ο ΛΕΞ και η νέα γενιά μπορούν να τη χωρέσουν μέσα σε πέντε λεπτά μαχητικής μουσικής αφήγησης. Και όσο δεν το αντιλαμβανόμαστε, νομοτελειακά θα συνεχίσουμε να αποτυγχάνουμε…
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος και ιστορικός)