Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης εμφανίστηκε στη Βουλή ως αναμορφωτής των θεμελίων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Καθώς δεν είναι ο υπουργός Παιδείας, ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι μιλούσε στο ανώτατο σώμα της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας!
Στην Ελλάδα η ανάθεση «αναμορφωτικών» καθηκόντων στην αστυνομία προκαλεί συνειρμούς. Σε κάθε περίπτωση «δεν είναι καλή ιδέα», τον προειδοποίησε ο πολύπειρος Γιώργος Σουφλιάς- που κάτι περισσότερο ξέρει για τα ελληνικά ΑΕΙ από τον Χρυσοχοΐδη.
Αλλά ο, εξωκοινοβουλευτικός, υπουργός του Μητσοτάκη δεν κρατιέται. Πήγε στη Βουλή ως επόπτης της ακαδημαϊκής κοινότητας- υποβάλλοντας την ιδέα ότι είναι ύποπτη υπόθαλψης ταραχοποιών στοιχείων. Άγνωστο με ποια νομιμοποίηση, τα έβαλε με θεσμούς και πρόσωπα: με το αυτοδιοίκητο και τις πυρηνικές αρχές.
Το πρώτο προστατεύεται από το Σύνταγμα και το διεμήνυσε – στον Πρωθυπουργό βεβαίως- ο Σουφλιάς, που ήταν ΝΔ πριν τον Μητσοτάκη και πριν τον Χρυσοχοΐδη: «Τα προβλήματα στο πανεπιστήμιο επιλύονται από τα αρμόδια όργανα του, χωρίς τη συμμετοχή κανενός άλλου».
Οι πρυτάνεις νομιμοποιούνται από τα σώματα που τους εξέλεξαν, το επιστημονικό βιογραφικό και την ακαδημαϊκή τους ιδιότητα και τη γνώση του Πανεπιστημίου καλύτερα από τον Μητσοτάκη και τον Χρυσοχοΐδη. Καταλαβαίνουν ότι στα ιδρύματά τους προέχει η αναβάθμιση της γνώσης, της διδασκαλίας και της έρευνας και όχι η αναβάθμιση της αστυνόμευσης.
Τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν είναι μικρογραφίες Καμπούλ, όπως πλασάρουν στην κοινή γνώμη όσοι θέλουν να τα κάνουν εκκλησίασμα- για τους δικούς τους λόγους. Ο Σεραφείμ Κοτρώτσος ανέφερε μια έγκυρη διεθνή αξιολόγηση: «Ανάμεσα σε 4.320 πανεπιστήμια, περιλαμβάνονται και 28 ελληνικά».
Οι διοικήσεις τους δεν προσυπογράφουν την αστυνομικής εισβολή στο συνταγματικά προστατευόμενο χώρο τους και απορρίπτουν τις ανατριχιαστικές ρυθμίσεις Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη, όπως θα απέρριπτε μια οικογένεια την εισβολή ενός γείτονα με το μαστίγιο, για να συνετίσει ένα δήθεν «άτακτο» παιδί της.
Αλλά ο υπουργός Δημόσιας τάξης αποφαίνεται -αναιδώς, προσβλητικά και με παλαιά κοπής ρητορεία -ότι οι πρυτάνεις τους είναι «εθισμένοι στην απειλή κακοποίησης από βίαιες μειοψηφίες».
Με κολοκυθοκορφάδες του τύπου «η Παιδεία είναι ο ιστορικά σταθερός και πετυχημένος κοινωνικός ανελκυστήρας, ο τρόπος να γλιτώσει ο φτωχός από τη μοίρα του», γνωμάτευσε ότι σε – όλα – τα πανεπιστήμια υπάρχει «υπέρμετρη βία κατά καθηγητών, αλλά και φοιτητών, από ακραία στοιχεία, που συμπεριλαμβάνουν και φοιτητές των σχολών».
Διαπιστώνει «κόκκινες γραμμές σκέψης». Οι πρυτάνεις «δεν μπορούν από μόνοι τους να εφαρμόσουν ένα σχέδιο προστασίας και ασφάλειας με διάρκεια. Ο πρότερος βίος δεν είναι υπέρ τους…είναι «μέρος του προβλήματος»… έχουν τη συνήθεια να διευθύνουν τα Ιδρύματα ανεχόμενοι και συνυπάρχοντας με τις ακραίες βίαιες μειοψηφίες».
Σε απλή μετάφραση. Διευθύνουν τα ιδρύματά τους με ακαδημαϊκά και όχι με αστυνομικά κριτήρια. Ήτοι, το πρόβλημα δεν είναι η αντιμετώπιση σε περίπτωση παραβίασης του νόμου, αλλά η ύπαρξη «μειοψηφιών».
Κομμένες αυτές οι «συνήθειες». Παίρνει την κατάσταση στα χέρια της η αστυνομία. Ο υπουργός ξέρει ότι «δεν είναι δουλειά της ΕΛΑΣ τα Πανεπιστήμια». Αλλά την υποχρεώνει να γίνει, επειδή τα Πανεπιστήμια «δυστυχώς έχουν αποτύχει στην αντιμετώπιση της βίας με πρώτα θύματα τους ίδιους τους καθηγητές και του φοιτητές». Γι αυτό «αναλαμβάνει η Πολιτεία».
Στην ακραία ερμηνεία του μπορεί να γίνει φρικτό: οι πρυτάνεις να αντικατασταθούν από αστυνόμους Β των πλησιέστερων αστυνομικών Τμημάτων.
Σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν θα έμενε λεπτό στην κυβέρνηση υπουργός με τέτοιες , μετεμφυλιακής απόχρωσης, διατυπώσεις για τα ΑΕΙ της. Στην Ελλάδα το «αναμορφωτικό» μήνυμα του Χρυσοχοΐδη απευθύνεται σε ολόκληρη την κοινωνία: όπου δεν πίπτει λόγος θα πίπτει ράβδος.