Ένα πραγματικό κομψοτέχνημα της μπαρόκ μουσικής, το ορατόριο «Η κιβωτός του Νώε» του Μικελάντζελο Φαλβέττι, γραμμένο το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Ο Νίκος Σπανάτης, ο Έλληνας κόντρα τενόρος που οι εμφανίσεις του με αξιόλογα μουσικά σχήματα στην Ευρώπη και το εξωτερικό προκαλούν αίσθηση, κρατάει τον ρόλο της Θείας Δίκης σε αυτό το ιδιαίτερο έργο που προκάλεσε σάλο στην εποχή του καθώς, αντί βιβλικών προσώπων, πρωταγωνιστούν τα στοιχεία της φύσης.
Λίγο πριν αναχωρήσει για το αργολικό θέατρο, ο διάσημος καλλιτέχνης απαντάει στις απορίες μας για το τι είναι ο κόντρα τενόρος, την απήχηση της όπερας και του μπαρόκ ρεπερτορίου στη χώρα μας, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας λυρικός καλλιτέχνης σήμερα και, φυσικά, την πολυαναμενόμενη «Κιβωτό».
Οι κόντρα τενόροι είναι λίγοι παγκοσμίως αν και τελευταία κάνουν εντυπωσιακό comeback. Θέλετε να μας εξηγήστε τί είναι ο κόντρα τενόρος;
– Η φωνή του κόντρα τενόρου στην εποχή μας δημιουργεί ενθουσιώδες ενδιαφέρον όχι μόνο για τον μυημένο φιλόμουσο, αλλά και για τον αμύητο. Είναι φωνή ιδιότυπη, βελούδινη και απροσδόκητα δυναμική πολλές φορές, με δεξιοτεχνία και ικανότητα. Τραγουδά πάντα ψηλότερα από τον τενόρο, στην έκταση της μεσοφώνου και πιο σπάνια της υψιφώνου, με ήχο ευφάνταστης ποιότητας, που προκαλεί έκπληξη και ιδιαίτερη εντύπωση, συμπράττοντας ισότιμα στη σκηνή με τα άλλα είδη φωνών (υψίφωνο, μεσόφωνο, τενόρο, βαρύτονο και βαθύφωνο). Ο κόντρα τενόρος πρωταγωνιστεί στα μεγάλα θέατρα, ερμηνεύει κυρίως ρόλους σε όπερες Μπαρόκ, στην θέση των περίφημων Castrati, και εμπνέει πολλούς σύγχρονους συνθέτες να γράψουν αποκλειστικά για αυτόν διευρύνοντας το ρεπερτόριο του.
Πόσο ευρύ ή πόσο περιορισμένο είναι το ρεπερτόριο ενός κόντρα τενόρου;
– Η φωνή του κόντρα τενόρου ταξιδεύει μαγευτικά τους ακροατές, κυρίως στην εποχή της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, με το ευρύ, πλούσιο και σαγηνευτικό αυτό ρεπερτόριο, καθώς ο ήχος της εν λόγω φωνής ταιριάζει απολύτως και, επίσης, είναι πολύ κοντά στο άκουσμα των Castrati των τότε διάσημων ευνούχων τραγουδιστών. Ο περιορισμός του ρεπερτορίου γίνεται αισθητός στην περίοδο του ρομαντισμού και κατακτά μια δυναμική θέση και πάλι στο σύγχρονο, πλέον, ρεπερτόριο. Προσωπικά, έχω προσκληθεί να τραγουδήσω ρομαντικό ρεπερτόριο, καθώς και έργα διαφορετικού ύφους και ακούσματος, συνθετών όπως Kurt Weill, Philip Glass, Ariel Ramirez, Jacques Brel, Michael Nyman, και ακόμα πιο τολμηρά, το θρηνητικό τραγούδι της Ηπείρου «Μαρίολα», απόσπασμα από τη συγκλονιστική «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη, κ.ά., όπου και έχω απολαύσει.
Έχουμε συνηθίσει να σας ακούμε κυρίως σε μπαρόκ έργα. Σε σχέση με τα μεταγενέστερα έργα των μεγάλων συνθετών της ιταλικής, γαλλικής και άλλων σχολών της όπερας, πιστεύετε ότι το μπαρόκ έχει κατακτήσει τη θέση που του ανήκει;
– Η όπερα στην Ελλάδα είχε πάντα ένα κοινό ιδιαιτέρως ένθερμο με προτίμηση στο ρομαντικό ρεπερτόριο (Bizet, Puccini, Verdi, κ.α.). Το εντυπωσιακό, όμως, τα τελευταία χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι η μεγάλη απήχηση έργων και οπερών της μπαρόκ περιόδου με όργανα εποχής, που αποδεικνύει πως το κοινό όχι απλά είναι πολυμαθές, αλλά ακολουθεί με έκδηλο ενθουσιασμό.
Πόσο μεγάλος είναι ο ανταγωνισμός για κάποιον που θέλει να καθιερωθεί και να ζήσει από τη δουλειά του στο λυρικό τραγούδι και μάλιστα ως κόντρα τενόρος;
– Όταν αναφερόμαστε στη φωνή του κόντρα τενόρου δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ανταγωνισμό, καθώς είναι ασυνήθιστη και πιο σπάνια. Για έναν κόντρα τενόρο που ζει στην χώρα μας, είναι δύσκολο να βιοποριστεί αποκλειστικά από το λυρικό τραγούδι, καθώς οι παραγωγές και τα έργα που παρουσιάζονται στα θέατρα δεν περιλαμβάνουν συνήθως το είδος της φωνής αυτής. Στο εξωτερικό, οι συνθήκες είναι ευνοϊκότερες, καθώς τα θέατρα είναι πολλά και οι ευκαιρίες συμμετοχής σε παραγωγές περισσότερες.
Ένα μεγάλο μέρος του μπαρόκ ρεπερτορίου έχει θρησκευτικό χαρακτήρα. Έχει αυτό κάποιο ιδιαίτερο νόημα για εσάς;
– Όταν τραγουδώ έργα της μπαρόκ εποχής απολαμβάνω τόσο το οπερατικό ρεπερτόριο όσο και το θρησκευτικό. Το ορατόριο μου δημιουργεί, ως ερμηνευτή, το νόημα της πνευματικότητας, της θρησκευτικής τελετουργίας και της υπερβατικής διάστασης, όπως και στο κοινό μια κατανυκτική ατμόσφαιρα και βαθιά θρησκευτική.
Η «Κιβωτός του Νώε» είναι ένα σπάνια παιζόμενο έργο το οποίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Έχετε ερμηνεύσει στο παρελθόν τον ίδιο ρόλο εκτός Ελλάδας;
– Θα έχω τη χαρά να συμμετέχω στο πραγματικά σπάνια παιζόμενο μπαρόκ αριστούργημα του Φαλβέττι και στον δεξιοτεχνικό ρόλο της «Θείας Δίκης» για πρώτη φορά.
Τι σας κίνησε το ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο έργο;
Με γοήτευσε το έργο, καθώς είναι ένα αληθινό μπαρόκ αριστούργημα, με εντυπωσίασε η βιβλική υπόσταση της θείας Δίκης, που θυμώνει, οργίζεται και παρεμβαίνει στην ιστορία του σύμπαντος, δημιουργώντας τις συνθήκες για τη σκληρή και δίκαιη τιμωρία της ασεβούς και ανυπάκουης ανθρωπότητας, και, επίσης, με ενθουσίασε η συνεργασία με αγαπημένους καλλιτέχνες.
Πόσο σας δυσκολεύει ή διευκολύνει το γεγονός ότι πρόκειται για υπαίθριο θέατρο;
Είναι αυτονόητο για έναν λυρικό τραγουδιστή να ερμηνεύει, χωρίς μικροφωνική υποστήριξη, σε οποιοδήποτε χώρο, ακόμα και εάν πρόκειται για ένα υπαίθριο θέατρο. Οι συνθήκες μπορούν να δυσκολέψουν ή να διευκολυνθούν από τις καιρικές συνθήκες, τους εξωτερικούς θορύβους και την προσήλωση ή μη του κοινού.
Είσαστε από τους ελάχιστους Έλληνες λυρικούς καλλιτέχνες που έχετε δισκογραφία. Είναι τόσο δύσκολο να αποκτήσει ένας νέος λυρικός καλλιτέχνης πρόσβαση στις μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες;
Η ηχογράφηση και η προώθηση ενός προσωπικού δίσκου ή συμμετοχή, δεν είναι και τόσο δύσκολη υπόθεση στην εποχή μας, σε αντίθεση με τα παλαιότερα χρόνια που η πρόσβαση στις μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες ήταν σχεδόν ακατόρθωτη για ένα νέο λυρικό καλλιτέχνη. Σήμερα, πολλές εταιρίες προσεγγίζουν με ενδιαφέρον τα παλαιότερα έργα σε πρώτη εκτέλεση ή και ηχογραφήσεις σε γνωστό ρεπερτόριο, υποστηρίζοντας τις νέες διαφορετικές ερμηνευτικές προτάσεις και δυναμικές.
Πιστεύετε ότι τα έργα των σύγχρονων συνθετών όπερας έχουν την ανταπόκριση που τους αξίζει από το κοινό;
– Το κοινό στην Ελλάδα παρακολουθεί με ζήλο τις δημοφιλείς όπερες του κλασικού ρεπερτορίου. Όλοι οι φορείς που υποστηρίζουν στον καλλιτεχνικό τους προγραμματισμό έργα και όπερες Ελλήνων και ξένων σύγχρονων συνθετών, προσφέρουν στο ίδιο κοινό τη σύγχρονη μουσική έκφραση και δημιουργία, και το οποίο ανταποκρίνεται συνήθως υποστηρικτικά και με ενθουσιασμό.
Δώστε μου ένα λόγο για τον οποίο αξίζει κάποιος να κάνει το ταξίδι ως την Επίδαυρο για να παρακολουθήσει την «Κιβωτό του Νώε»;
Στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, η «Ομάδα Ραφή» το δυναμικό ελληνικό σχήμα λυρικού θεάτρου, παρουσιάζει το μπαρόκ αυτό διαμάντι με αγαπητούς καλλιτέχνες, σε τρικυμιώδη σκηνοθεσία των Nova Melancholia, και με ήχους παλαιών οργάνων και με τους ανατρεπτικούς δεξιοτέχνες Μιχάλη Σιγανίδη και Χάρη Λαμπράκη, δίνεται παραπάνω από ένας λόγος να ταξιδέψει κάποιος και να απολαύσει την Φαλβέττια Κιβωτό, στο πιο παλαιό και ατμοσφαιρικό «λαλούν θέατρο», στο μικρό θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου.