Πολιτισμός

Πανσέληνος με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στο Βυζαντινό Μουσείο

Η Κ.Ο.Α. θα ερμηνεύσει την Τέταρτη Συμφωνία του Γκούσταβ Μάλερ, με σολίστ τη διεθνώς αναγνωρισμένη υψίφωνο Μυρσίνη Μαργαρίτη.

Την Δευτέρα 3 Αυγούστου στις 20:30 ο κήπος του Βυζαντινού Μουσείου της Αθήνας θα πλημμυρίσουν από τους ήχους της περίφημης Τέταρτης Συμφωνίας του Μάλερ από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τον Καλλιτεχνικό της Διευθυντή, Στέφανο Τσιαλή, με σολίστ την υψίφωνο Μυρσίνη Μαργαρίτη. Η συναυλία θα δοθεί στο πλαίσιο της δράσης «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, με ελεύθερη είσοδο – υποχρεωτική η προκράτηση θέσης. Για προκράτηση θέσης δείτε στο https://digitalculture.gov.gr/.

ΓΚΟΥΣΤΑΒ ΜΑΛΕΡ (1860 – 1911)
Συμφωνία αρ.4 σε σολ μείζονα (σε μεταγραφή του Κλάους Σίμον για ορχήστρα δωματίου)
Bedächtig, nicht eilen – Recht gemächlich
In gemächlicher Bewegung, ohne Hast
Ruhevoll (poco adagio)
Sehr behaglich

Μυρσίνη Μαργαρίτη, υψίφωνος
Στέφανος Τσιαλής, μουσική διεύθυνση

Λίγα λόγια για τα έργα
Με την Τέταρτη Συμφωνία του ο Γκούσταβ Μάλερ ολοκλήρωσε μια συμφωνική «τριλογία», τα μέλη της οποίας έχουν εύστοχα χαρακτηρισθεί ως «οι συμφωνίες του Μαγικού Κόρνου» (ήτοι οι υπ’ αρ. 2, 3 και 4), παραπέμποντας έτσι στη συλλογή λαϊκών τραγουδιών Des Knaben Wunderhorn (Του παιδιού το μαγικό κόρνο), που τόσο πολύ ενέπνευσε τον Αυστριακό συνθέτη. Η συγκεκριμένη συμφωνία γράφηκε το 1899-1900, έπειτα από ένα αρκετά μακρύ διάστημα συνθετικής απραξίας για τον Μάλερ. Παρόλα αυτά, το τέταρτο μέρος, ένα τραγούδι για σοπράνο υπό τον τίτλο «Das himmlische Leben» («Η επουράνια ζωή»), είχε γραφεί ήδη αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 1892, με την προοπτική να αποτελέσει το έβδομο και τελευταίο μέρος της γιγαντιαίας Τρίτης συμφωνίας· καθώς όμως η συμφωνία αυτή περιορίσθηκε τελικά σε έξι μέρη, ο Μάλερ το χρησιμοποίησε ως γενεσιουργό πυρήνα για την αμέσως επόμενη συμφωνία του, τοποθετώντας το μάλιστα και πάλι στην τελευταία θέση.

Η πρώτη εκτέλεση της Τέταρτης Συμφωνίας πραγματοποιήθηκε υπό τη διεύθυνση του συνθέτη στις 25 Νοεμβρίου του 1901 στο Μόναχο και ήταν πλήρως αποτυχημένη, πράγμα που οδήγησε τον Μάλερ σε επανειλημμένες αναθεωρήσεις της παρτιτούρας του καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Μολαταύτα, από τα μέσα του ιδίου αιώνα, όταν δηλαδή αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον για το έργο του Μάλερ, η συμφωνία αυτή γνώρισε περισσότερες εκτελέσεις από κάθε άλλη και έως σήμερα παραμένει μία από τις δημοφιλέστερες του συνθέτη· σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η σχετικά περιορισμένη έκτασή της αλλά και η αρκετά ανάλαφρη ενορχήστρωσή της (δίχως τρομπόνια και τούμπα), η υφολογική της σαφήνεια και ο νεοκλασικιστικός χαρακτήρας που διέπει αρκετά σημεία της – στοιχεία, τα οποία την καθιστούν πιο προσιτή στο ευρύ κοινό και ενδεχομένως περισσότερο εύληπτη σε σχέση με άλλες συμφωνίες του Μάλερ.

Το πρώτο μέρος, Bedächtig, nicht eilen – Recht gemächlich (Με σύνεση, χωρίς βιασύνη – Με ιδιαίτερη άνεση), σκιαγραφεί, σύμφωνα με τα ελάχιστα στοιχεία που ο ίδιος ο Μάλερ προσκόμισε όσον αφορά το εξωμουσικό πρόγραμμα της Τέταρτης Συμφωνίας του, τον άνθρωπο που γνωρίζει την «επουράνια ζωή», τη χαρά και το φως ενός παραδεισένιου κόσμου. Η βραχύτατη εισαγωγή δίνει την αίσθηση της αρχής ενός παραμυθιού, πριν την έκθεση των δύο βασικών θεμάτων μιας μορφής σονάτας-ρόντο σε σολ μείζονα. Το κύριο θέμα ανακαλεί το βιεννέζικο κλασικό ύφος με όλη τη χάρη και την κομψότητά του. Το πλάγιο θέμα στη ρε μείζονα επικεντρώνεται σε μια λυρική μελωδική γραμμή και ακολουθείται από μια χιουμοριστική καταληκτική ιδέα, προτού το κύριο θέμα επανέλθει στο προσκήνιο πληθωρικά παραλλαγμένο στην αρχική τονικότητα. Μία αναδρομή στο εισαγωγικό τμήμα ανοίγει κατόπιν την ενότητα της επεξεργασίας, η οποία αναπτύσσει και μετασχηματίζει διεξοδικά το μοτιβικό απόθεμα του κυρίου θέματος αλλά και της εισαγωγής, προβάλλοντας εμφαντικά και την προσθήκη μιας νέας, «αθώα παιδικής» μελωδικής ιδέας από τα τέσσερα φλάουτα σε ταυτοφωνία. Έπειτα λοιπόν από αρκετές δραματικές κορυφώσεις η επανέκθεση εισάγεται κατά τρόπο αναπάντεχο και πολύ διακριτικό με μια νέα ανάπλαση των συστατικών στοιχείων του κυρίου θέματος, για να συνεχισθεί με την πολύ πιο τυπική επαναφορά της πλάγιας και της καταληκτικής θεματικής ιδέας στη σολ μείζονα. Τα μοτίβα της εισαγωγής, αντιθέτως, επανεμφανίζονται μονάχα στην έναρξη μιας καταληκτικής ενότητας (coda), όπου το κύριο θεματικό υλικό υπόκειται σε νέους μετασχηματισμούς.

Το δεύτερο μέρος της συμφωνίας, In gemächlicher Bewegung, ohne Hast (Με χαλαρή ρυθμική κίνηση, δίχως βιασύνη), συνιστά έξοχο δείγμα της γεμάτης ειρωνεία γραφής του Μάλερ. Για το σκέρτσο αυτό ο ίδιος παρείχε την ακόλουθη ερμηνευτική υπόδειξη: «Ο φίλος Χάινριχ παίζει ένα χορό· ο θάνατος τραβά τελείως αλλόκοτες δοξαριές στο βιολί του, οδηγώντας μας στον ουρανό». Η εικόνα αυτή αποδίδεται με τη σολιστική χρήση ενός βιολιού κουρδισμένου κατά έναν τόνο υψηλότερο του κανονικού, το οποίο «δίνει τον τόνο» σε ένα σκιώδες Ländler. Και το «τρίο», που εμφανίζεται κατόπιν στη φα μείζονα, διατηρεί τα καίρια ρυθμικά χαρακτηριστικά του προαναφερόμενου αυστριακού χορού, πλην όμως η μελωδική του εξύφανση προσλαμβάνει ηπιότερη διάθεση και ευγενέστερο χαρακτήρα. Αμφότερες οι αντιθετικές αυτές ενότητες επανέρχονται στη συνέχεια παραλλαγμένες και σε μεγαλύτερη έκταση, ενώ η πενταμερής μακροδομική κατασκευή ολοκληρώνεται με ένα δεύτερο παράλλαγμα του εναρκτήριου σκέρτσου, που αυτή τη φορά ξεκινά από τη ρε ελάσσονα, αποκαθιστά στην πορεία του την αρχική τονικότητα και τελικά σβήνει με μιαν ηχητική αναλαμπή.

Ακολουθώντας το παράδειγμα του Μπρούκνερ, ο Μάλερ βασίζει το «γαλήνιο» – Ruhevoll (poco adagio) – αργό μέρος της Τέταρτης συμφωνίας του σε μια πενταμερή παρατακτική μορφή, στο πλαίσιο της οποίας δύο διαφορετικές ιδέες αναπτύσσονται εναλλάξ με ολοένα και πιο πληθωρικό τρόπο. Η πρώτη ιδέα, στη σολ μείζονα, εξυφαίνει αργά τη νοσταλγική μελωδία της αποδίδοντας, σύμφωνα με σχετικό σχόλιο του συνθέτη, το μειδίαμα της Αγίας Ούρσουλας στον παράδεισο (για το οποίο γίνεται άλλωστε λόγος και στο ποίημα που μελοποιείται στο τέταρτο μέρος του έργου). Η γαλήνη διακόπτεται από τους οδυνηρούς τόνους της δεύτερης θεματικής ιδέας, η οποία ξεδιπλώνεται με ένταση αρχικά στη μι ελάσσονα και αργότερα στη ρε ελάσσονα. Η αρχική τονικότητα και διάθεση αποκαθίστανται βέβαια κατά την πρώτη αναπτυξιακή επαναφορά της αρχικής ιδέας, ενώ η δεύτερη ιδέα αναπλάθεται φθάνοντας σε στιγμές δραματικής απόγνωσης και σε μακρινές τονικές περιοχές. Όμως το πρώτο θέμα έρχεται εκ νέου να άρει την κατάσταση αυτή και να παραλλαχθεί σε ολοένα και ταχύτερη χρονική αγωγή, προτού καταλήξει απότομα στην αρχική εξαϋλωτική του διάθεση. Ο συνθέτης στο σημείο αυτό εισάγει επιβλητικές φανφάρες στη μι μείζονα, που παραπέμπουν ταυτόχρονα στο νέο θέμα της επεξεργασίας του πρώτου μέρους και στην εναρκτήρια φιγούρα του τέταρτου μέρους. Το αργό μέρος επανέρχεται πια στα ήρεμα καταληκτικά του μοτίβα, προετοιμάζοντας το έδαφος για το τραγούδι ενός μικρού αγγέλου, που ακολουθεί στο τέταρτο μέρος, Sehr behaglich (Με πολλή άνεση). Η ανεπιτήδευτη μελοποίηση του Μάλερ ανοίγει με μιαν ήπια πρώτη μουσική στροφή στη σολ μείζονα, το υλικό της οποίας συνιστά τη βάση για τη διαμόρφωση της τρίτης και της τέταρτης στροφής, με τους μακρινούς απόηχους της οποίας η συμφωνία ολοκληρώνεται τελικά στην «υπερβατική» τονικότητα της μι μείζονας. Αντιθέτως, για τη μουσική επένδυση της δεύτερης στροφής ο Μάλερ ανασκευάζει στη μι ελάσσονα το πένθιμο και ικετευτικό περιεχόμενο της μεσαίας ενότητας του φωνητικού πέμπτου μέρους της Τρίτης συμφωνίας του.
Ιωάννης Φούλιας (ανατύπωση από το πρόγραμμα συναυλίας της Κ.Ο.Α. στις 7.11.2008)

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Πανσέληνος Αυγούστου: Γιατί ονομάζεται Φεγγάρι του Οξύρρυγχου
Τηλεφωνική επικοινωνία Δένδια - Σούκρι
Chevron Right