Η κυκλοφορία ενός νέου βιβλίου της Ρέας Γαλανάκη εκτός από μεγάλο εκδοτικό αποτελεί και σημαντικό πολιτιστικό γεγονός. Με αφορμή, λοιπόν, το νέο της «παραμύθι» που δεν είναι παραμύθι -δανειστήκαμε την έκφραση από τον υπότιτλο του-, το βιβλίο «Εμμανουήλ και Αικατερίνη» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, αποτελεί μια «μαστορεμένη», για να χρησιμοποιήσουμε μια αγαπημένη στη συγγραφέα λέξη, αυτοβιογραφία μέσα από τις ζωές των γονιών της και όχι μόνο. Ένα μυθιστορηματικό κέντημα με τις μπορντούρες του, σαν αυτά που κοσμούσαν τις παλιές σερβάντες. Ένα λεκτικό παιχνίδισμα που κάνει την πραγματικότητα μυθοπλασία και το αντίθετο, μέσα από την αιώνια συνειδητή ή ασύνειδη διαπάλη της μνήμης και της λήθης…
Με αφορμή και το όνειρο με το οποίο ξεκινά και ουσιαστικά κλείνει το νέο σας βιβλίο αλλά και με την επίκληση-παράθεση των φωτογραφιών, οι λεπτομέρειες και οι αποσιωπήσεις στα «παραμύθια που δεν είναι παραμύθια» μαντεύονται; Όπως το Λιβυκό Πέλαγος από τον Ιωάννη Κονδυλάκη που αναφέρετε στο βιβλίο σας;
Σε ένα μυθιστόρημα τέτοιου τύπου, που ισορροπεί ανάμεσα σε όνειρα, προπολεμικές μαυρόασπρες φωτογραφίες, λίγα κατάλοιπα και προφορικές αφηγήσεις, αλίμονο αν κάποια πράγματα δεν μπορούσαν να «μαντεύονται» από τον αναγνώστη, όπως το Λιβυκό Πέλαγος από τον άρρωστο και ηλικιωμένο Κονδυλάκη όταν σταμάτησε στις πάνω γειτονιές της πατρίδας του Βιάννου, σε σημείο που η θάλασσα δεν ήταν ορατή αλλά «μαντευόταν». Ίσως ένας τέτοιος «μάντης» να ήμουν κι εγώ, ως συγγραφέας, όμως συστηματικά απέφυγα το λάθος να τα μαντέψω και να τα δηλώσω όλα, αφήνοντας και στον αναγνώστη μου την απόλαυση της εικασίας, της μαντείας. Άλλωστε το «όλα» είναι μια λέξη με πολλές τρύπες, ιδίως στα χωράφια της λογοτεχνίας, της τέχνης.
Τα προηγούμενα βιβλία σας, που έχουν θέματα εμπνευσμένα από ιστορίες από τον γενέθλιο τόπο, αποτελούσαν μια ασύνειδη πορεία προς τον Εμμανουήλ και την Αικατερίνη;
Νομίζω πως κάθε μυθιστόρημα ή διήγημα που έχω γράψει, διατηρεί τη δική του ανεξαρτησία και πληρότητα. Ένα βιβλίο όπως το «Εμμανουήλ και Αικατερίνη», που έχει στοιχεία βιογραφίας, αυτοβιογραφίας, και μυθοπλασίας, είναι προϊόν μόνο της πολύ ώριμης ηλικίας, και ηλικιακά και συγγραφικά, γι’ αυτό έχει στοιχεία αναστοχασμού, δικαιότερης κρίσης, και προπαντός αγάπης ακόμη και για τα λάθη των αγαπημένων μας. Είναι ίσως η εσωτερική πορεία κάθε ανθρώπου που γερνά, ιδίως και κάθε συγγραφέα. Επίσης στο «Εμμανουήλ και Αικατερίνη» αναφέρω τις οικογενειακές αφηγήσεις, δηλαδή «τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια», τα οποία με οδήγησαν στη συγγραφή συγκεκριμένων λογοτεχνικών έργων μου.
Το παιχνίδι με τη μνήμη και τη λήθη τελικά είναι μια ενσυσνείδητα αποδεκτή κάθαρση για την εσωτερική καταλλαγή, όπως η επίσκεψη της Μαριγώς στους Αγίους Τόπους;
Η σκέψη σας είναι τόσο όμορφη, που δεν μπορώ παρά να την αποδεχτώ, υπενθυμίζοντας και τη γνωστή ανάγκη κάθαρσης στην τραγωδία. Μνήμη και λήθη, ωστόσο, παίζουν πολλά παιχνίδια στο αλωνάκι της ψυχής μας, παιχνίδια που δεν οδηγούνε πάντα στην καταλλαγή.
Με αφορμή τη σκέψη σας, αναρωτιέμαι αν η καταλλαγή/κάθαρση προϋποθέτει μια κάποια εμπιστοσύνη σε κάτι – και για μένα που είμαι συγγραφέας, στην αξία της λογοτεχνίας, της ανθρωπιάς.
Στο «Εμμανουήλ και Αικατερίνη» δίνετε μια ζυγισμένη ιστορική διάσταση, με εξαίρεση κάποιες αποστροφές σε θεμελιώδεις θέσεις και αξίες και γράφετε με αφορμή ένα προσωπικό ζήτημα ότι «Σήμερα πια μπορώ να πω ότι τυφλώνεται όποιος πιστεύει πως το λεγόμενο ‘‘δίκιο’’ ανήκει αποκλειστικά στη μια μεριά». Υπάρχει τελικά αυτή η «σωστή πλευρά της ιστορίας»;
Αυτό που λέω δεν σχετίζεται καθόλου με την Ιστορία αλλά με τις ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, τις αναμενόμενες καμιά φορά, όπως είναι η εναντίωση των νέων σε όσα πρεσβεύουν οι γονείς τους. Αφορά τα προσωπικά ζητήματα, όπως κι εσείς λέτε, που φυσικά διαμορφώνονται από τις ιδέες κάθε εποχής, κάθε κοινωνίας, αλλά και με όσα κουβαλάει μέσα του συνειδητά ή ασυνείδητα κάθε γονιός. Ακόμη και ο έφηβος που κάποια στιγμή κλωτσάει.
Το βιβλίο σας διατρέχει εκτός των άλλων ένα μήνυμα για τον βαθύ σεβασμό στη γνώση και τα γράμματα, που αναφέρεται σε άλλες εποχές, ενώ εμείς διανύουμε μια περίοδο που η μόρφωση απαξιώνεται.
Έχετε δίκιο, υπήρχε μεγάλος σεβασμός για τα Γράμματα πιο παλιά, ίσως επειδή η ελληνική κοινωνία μετατρεπόταν από αγροτική σε αστική, και τα Γράμματα ξεκλείδωναν πόρτες ανέλιξης, οικονομικής εξασφάλισης, πιο ξεκούραστης ζωής. Σήμερα δεν συμβαίνει αυτό, η μόρφωση απαξιώνεται από αρκετούς επειδή δεν φέρνει θέσεις και το αναμενόμενο χρήμα. Αλλά και η έλλειψή της απαξιώνεται από πάρα πολλούς άλλους, πιστεύω, ανάμεσά τους κι από μένα. Ο καννιβαλισμός της κοινωνίας, η διαστροφική βία, ο παγκόσμιος φασισμός είναι πιθανόν να συνδέονται σε κάποια σημεία με την απαξίωση των Γραμμάτων, αλλά δεν είναι η μόνη αιτία.
Εσάς πόσο σας βοήθησαν οι σπουδές στην Ιστορία και Αρχαιολογία για τη συγκρότησή σας και τη συγγραφικής σας δουλειά;
Δεν με βοήθησαν διότι ουσιαστικά «δεν σπούδασα». Θέλω να πω, τι να σπουδάσεις ιδίως στην Ιστορία, μέσα σε μια πανίσχυρη στρατιωτική δικτατορία, με πλήρη λογοκρισία στο τι διδασκόταν, με καθηγητές απολυμένους, με συμφοιτητές στη φυλακή. Σπούδασα όμως στο «άλλο πανεπιστήμιο» της εποχής εκείνης, με μεγάλο πάθος και κίνδυνο: αντιχουντικές εκδηλώσεις, ασταμάτητα κι υπέροχα διαβάσματα εκτός των πανεπιστημιακών ανοησιών και φυλλάδων, συναναστροφή με τους καλύτερους δημοκράτες διανοούμενους, επιστήμονες και καλλιτέχνες – ξέρετε, δεν ήμασταν πολλοί και συναντιόμασταν, σίγουρα δεν ήταν το πλήθος που αργότερα διεκδίκησε ένα κλαδάκι δάφνης από τον πνευματικό αντιδικτατορικό αγώνα, και όχι μόνο τον πνευματικό. Περίπου μόνη μου έμαθα ό,τι μπόρεσα να μάθω.
Η εξαιρετικά ευρηματική επιλογή να μιλήσετε για «τη ζωή πριν» των γονιών σας είναι μια άσκηση αυτογνωσίας για εσάς και τους αναγνώστες; (δεν σας κρύβω ότι Βιέννη και Γαλλία -για άσχετους βέβαια λόγους- με οδήγησαν συνειρμικά στον Φρόιντ και την ψυχανάλυση)
Αυτό το βιογραφικό, το αυτοβιογραφικό, το στηριγμένο σε ντοκουμέντα όσο και σε ιστορίες ή σε εικασίες, αλλά κι εξίσου μυθοπλαστικό βιβλίο, σίγουρα είναι η πιο βαθιά άσκηση αυτογνωσίας που έχω επιχειρήσει στα σχεδόν πενήντα χρόνια της συγγραφικής μου πορείας. Νομίζω, ωστόσο, ότι, επειδή είναι πιο προσωπικό αλλά ταυτόχρονα θίγει κι ένα ευρύτερο θέμα που είναι η αναζήτηση του πώς διαμορφώθηκαν οι προσωπικότητες των γονέων μας, ξεπερνά το προσωπικό μου βίωμα και προκαλεί ανάλογες σκέψεις στον κάθε αναγνώστη. Μακάρι, τελειώνοντας το βιβλίο ο αναγνώστης, να ξανασκεφτεί πόσο καλά γνωρίζει τους γονείς, επομένως και τον εαυτό του, γιατί αυτά τα δυο βαδίζουν χέρι-χέρι….