Τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούν μια ανοιχτή πληγή για τη χώρα μας εδώ και δύο αιώνες.
Ο επαναπατρισμός τους, ήταν και θα παραμείνει πάγια θέση της Ελλάδας, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, με την υπόθεση να θίγει το βρετανικό αφήγημα στον πυρήνα του, αλλά και τα όποια επιχειρήματα της Βρετανίας όλα αυτά τα χρόνια να καταρρέουν.
Από τη μία πλευρά, γίνεται λόγος για ξεκάθαρη κλοπή και παράνομη διατήρηση ενός τεράστιας πολιτισμικής σημασίας θησαυρού και από την άλλη, υπάρχει ένα μουσείο που θέλει να υπερηφανεύεται ότι είναι παγκόσμιο και εγκυκλοπαιδικό.
Ο Μαρκ Χάουαρντ Στίβενς για τις «ρωγμές» στα βρετανικά επιχειρήματα
Η συζήτηση σχετικά με την αφαίρεση των γλυπτών και την «εγκληματική», από πολιτιστικής άποψης πρακτική της Βρετανίας, αποκτά ενδεχομένως ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα, όταν εκφράζεται δια στόματος ενός… Βρετανού και μάλιστα παγκοσμίου φήμης νομικού.
Ο Μαρκ Χάουαρντ Στίβενς, Βρετανός δικηγόρος, ο οποίος έχει τιμηθεί από τη Βασίλισσα Ελισάβετ με τον τίτλο του «Commander of the most excellent order of the British Empire – CBE», μίλησε για το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα ως επίτιμος καλεσμένος στην τελετή έναρξης του 77ου Ετήσιου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρίας Χειρουργικής Ορθοπεδικής και Τραυματολογίας, με αφορμή τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Ο Στίβενς, ειδικεύεται μεταξύ άλλων σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας και πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ δραστηριοποιείται παγκόσμια για το θέμα της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα.
«Θα ήθελα να ξεκινήσω απόψε με μια συγγνώμη στον ελληνικό λαό», ήταν η εναρκτήρια φράση της ομιλίας του. «Οι ευγενικοί θα το αποκαλέσουν ‘κλοπή’. Ως αποικιοκρατική δύναμη, η Βρετανία θεωρούσε ότι είχε το δικαίωμα να αποσπά ιστορικά κειμήλια από τα μέρη που επιδείκνυε την ισχύ της.
Μου ζητήθηκε να τοποθετηθώ σχετικά με τη νομιμότητα της υπόθεσης. Έτσι λοιπόν, μπορώ να πω ότι υπήρξε ξεκάθαρη αποτυχία της δικαιοσύνης, κάτι που δυστυχώς προσβάλει τη χώρα μου. Δεν χρειάζεται να εξηγήσω την ιστορική και πολιτισμική σημασία του Παρθενώνα, που χτίστηκε στην Ακρόπολη από τη γενέτειρα της Δημοκρατίας.
Η Βρετανία διέπραξε έγκλημα. Το ‘χωρίς τον Έλγιν, τα Γλυπτά δεν θα είχαν επιβιώσει έως τώρα’, δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από ψέμα. Και αυτό το καταλαβαίνουμε απλούστατα κοιτάζοντας όσα απέμειναν στην Ελλάδα και διατηρούνται μέχρι σήμερα».
Το φιρμάνι που δεν υπήρξε ποτέ
Στη συνέχεια, Ο Στίβενς εξήγησε πως ο Λόρδος Έλγιν όχι απλώς «απογύμνωσε» τον Παρθενώνα, αλλά αντίθετα με ότι υποστήριζε, δεν έλαβε ποτέ άδεια από την Κωνσταντινούπολη για να το κάνει, πράγμα που μεταφράζεται αυτόματα σε κλοπή.
«Τα φιρμάνια (διατάγματα του Σουλτάνου) υπάρχουν ακόμα στην Τουρκία και μάλιστα διατηρούνται αριθμημένα. Από αυτά δεν λείπει κανένας αριθμός, αλλά ούτε και αναγράφεται πουθενά το όνομα του Έλγιν», εξήγησε.
«Τα Γλυπτά ανήκαν πάντοτε στην Ελλάδα και όχι στον Έλγιν. Αν πάρεις κάτι που δεν σου ανήκει, δεν θεωρείσαι ιδιοκτήτης του. Η χώρα μου τα διατηρεί έως τώρα παράνομα.
Γιατί είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή να «πιέσουμε» τη Βρετανία
«Είναι καιρός να διορθώσουμε τα λάθη του παρελθόντος και να επιστρέψουμε τα γλυπτά εκεί που ιστορικά και ηθικά ανήκουν. Και κατά τη γνώμη μου, αυτή τη στιγμή έχουμε μια σημαντική ευκαιρία», επεσήμανε στο τέλος της ομιλίας του ο Βρετανός δικηγόρος.
«Ήδη, πολλοί στη νέα γενιά πολιτικών της Βρετανίας είναι υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών . Η ελληνική κυβέρνηση, θα πρέπει να αξιοποιήσει διπλωματικά μια μεγάλη ευκαιρία που της ανοίγεται. Αυτό γιατί η Βρετανία, αυτή τη στιγμή, στη μετά Brexit εποχή, επιθυμεί απεγνωσμένα μια οικονομική συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως, οι Έλληνες πολιτικοί θα μπορούσαν λοιπόν να ζητήσουν από την ΕΕ, να εντάξει στους όρους μιας τέτοιας συμφωνίας την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα».
Μαρκ Χάουαρντ Στίβενς στο iEidiseis: Η Βρετανία γνώριζε εξαρχής, προσπαθούσε να «θάψει» το θέμα
Μετά το πέρας της ομιλίας του, ο Στίβενς μίλησε στο iEidiseis, για τη σημασία της επιστροφής των Γλυπτών και εξήγησε, αφενός γιατί το θέμα προκαλεί «πονοκέφαλο» στη Βρετανία και αφετέρου, το πρόβλημα της «ιστορίας του νικητή».
– Υποθέτοντας ότι τα γλυπτά γυρνάνε πίσω στην Ελλάδα, τι θα σήμαινε αυτό για άλλα εκθέματα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο – ή άλλα μουσεία στον κόσμο – των οποίων η προέλευση αμφισβητείται;
«Πηγαίνοντας πίσω, όταν δηλαδή ξεκίνησε η καμπάνια για την επιστροφή των Γλυπτών, δεν υπήρχε καμία σκέψη από πλευράς των Βρετανών ότι θα τα δώσουν πίσω. Σήμερα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά, καθώς το διεθνές δίκαιο έχει εξελιχθεί και ειδικότερα οι διεθνείς πρακτικές που διέπονται από τα Ηνωμένα Έθνη και την Unesco.
Πλέον, αναγνωρίζεται ότι πράγματα που έχουν κλαπεί, τα οποία συνιστούν κομμάτια τέχνης και πολιτισμού, οφείλουν να επιστραφούν στον νόμιμο ιδιοκτήτη τους. Επομένως, τα μουσεία δεν μπορούν να διατηρούν πράγματα τα οποία απέκτησαν παράνομα.
Η Unesco είπε για πρώτη φορά ότι πρέπει να επιστρέψουν. Η Βρετανία γνώριζε από την πρώτη στιγμή ότι τα κατέχει παράνομα και προσπαθούσε να «θάψει» το θέμα. Αυτό που θέλει να πετύχει είναι να κερδίσει χρόνο. Γνωρίζει ότι κάποτε θα πρέπει να τα δώσει πίσω, απλά προσπαθεί να καθυστερήσει την ημέρα που θα συμβεί αυτό.
Επίσης, ξέρει ότι υπάρχουν και άλλα κλεμμένα αντικείμενα στο μουσείο, όπως τα Χάλκινα Μπενίν (Benin Bronzes – Νιγηρία) και η Στήλη της Ροζέτας (Roseta Stone – Αίγυπτος) τα οποία θα αφαιρεθούν εξίσου και έτσι ανησυχεί ότι ο κόσμος δεν θα έχει πλέον λόγο να επισκέπτεται το μουσείο.
Όμως, υπάρχει απάντηση και γι’ αυτό. Μπορείς πάντα να φτιάξεις αντίγραφα. Η Ρωσία, ήδη από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, έφτιαξε εξαιρετικά αντίγραφα προϊόντων τέχνης, καθώς ο λαός της δεν είχε τη δυνατότητα να ταξιδέψει σε άλλες χώρες. Ότι έβλεπε κανείς όμως εκεί, ήταν πραγματικά καλοφτιαγμένα αντίγραφα και αρκετά παρόμοια με τα αληθινά αντικείμενα.
Και φυσικά η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που λέει ότι ‘το Βρετανικό Μουσείο έχει δικά μας πράγματα’. Για παράδειγμα, υπάρχει το η κεφαλή από το Νησί του Πάσχα, ένα μοναδικό αριστούργημα το οποίο εκλάπη από το νησί και βρίσκεται στο βρετανικό μουσείο, το οποίο πρέπει να επιστρέψει στους ανθρώπους τους, τους αληθινούς απογόνους του προσώπου που απεικονίζονται στο άγαλμα και ζουν στο νησί! Παρομοίως, έχουμε πάρει κειμήλια από την Τασμανία, όπου η Βρετανία προχώρησε σε γενοκτονία του λαού».
– Επομένως, αν εμείς (σ.σ. οι Έλληνες) κάνουμε την αρχή, θα αποτελέσουμε παράδειγμα για τις υπόλοιπες χώρες να υψώσουν ανάστημα και να κάνουν το ίδιο;
«Ήδη πολλές χώρες διαμαρτύρονται, όμως δεν υπάρχει συνεργασία. Κατά τη γνώμη μου, όλες οι χώρες, Ελλάδα, Αίγυπτος, Νιγηρία κλπ, από τις οποίες έχουν κλαπεί αντικείμενα, πρέπει να ενώσουν τις φωνές τους στα διεθνή σώματα όπως η Unesco, και με πολιτικούς όρους να πουν απλά στη Βρετανία ότι οφείλει να συμμορφωθεί με το Διεθνές Δίκαιο. Να πουν ότι ‘δεν είναι ότι απλώς ζητάμε να μας τα δώσετε, δεν σας ανήκαν ποτέ!’
Αυτό φυσικά δεν θα συμβεί άμεσα, χωρίς να υπάρξει πίεση, γι’ αυτό και πρότεινα να γίνει στο πλαίσιο μιας οικονομικής συμφωνίας με την ΕΕ και τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή».
– Κατά την άποψή σας, η τέχνη έχει χρηματική αξία;
«Τα χρήματα εν μέρη παίζουν ρόλο σε αυτό, όμως εδώ μιλάμε για πράγματα ανεκτίμητης αξίας τα οποία είναι αναντικατάστατα. Είναι κομμάτι της κληρονομιάς των ανθρώπων που ζουν σε έναν τόπο, οι οποίοι πρέπει να έχουν την κηδεμονία της δικής τους ιστορίας. Καμία αποικιακή δύναμη δεν μπορεί να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο γράφτηκε η ιστορία.
Γιατί γράφτηκε από εκείνους που την έζησαν. Όμως πάντα υπήρχε το λεγόμενο πρόβλημα της ‘ιστορίας του νικητή’. Οι νικήτριες δυνάμεις στους πολέμους στην ουσία έγραφαν την ιστορία, κάτι που δεν αντικατοπτρίζει πάντοτε την πραγματικότητα. Είναι αναγκαίο η ιστορία κάθε πολιτισμού να ανήκει στον ίδιο τον πολιτισμό».
Η μεγάλη κλοπή
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα, αφορούν σε συλλογή γλυπτών τα οποία αφαιρέθηκαν, ή καλύτερα κλάπηκαν από τον Τόμας Μπρους, 7ο κόμη του Έλγιν (γι’ αυτό και αποκαλούνται Ελγίνεια) γύρω στο 1800, όταν η Ελλάδα βρισκόταν υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έπειτα πουλήθηκαν από τον ίδιο στη Βρετανία.
Από το 1816, εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, χωρίς οποιαδήποτε ένδειξη καλής θέλησης από τους Βρετανούς, να δώσουν πίσω έναν τεράστιας ιστορικής και πολιτισμικής σημασίας θησαυρό, ο οποίος δεν τους ανήκε ποτέ.
Ο επαναπατρισμός των Γλυπτών ήταν και είναι πάγια θέση της Ελλάδας, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων. Μεγάλη ήταν η επιρροή στη βρετανική κοινή γνώμη λόγω της προσπάθειας της Μελίνας Μερκούρη το 1984, τότε υπουργού Πολιτισμού, όταν η Ελλάδα απαίτησε για πρώτη φορά επισήμως την επιστροφή τους.
Μάλιστα, πριν από μερικές ημέρες, για πρώτη φορά η Unesco, πέραν της σύστασης που υιοθετεί παγίως για το θέμα, ψήφισε ομόφωνα ένα κείμενο που αποτελεί απόφαση στοχευμένη στο ζήτημα της επιστροφής των γλυπτών, «στριμώχνοντας» τη Βρετανία.
Το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, χτίστηκε στην κυριολεξία για να «ισοπεδώσει» τη βρετανική δικαιολογία ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει το κατάλληλο μέρος ώστε να διατηρήσει και να προστατέψει τα γλυπτά από φυσικές καταστροφές, βανδαλισμούς κλπ. Ένα αφήγημα παραπάνω από ειρωνικό, καθώς έχει γίνει γνωστό ότι το Βρετανικό Μουσείο προχώρησε σε λεύκανση των Γλυπτών , αλλοιώνοντας την αρχική τους μορφή!
Το Βρετανικό Μουσείο θεωρείται ότι εκπροσωπεί έναν υποτιθέμενο κοσμοπολιτισμό, θέλοντας να προβάλει τα εκθέματά του ως συνέχεια μιας πάλαι ποτέ μεγάλης αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας, ενώ υιοθετεί την προσέγγιση του «παγκόσμιου μουσείου», όπου ο επισκέπτης θα μπορεί να κάνει συγκρίσεις.
Όμως ειδικοί, μελετητές της ιστορίας καθώς και Παγκόσμιοι Οργανισμοί (Unesco) επισημαίνουν ότι κάθε χώρα έχει το δικαίωμα στην πολιτιστική της κληρονομιά και τέτοιου είδους έργα, κατανοούνται καλύτερα όταν βρίσκονται μέσα στο πλαίσιο του τόπου όπου δημιουργήθηκαν. Υποστηρίζεται επίσης, ότι η μετακίνηση ενός έργου τέχνης από το αρχικό πολιτιστικό του περιβάλλον, συνοδεύεται από απώλεια του περιεχομένου του.
Εν κατακλείδι, πολλοί χαρακτηρίζουν την υπόθεση των Γλυπτών ως ακόμα ένα έγκλημα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατικής υπερδύναμης. Το βέβαιο είναι, ότι η Ελλάδα κατέχει σημαντικά διπλωματικά επιχειρήματα για να ασκήσει πίεση στη Βρετανία και ίσως, να καταφέρει αυτό που θεωρείται εδώ και 200 χρόνια ακατόρθωτο. Να καλωσορίσει πίσω στο έδαφός της ένα τεράστιο κομμάτι της ιστορίας της.