«Μην επιστρέψεις, μην μας σκέφτεσαι, μην γυρίσεις, μην μας γράφεις. Μην παραδοθείς στη νοσταλγία, ξέχνα μας όλους. Αν δεν τα καταφέρεις και επιστρέψεις μην έρθεις να με βρεις. Δεν θα σε αφήσω να μπεις στο σπίτι μου, καταλαβαίνεις;
Ό,τι κι αν καταλήξεις να κάνεις, αγάπα το. Όπως αγαπούσες την αίθουσα προβολής του κινηματογράφου, όταν ήσουν μικρό αγόρι».
Alfredo
– Cinema Paradiso –
Συνέντευξη στην Άννα Μαρινάκη
Και κάπως έτσι, ο Τότο φεύγει. Αποχαιρετά τον Αλφρέδο, τον μηχανικό προβολής στο τοπικό σινεμά χωριού της Σικελίας και ξεχνά από επιλογή. Μόνο που η νοσταλγία με τη δύναμη του φλασμπακ της ταινίας κάθε φορά του υπενθυμίζει ποιος είναι, τι τον ορίζει, από που έρχεται και κυρίως που πάει. Έλα τώρα, η ζωή δεν είναι όπως στις ταινίες, είναι πολύ πιο δύσκολη. Είναι; Ο Τότο μεγάλωσε. Και ο μικρός πρωταγωνιστής του αριστουργήματος του Τζουζέπε Τορνατόρε, ο πιτσιρικάς που νίκησε τον Αλ Πατσίνο στα βραβεία της βρετανικής ακαδημίας κινηματογράφου, έχει σήμερα ένα μικρό εστιατόριο και έναν ξενώνα στο Palazzo Adriano, στην πατρίδα του τη Σικελία, εκεί όπου γυρίστηκε μεγάλο μέρος της ταινίας. Δεν είναι πλεον ηθοποιός, δεν παίζει στον κινηματογράφο.
«Το “Σινεμά ο Παραδεισος είναι κομμάτι της ζωής μου» εξηγεί στο iEidiseis «είναι κάτι που κουβαλάω μαζί μου. Είναι όπως λέμε οι Ιταλοί ένα εισιτήριο της παρουσίας μου σε αυτό τον κόσμο. Ακόμα κι αν μια μέρα φύγω από τη Σικελία, θα αποτελεί μέρος της ζωής μου. Βασικά, τώρα που το ξανασκέφτομαι το φιλμ αυτό είναι η ίδια μου η ζωή».
Ο Τότο Κάσιο δεν ήταν ποτέ ηθοποιός, ήταν μόνο ένα παιδί. Στις πρώτες σκηνές της ταινίας μας συστήνεται με τη βοήθεια της μελωδίας του Έννιο Μορικόνε ως το μικρό αγόρι που λαμβάνει θεία κοινωνία σε μια μικρή σικελιάνικη πόλη. Εκεί, όπου ο ιερέας αποτελεί τον υπέρτατο άρχοντα, επιβλέπει και κόβει τις ακατάλληλες σκηνές που ίσως διαμορφώσουν χαρακτήρες. Στην πραγματική ζωή ο Τότο μας εξηγεί «Δεν είχα σκοπό να εγκαταλείψω το σινεμά, ξέρεις στη ζωή πιστεύω πολύ στον Θεό, είμαι δηλαδή πιστός και σέβομαι τα σχέδια του καλού Θεού.»
To 1989 κατά τη διάρκεια των οντισιόν για την επιλογή του νεαρού πρωταγωνιστή, οι παραγωγοί της ταινίας ψάχνουν σε σχολεία μια παιδική φιγούρα εκ διαμέτρου αντίθετη με την πατρική μορφή του συμπρωταγωνιστή Αλφρέδο. Ο μικρός Τότο φοβάται, είναι βέβαιος ότι ήρθαν γιατροί για να τους κάνουν εμβόλια και κρύβεται στο μπάνιο. Δεν θα τον είχαν εντοπίσει αν λίγο πριν φύγουν δεν τους σταματούσε ένας δάσκαλος “Περιμένετε λίγο, σταματήστε, υπάρχει ένα άλλο παιδί στο μπάνιο” θα τους πει. Λίγο αργότερα, ο 32χρονος σκηνοθέτης ρωτά τον Τότο τι είναι γι αυτόν ο κινηματογράφος. «Μια μεγάλη τηλεόραση» απαντάει ο μικρός, και παίρνει αυτόματα το εισιτήριο για μια άλλη ζωή. Το όνομα του παιδιού παραμένει ίδιο στην ταινία. «Αναζητούσαν ένα τυπικό παιδάκι από τη Σικελια, μελαχρινό και ζωηρό και μάλλον ήμουν το πιο τυχερό ανάμεσα σε άλλα. Με διάλεξαν έκαναν 2-3 μικρές πρόβες, και έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια μου. Ήταν για μένα ένα παιχνίδι, δεν το είχα συνειδητοποιήσει και σίγουρα ήταν κουραστικό. Προτιμούσα να παίζω με τους φίλους μου, δεν μπορούσα όμως να το κάνω εύκολα και ανάμεσα στα άλλα έχασα και έναν παιδικό μου φίλο. Θύμωσε βλέπετε που δεν διάλεξαν αυτόν για την ταινία. Δεν έχουμε μιλήσει από τότε. Πλέον δεν μένει και εδώ.»
Τα γυρίσματα ήταν δύσκολα, ξεκινούσαν στις 7 το πρωί και κατέληγαν αργά το βραδυ. Ο Τότο στην αρχή αντιλαμβανόταν τη διαδικασία ως παιχνίδι, στη συνέχεια όμως κατάλαβε ότι δεν ήταν έτσι ακριβώς. Ο γαλλος Philippe Noiret που υποδυόταν τον Αλφρέδο έπαιζε με τη βοήθεια μεταφράστριας και οι σκηνές χρονοτριβούσαν μέχρι να του εξηγήσει κάθε ατάκα. Και μέσα σε όλα αυτά, ο μικρός Τότο θύμωνε μιας και δεν καταλάβαινε γιατί ο σκηνοθέτης Τορνατόρε – αν μια σκηνή είχε το παραμικρό ελάττωμα- επέμενε να την επαναλαμβάνει δεκάδες φορές. «Η τελειομανία του σκηνοθέτη απαιτούσε πειθαρχία. Ήταν πολύ σχολαστικός, εκνευριζόταν και η αλήθεια είναι ότι τον θύμωνα συχνά. Εντάξει έπαιζε μαζί μου, αν και είχε ιδιοτροπίες. Με έμαθε όμως να μην εγκαταλείπω ποτέ, μου δίδαξε πειθαρχία, την πειθαρχία στη δουλειά και τη σοβαρότητα. Ήταν επαγγελματίας και αυτό είναι πολύ πολύ σημαντικό.»
Η αρχική κόπια του φιλμ ήταν 185 λεπτά. Ο Τορνατόρε αποπειράται να την στείλει σε ένα ευρωπαϊκό φεστιβάλ. Δεν μένει ικανοποιημένος. Αποφασίζει να κόψει σκηνές. Την φέρνει στα 150 λεπτά και την δίνει για προβολή μόνο στην Ιταλία. Η ταινία αποτυγχάνει. «Αυτό είναι ένα αυτοβιογραφικό φίλμ» θα παραδεχτεί αργότερα ο σκηνοθέτης «που περίμενα μια ολόκληρη ζωή να φτιάξω και νιώθω σαν να είναι η αποτυχία της ζωής μου». Θα επιμείνει όμως. Την περιορίζει στα 120 λεπτά σε μια προσπάθεια να βρει το κοινό του. Η ταινία σαρώνει. Αποσπά Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, βραβείο BAFTA καλύτερης μη Αγγλόφωνης Ταινίας, Χρυσή Σφαιρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και το Μέγα βραβείο στο 43ο φεστιβάλ των Καννων.
Ο μικρός Τότο απογειώνεται μαζί με την ταινία. Βρίσκεται ξαφνικά να παίζει με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννη, τη Βανέσα Ρεντγκρειβ, τον Πιτερ Ουστίνοφ, τον Αντριάνο Τσελεντάνο, τον Κρίστοφερ Λι και τόσους άλλους. Μόνο που ξαφνικά το φιλμ παίρνει φωτιά, ο κινηματογραφος καίγεται, δεν βρίσκεται κάποιος να χαρίσει τα χρήματα από το λαχείο και ο Τότο αρνείται να φωνάξει ότι «η πλατεία είναι δική μου». Η μετάβαση του από παιδί σε ενήλικα ηθοποιό δεν εγινε ποτέ. Το όνειρο του δεν ήταν να γίνει ηθοποιός παραδέχεται σήμερα και όταν πια βλέπει την φιγούρα του στις ταινίες παραδέχεται πως είναι σαν να αντικρίζει αμήχανα το «παιδί» του. «Το σινεμά δεν θα πεθάνει ποτέ, είναι τέχνη, είναι ένα όνειρο όπως είναι η μουσική, είναι πάντα μαζί μας εδώ, δηλώνει «παρων» μας εξηγεί «Το Σινεμά ο Παράδεισος μίλησε γι αυτό το όνειρο. Έδωσε ένα μήνυμα αγάπης τόσο ανάμεσα σε ένα μικρό παιδί και τον Αλφρέδο, όσο και ανάμεσα στους ανθρώπους που αγαπούν το σινεμά. Ένα μήνυμα αγαπης το οποίο παρά τη φτωχεια εκεινα τα χρονια στην Ιταλία, ηταν παντου. Νομίζω οτι το μήνυμα του ειναι η αγαπη.»
Πριν λίγες μερες ο Τοτο, μπήκε στην τεταρτη δεκαετία της ζωής του. Δεν υπάκουσε στον Αλφρέδο, δεν έφυγε από τη Σικελία. Μα ακουσε τον δικό του πατέρα που ονειρο του ήταν να ανοίξουν ένα μικρό οικογενειακό εστιατόριο. Η κλωστή από το κουβάρι πλεξίματος που έσερνε η δική του μητέρα δεν έσπασε. Την ημέρα των γενεθλίων του γιόρτασε με φίλους, ισως πήγε στο μικρό ξενοδοχείο και ισως πέρασε και από το εστιατόριο που διατηρούν οικογενειακώς κοντά στον χώρο των γυρισμάτων.
Το ονόμασε «Το Όσκαρ των γεύσεων» και στους τοίχους αν προσέξεις θα διακρίνεις αναμνηστικά από την ταινία.
Η μοίρα όρισε αλλιώς τη ζωή του και τον παρέδωσε σε μια ήρεμη καθημερινότητα. Δεν ακολούθησε διεθνή καριέρα, δεν απογειώθηκε μα αφησε πισω τον ηρωα και εζησε με τον δικό του τρόπο. Οι εικόνες του όμως είναι ακόμη εκεί. Μια μέρα, οToτο σκέφτεται να τις βάλει σε τάξη και να γράψει ένα βιβλίο. Ίσως το καταφέρει και την επόμενη χρονιά. Ισως και όχι. H ζωή δεν είναι όπως στις ταινίες, είναι πολύ πιο δύσκολη. Θα ξαναπαίξεις ως ηθοποιός; τον ρωτήσαμε πριν κλείσουμε. «Δεν ξέρω, δεν ξέρω, ειλικρινα δεν ξέρω» απάντησε χαμογελώντας.