Το timing αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες στην πολιτική της πράξης αλλά και στην πολιτική σκέψη. Μάλιστα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το δεύτερο προηγείται και πάνω σ’ αυτό τα πολιτικά δίκτυα και το πολιτικό προσωπικό μπορούν να χτίσουν τον σχεδιασμό τους και την πολιτική τους, αφού το πολιτεύεσθαι δεν μπορεί να αποκοπεί από τη θεωρία.
Για να μπορέσουν όμως να συμβούν όλα τα παραπάνω είναι αναγκαία η κατανόηση της συγκυρίας, ενταγμένη μέσα στη μακρά διάρκεια και των όρων και των εννοιών ως ένας κώδικας συνεννόησης και εργαλείο ανάλυσης. Με άλλα λόγια, για να καταλάβουμε και να συνεννοηθούμε πρέπει να μιλάμε την ίδια γλώσσα.
Το νέο βιβλίο του Γιάννη Μπαλαμπανίδη «Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης. Δοκίμιο για την πολιτική σε ρευστούς καιρούς», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ πριν από λίγες μέρες συμβάλλει τα μέγιστα σε αυτή τη διαδικασία.
Η σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα γίνεται κατανοητή μέσα από τους όρους της αλλά και τα παραδείγματά της. Μια πραγματική συνεισφορά που μπορεί να απαντήσει σε ενδεχόμενα ερωτήματά μας, όπως λόγου χάρη τι είναι πρόοδος και συντήρηση στις μέρες μας και πώς αυτοί οι όροι εκπροσωπούνται ή δεν εκπροσωπούνται πολιτικά.
Αλλά ας αφήσουμε καλύτερα να μας τα πει ο ίδιος…
Η ανάγνωση του βιβλίου σας συνέπεσε με τη δημοσίευση ενός άρθρου στην κυριακάτικη εφημερίδα Εποχή ενός έμπειρου Έλληνα δημοσκόπου, όπου μίλησε για την επαναφορά του δίπολου Αριστερά-Δεξιά. Αν κρίνουμε και από τα χρώματα των λέξεων πρόοδος και συντήρηση στο εξώφυλλο του βιβλίου σας, καθώς και από τις βασικές σας θέσεις σε αυτό, συμφωνείτε με αυτή την άποψη ή τελικά δεν είχε φύγει ποτέ;
Όπως σωστά υποψιάζεστε, τόσο στο εξώφυλλο του βιβλίου όσο και κυρίως στις μέσα του σελίδες, υποστηρίζω ότι το δίπολο Αριστερά-Δεξιά, ή πρόοδος-συντήρηση με μια ευρύτερη έννοια, είναι πάντα παρόν. Και δεν μπορεί παρά να είναι παρόν, διότι αυτή η βασική διάκριση αποτελεί την ιδρυτική πράξη της εποχής μας, όπως εγκαινιάστηκε στη Γαλλική Επανάσταση όταν κάθησαν στα έδρανα της Συντακτικής Συνέλευσης οι επαναστάτες στα αριστερά, οι φιλομοναρχικοί στα δεξιά.
Είναι ανεξάλειπτη αυτή η διάκριση, γιατί αποτελεί τον βασικό χάρτη με τον οποίο οι άνθρωποι πλοηγούμαστε μέσα στη χαοτική θάλασσα της πολιτικής πραγματικότητας – σκεφτείτε τις έρευνες κοινής γνώμης, όπου οι ερωτώμενοι τοποθετούν με άνεση τον εαυτό τους στην κλίμακα Αριστερά-Δεξιά.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η διάκριση έχει πάντα το ίδιο νόημα. Οι έννοιες αλλάζουν καθώς αλλάζουν οι κοινωνίες. Και σε πολλές περιόδους αναδεικνύονται άλλες διαιρέσεις, δίπλα σε αυτήν τη βασική διάκριση, που μετριάζουν την έντασή της. Η ανάλυση του Στράτου Φαναρά, στην οποία αναφερθήκατε, δείχνει τεκμηριωμένα ότι στην πρόσφατη δεκαετία της κρίσης αναδύθηκαν στη δημόσια σφαίρα της χώρας μας και άλλες, έντονες διαιρέσεις, με κυρίαρχη το «μνημόνιο-αντιμνημόνιο». Ωστόσο, είναι συγκυριακές, δεν έχουν ιστορικό βάθος. Όταν περνάμε σε έναν επόμενο κύκλο, ξαναβγαίνει στην επιφάνεια ως κυρίαρχο δίπολο το Αριστερά-Δεξιά, που βέβαια διασταυρώνεται και εμπλουτίζεται με άλλες πολώσεις, τις οποίες προσπαθώ να συζητήσω στο βιβλίο.
Πόσο εξοικειωμένοι είναι κατά τη γνώμη σας οι πολιτικοί και οι πολίτες με τα παραδείγματα, τους όρους και τις έννοιες που πραγματεύεστε;
Με άλλες περισσότερο και με άλλες λιγότερο. Ας πούμε, υπάρχουν ορισμένοι κλασικοί όροι, όπως είπαμε, που αποτελούν βασική αναφορά για όλους μας. Ωστόσο, προσλαμβάνουν νέα περιεχόμενα, όταν ανακύπτουν στο κοινωνικό, και τελικά στο πολιτικό επίπεδο νέοι όροι, νέα ζητήματα, νέα αιτήματα.
Για να δώσω ένα παράδειγμα, σήμερα ένα κεντρικό πολιτικό διακύβευμα είναι οι ανισότητες. Μοιάζει με την παλιά συζήτηση περί εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά χωρίς το σαφές ταξικό περιεχόμενο που καθόριζε στον 20ό αιώνα την προοδευτική πολιτική. Το καινούριο εδώ είναι ότι μιλάμε για το σύγχρονο πρεκαριάτο, για τα στρώματα που βιώνουν έντονα την εργασιακή και βιωτική επισφάλεια – και μπορεί να είναι επίσης στρώματα νεανικά, υψηλής μόρφωσης, μεσοαστικής καταγωγής, διεθνοποιημένα, ωστόσο να μην αισθάνονται και τόσο άνετα στη σημερινή αγορά εργασίας.
Δίπλα σε αυτό, αναδύονται και άλλα αιτήματα, που ριζοσπαστικοποιούν τα λεγόμενα «μετα-υλιστικά» κινήματα της δεκαετίας του 1960: έμφυλα ζητήματα (metoo), ζητήματα ρατσισμού και φυλετικού πλουραλισμού (black lives matter), η κλιματική αλλαγή, ακόμη και η πολιτική ορθότητα ως κουλτούρα συμπεριφοράς στη δημόσια σφαίρα.
Το ενδιαφέρον είναι ότι αναδύονται και έννοιες όπως η λεγόμενη «intersectionality» (διατομεακότητα), που περιγράφουν τους όρους πολιτικοποίησης ιδίως των νεότερων, των μιλένιαλς ας πούμε. Είναι το σημείο όπου διασταυρώνονται πολλαπλές ανισότητες και διακρίσεις, υλικές και συμβολικές, διαμορφώνοντας μια σύνθετη πολιτική ταυτότητα. Ας προσπαθήσουμε να εξοικειωθούμε με αυτές τις νέες λέξεις, είναι πιο κοντά μας απ’ ό,τι καμιά φορά νομίζουμε.
Στο βιβλίο σας διατρέχετε τις «δυτικές» δημοκρατίες οριζόντια, με κάποιες κάθετες διαφοροποιήσεις. Αυτή η ομοιογενοποίηση είναι αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης ή εγγενές συστατικό των φιλελεύθερων αστικών δημοκρατιών;
Περιορίζομαι στις τάσεις που αναδύονται στις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες, διότι μας είναι (και μου είναι) πιο οικείες, αλλά και επειδή αυτός είναι ο βασικός πολιτικός μας ορίζοντας και στην Ελλάδα. Εξάλλου, καθώς πλέον ξέρουμε ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν είναι ένα μοντέλο που αυτόματα διαχέεται μέσω της παγκοσμιοποίησης σε όλη την υφήλιο (τα αυταρχικά καθεστώτα πληθαίνουν, ακόμη και μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση), είναι κρίσιμο να δούμε πώς θα μπορέσουμε να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία μας, αναγνωρίζοντας τα ελλείμματά της και ενθαρρύνοντας τις δυναμικές που την αναζωογονούν.
Όλα τα θέματα που θίξαμε τηλεγραφικά παραπάνω διατρέχουν οριζόντια τις δυτικές δημοκρατίες, και αυτό είναι αποτέλεσμα μακρών ιστορικών διαδικασιών. Ακόμη και έτσι, όμως, οι ποικιλίες προοδευτικής και συντηρητικής πολιτικής που αναπτύσσονται εδώ ή εκεί έχουν και κοινά στοιχεία και σημαντικές διαφοροποιήσεις. Για παράδειγμα, διαπιστώνουμε μεν μια επιστροφή της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά σε διαφορετικές εκδοχές της, στη Γερμανία, στην Ιβηρική, στη Σκανδιναβία, ή στις ΗΠΑ, που κατά τη γνώμη μου είναι το πιο προχωρημένο σήμερα εργαστήρι προοευτικής πολιτικής. Μέσα από τον πλουραλισμό, είναι πάντως δυνατό να διακρίνουμε κοινές τάσεις – και για εμάς εδώ στην Ελλάδα είναι κρίσιμο να διευρύνουμε το βλέμμα μας, που όχι σπάνια είναι μάλλον εσωστρεφές.
Πόσο εφικτή είναι η επανασύνδεση της σοσιαλδημοκρατίας και της «ήπιας» Αριστεράς με τον κόσμο της εργασίας;
Είναι σίγουρα αναγκαία, με την έννοια ότι στη δεκαετία του 1990 και του 2000, η σοσιαλδημοκρατία και η μεταρρυθμιστική Αριστερά κατάφερε να ανανεωθεί και να αποκτήσει μια πιο μοντέρνα ταυτότητα, ωστόσο αυτό είχε ως τίμημα να διαρρήξει τους δεσμούς της με τον κόσμο της εργασίας και τα πληβειακά στρώματα, τα οποία ιστορικά εκπροσωπούσε – θυμίζω ότι η σοσιαλιστική πολιτική ήταν «το όπλο των φτωχών». Εξού και παρότι ανανεώθηκε, παραχώρησε ζωτικό χώρο σε δυνάμεις της συντηρητικής αλλά και της νεο-συντηρητικής ή άκρας Δεξιάς, οι οποίες σε διάφορες εκδοχές τους, από τον Τραμπ μέχρι τη Λεπέν, πέτυχαν να συγκινήσουν τους «χαμένους της παγκοσμιοποίησης». Νομίζω ότι η επανασύνδεση μπορεί εκτός από αναγκαία να είναι και εφικτή, υπό τον όρο ότι η προοδευτική πολιτική θα ξαναθυμηθεί ένα βασικό ιστορικό χαρακτηριστικό της: ότι, όπως έχει γράψει η Σέρι Μπέρμαν, στις καλύτερες στιγμές της έδινε το πρωτείο στην πολιτική έναντι της οικονομίας, ότι έβαζε την πολιτική παρέμβαση πάνω από τους «σιδερένιους νόμους» της ιστορίας, της οικονομίας, της παγκοσμιοποίησης ή των «αγορών».
Μπορεί η Αριστερά ανάμεσα στις συμπληγάδες του εθνικού και του υπερεθνικού, του κρατικού και του κοινωνικού, του κλασικού πολιτικού και του «κοινοτισμού», να συνθέσει τη νέα πολιτική της «καλή ιστορία» που θα περιλαμβάνει τους «outsiders» της νέας εποχής, που έχει ήδη φτάσει;
Ναι, αλλά χρειάζεται πολιτική τόλμη και φαντασία. Καταρχάς για να ταχθεί αποφασιστικά με το μέρος των outsiders, αυτών που είναι «στην απ’ έξω» αλλά και για να κατανοήσει ότι και αυτοί οι περίφημοι outsiders δεν αποτελούν ένα ενιαίο κοινωνικό σώμα – δεν είναι ούτε «ο λαός», ούτε «η εργατική τάξη» κ.ο.κ. Η έννοια αυτή μπορεί να αφορά ανθρώπους που αισθάνονται ματαιωμένοι από τους υλικούς αλλά και τους επαγγελματικούς όρους της ζωής τους, ανθρώπους που επιζητούν την ασφάλεια αλλά και νέες δυνατότητες για να αναπτύξουν τις δυνατότητές τους, ανθρώπους που πολιτισμικά είναι συντηρητικοί ή από την άλλη υιοθετούν τα πιο προωθημένα αιτήματα, που υφίστανται πολλαπλές διακρίσεις και ανισότητες.
Εν ολίγοις, χρειάζεται να πάψει να αναζητά το προνομιακό υποκείμενο της ιστορίας, διότι κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, και δη στον ενικό. Όπως προσπαθώ να πω και στο βιβλίο, τόσο οι ιδέες της προόδου (και της συντήρησης) όσο και οι πολιτικές ταυτότητες ή οι κοινωνικές συλλογικότητες σήμερα κλίνονται στον πληθυντικό. Ζούμε σε έναν κόσμο πολλαπλών πολώσεων και συγκρούσεων, τις οποίες θα πρέπει να αναγνωρίσουμε και να τους δώσουμε πολιτική εκπροσώπηση – με τρόπο συγκρουσιακό αλλά όχι εμφυλιοπολεμικό. Αυτό είναι κρίσιμο, όχι μόνο για την Αριστερά ή τη Δεξιά, αλλά για τη δημοκρατία εν γένει.