Από τις εκδόσεις «Πόλις» κυκλοφορεί το νέο βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου «Αν το προσφυγικό ήταν πρόβλημα, θα είχε λύση», που προκαλεί ήδη μεγάλες συζητήσεις. Το iEidiseis, που στηρίζει το βιβλίο, προχωρά σε προδημοσίευση, ενώ άμεσα θα δημοσιεύσει και συνομιλία με τον συγγραφέα:
«Το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία ήταν σχετικά ομοιογενής πολιτισμικά δεν σχετίζεται με την ανεπανάληπτη «ενικότητα» του «ελληνικού πολιτισμού». Ιστορικά, ό,τι ονομάζουμε ελληνικότητα δεν είναι μια μονολιθική στατική οντότητα «από αρχαιοτάτων χρόνων», αλλά ένα σημείο συνάντησης διαφορετικών ταυτοτήτων. Είδαμε πιο πάνω ότι, στο σημείο που βρίσκεται αυτή η χώρα, δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά. Με αυτή την έννοια, κάθε πολιτισμός είναι συνάντηση πολιτισμών: ούτε διαχρονικός είναι, ούτε «ένας». Με τον ίδιο τρόπο, κάθε άνθρωπος εκφράζει και αποτελεί από μόνος του μια συνάντηση πολιτισμών. Το μόνο που μπορεί εύλογα να διεκδικεί μια σχετική ενικότητα είναι η υποκειμενική πρόσληψη των περιβαλλουσών πολιτισμικών παραστάσεων από τα άτομα, ακόμα και στις πιο «ομοιογενείς» κοινωνίες. Όπως γράφει ένας σημαντικός πολιτικός φιλόσοφος του καιρού μας:
«Η πολιτισμική ποικιλία δεν είναι ένα φαινόμενο που αφορά εξωτικούς και ασύμμετρους “άλλους” σε μακρινά μέρη και σε διαφορετικά επίπεδα ιστορικής ανάπτυξης, όπως η παλαιότερη έννοια της κουλτούρας φανταζόταν. Όχι. Η πολιτισμική ποικιλία είναι εδώ και τώρα σε κάθε κοινωνία».
Η μετανάστευση μεγεθύνει αυτή τη συνάντηση, τη φορτίζει περαιτέρω και την κάνει πιο εντυπωσιακή. Τα Σπάτα πήραν το όνομά τους από έναν Αλβανό φύλαρχο του 15ου αιώνα. Το ίδιο και η Μαλακάσα. Οι Λιόσια ήταν μια μεγάλη αλβανική φάρα που κατέβηκε λίγο αργότερα. Πέντε αιώνες μετά, κάποιοι Αλβανοί μετανάστες, ποτισμένοι από τις εθνικιστικές ανοησίες, έλεγαν πως όλα αυτά είναι αλβανικά. Ένας λογικός άνθρωπος, όμως, ξέρει ότι όλα αυτά είναι ελληνικά, απλώς η ελληνικότητά τους έχει και κάτι αλβανικό. Και ξέρει επίσης ότι κάποιοι μεγάλοι ήρωες της Επανάστασης του 1821 ήταν αλβανόφωνοι. Τόσο απλά.
Εφόσον, λοιπόν, εξ ορισμού δεν υπάρχει μονο-πολιτισμός, παρά μόνο σε κάποιες πολύ μοναχικές γωνιές του πλανήτη, η Ελλάδα δεν «έγινε» πολυπολιτισμική εξαιτίας της μετα-ψυχροπολεμικής μετανάστευσης, όπως εξακολουθούν να ισχυρίζονται ορισμένοι. Αυτό που «έγινε» είναι ότι μεταβλήθηκαν οι δείκτες, η ένταση και η πρόσληψη της πολυπολιτισμικότητας. Τη δεκαετία του ’90, λοιπόν, η μετανάστευση άλλαξε μεν τα πράγματα, αλλά κυρίως άλλαξε την αντίληψή μας για αυτά, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο τα προσλαμβάνουμε. Κανένας πλέον δεν μιλούσε για μονοπολιτισμική κοινωνία. Πολλοί θρήνησαν την απώλεια, λιγότεροι χάρηκαν. Όπως και να ’χε, όμως, κατά κυριολεξία, τα ψέματα τελείωσαν.
Επομένως, η μετανάστευση μετέβαλε κυρίως την κυρίαρχη αντίληψη για την πραγματικότητα που βιώνουμε. Ο μύθος της ελληνικής μονοπολιτισμικότητας χρησιμοποιείται πλέον για να δικαιολογήσει την «αμηχανία» με την οποία το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε τις μεταναστευτικές ροές, από τη δεκαετία του ’90 και ύστερα. Έκτοτε, η αμηχανία μπροστά στο βολικά καινοφανές συγχωρεί όχι μόνο τις παραλείψεις και τις αβλεψίες, αλλά και τις εγκληματικές αμέλειες της Ελληνικής Πολιτείας απέναντι στη μετανάστευση, σε όλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα αλλά και στις δύο πρώτες του 21ου».