Βράδυ Τρίτης στο γραφείο του, στον πρώτο όροφο του πέτρινου κτιρίου Βάιλερ στον χώρο του Μουσείου της Ακρόπολης, μας υποδέχεται ο νέος και πρώτος Γενικός Διευθυντής του, Ομότιμος Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας, κ. Νίκος Σταμπολίδης, αναμφισβήτητα ένα από τα πρόσωπα της χρονιάς στην Ελλάδα και όχι μόνο. Η συνάντηση-συζήτησή μας συνέπεσε και με δύο σημαντικά γεγονότα, την παραχώρηση 10 θραυσμάτων από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο(ΕΑΜ) και την κατάθεση από το Μουσείο του Παλέρμο στη Σικελία και τοποθέτηση του θραύσματος «Fagan» από την ανατολική ζωφόρο του Παρθενώνα στο Μουσείο της Ακρόπολης, που έλαβαν χώρα στις 3 και 10 Ιανουαρίου αντίστοιχα, με τον πιο επίσημο τρόπο, παρουσία του πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη και της υπουργού Πολιτισμού, κας Λίνας Μενδώνη.
Σε μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης με έναν τόσο διακεκριμένο εκπρόσωπο της σύγχρονης επιστημονικής και πολιτιστικής Ελλάδας και ταυτόχρονα καθηγητή σου στο Πανεπιστήμιο, αναζητάς το σημείο από πού θα πιάσεις το νήμα για να ξεκινήσεις τη συζήτηση. Και επειδή αναφερόμαστε σε έναν άνθρωπο που μιλάει με τη δουλειά του, τον ρωτήσαμε για το «Κάλλος», την τελευταία έκθεση που εμπνεύσθηκε και επιμελήθηκε ως διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, θέση στην οποία υπηρέτησε για 25 ολόκληρα χρόνια ταυτόχρονα με τις διδακτικές υποχρεώσεις του στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, την ανασκαφή στην Αρχαία Ελεύθερνα και το γνήσιο «τέκνο» του το Μουσείο Αρχαίας Ελεύθερνας.
Η «προϊστορία»
Ξεκινώντας ο ίδιος με μια ιστορική αναφορά στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης μάς ανάφερε ότι «η Ντόλυ Γουλανδρή προσπάθησε από το 1992 έως το 1996 να με πείσει να έρθω στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Κάθε φορά είχα και μια διαφορετική δικαιολογία. Την πρώτη φορά ότι ήμουν πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας και δεν μπορούσα να φύγω, τη δεύτερη φορά ότι ήμουν κοσμήτορας της Φιλοσοφικής σχολής. Μου έλεγε διάφορα, προσπαθώντας να με πείσει, έβαζε και λυτούς και δεμένους, Κρητικούς κυρίως φίλους και βοηθούντες την Αρχαία Ελεύθερνα στην περίοδο 1992-1996 – είχα ξεκινήσει από το 1985 την Ελεύθερνα. Και τελικά με έπεισε με έναν μόνο όρο. Μπορείς να κάνεις τα όνειρά σου πραγματικότητα μου είπε. Τήρησε το λόγο της και τήρησα κι εγώ τον δικό μου για 25 χρόνια».
Η Ντόλυ Γουλανδρή έφυγε από τη ζωή το 2008, στη μέση της περιόδου που ο καθηγητής διηύθυνε το μουσείο, ωστόσο, αναφέρει με υπερηφάνεια ότι «τήρησα το λόγο μου με όλες αυτές τις εκθέσεις όχι μόνο τις αρχαιολογικές.Τι να πρωτοθυμηθώ; Την ‘‘Πόλη κάτω από την Πόλη’’ για το μετρό των Αθηνών; Την πρώτη και τη δεύτερη Ελεύθερνα στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης; Να θυμηθώ τους ‘‘Ολυμπιονίκες’’; Τους ‘‘Πλόες’’ απ’ τη Σιδώνα στη Χουέλβα για όλους τους λαούς της Μεσογείου; Να θυμηθώ τα πανανθρώπινα θέματα δηλαδή τον Έρωτα, την Υγεία, τον Θάνατο; Τον Καβάφη; Τους συνδυασμούς των θεϊκών διαλόγων, δηλαδή, τις σχέσεις της αρχαιότητας με τη μοντέρνα τέχνη όπως η έκθεση ‘‘Πικάσο και ελληνική αρχαιότητα’’; Την κυκλαδική κοινωνία; Τις αναδυόμενες πόλεις Απτέρα, Ελεύθερνα, Κνωσό; Τι να πρωτοθυμηθώ; Τις μοντέρνες; Τις αναγεννησιακές; Τον Πικάσο και τη Γκερνίκα του; Το Νταλί; Τον Τιτσιάνο;»
Και προσθέτει ότι «ένα μικρό θεματικό μουσείο, όπως είναι το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης δε θα μπορούσε να επιβιώσει, καθώς μπορείς να επισκεφτείς τις μόνιμες συλλογές δυο ή τρεις φορές, αλλά όχι περισσότερες. Έπρεπε, λοιπόν, να επενδύσει σε περιοδικές εκθέσεις. Αυτέςοι ντουζίνες των εκθέσεων είναι αυτές που του έδωσαν το όνομά του και τη δημοσιότητά του τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό». Παρ’ όλα δεν παραλείπει να υπενθυμίσει ότι «μαζί μ’ αυτά έγιναν κι άλλα, όπως το καφέ, το πωλητήριο, πολύ σημαντικά πράγματα που δεν τα δημιούργησα εγώ ο ίδιος, αλλά ως γενικός διευθυντής τα γνώριζα και τα ενέκρινα. Επομένως, έπρεπε έχοντας τελειώσει την τελευταία έκθεση για το 1821 με τον Θανάση και την Μαρίνα Μαρτίνου για τη συλλογή τους να προχωρήσω σε αυτό που είχα υποσχεθεί να κάνω. Να ολοκληρώσω, δηλαδή, τον κύκλο των εκθέσεων, γιατί κανονικά η έκθεση του Κάλλους έπρεπε να παρουσιαστεί μετά τον Έρωτα, αλλά λόγω άλλων προγραμματισμών και δυσκολιών προηγήθηκε ο Έρωτας, ακολούθησε η Υγεία, Το Επέκεινα και μετά οι υπόλοιπες εκθέσεις».
Και με μια έκφραση συναισθηματικής πληρότητας για τη δουλειά του εκεί μας τονίζει «Και τώρα έκλεισα τον κύκλο. Γιατί πρέπει να ξέρει κανείς πότε φεύγει με κάλλος, με ομορφιά, όχι μόνο εξωτερική αλλά και εσωτερική, δηλαδή ηθική. Κάλλος που βγαίνει από την ψυχή σου και αντανακλάται στο πρόσωπο και στη γενική εικόνα. Για να ανηφορίσω φεύγοντας προς την κιβωτό της καλαισθησίας και του αρχαιοελληνικού κάλλους που είναι ουσιαστικά αυτό που ενυπάρχει μέσα στο Μουσείο της Ακρόπολης».
Στο Μουσείο της Ακρόπολης
Στην ερώτησή μας τι βρήκε όταν ανέλαβε τη νέα του θέση ως Γενικός Διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης, απέναντι από τον ιερό βράχο και ουσιαστικά μέσα σε αυτόν λόγω των εκθεμάτων του μουσείου, μας απάντησε αρχικά χωρίς να αποφύγει την ουσία με μια δική του ερώτηση: «Δεν ξέρω γιατί την ερώτησή σας την εκλαμβάνω διττώς. Τι βρήκα μέσα από άποψη εκθεμάτων, δηλαδή αυτό που λέμε το παρθενώνειο ή το κλασσικό κάλλος, ή τα αριστουργήματα αυτού του Ιερούπάνω στον Ιερό βράχο, που βρίσκονται στο Μουσείο σήμερα; Γιατί εγώ συγχρόνως αντιλαμβάνομαι ότι εννοείτε και τι βρήκα από άποψη διοίκησης. Το αντιλαμβάνομαι σωστά;»
Κι αφού συμφωνήσαμε μας υπενθύμισε ότι «δεν είμαι καινούργιος σε αυτό το μουσείο από άποψη διοίκησης. Ήδη από το 2014 ήμουν μέλος του Δ.Σ. με Πρόεδρο τον καθηγητή κ. Δημήτρη Παντερμαλή, τον οποίο γνωρίζω από τα φοιτητικά μου χρόνια και είναι ένας άνθρωπος που τουλάχιστον σε δύο εκλογές μου, τις πιο κρίσιμες, αυτή του αναπληρωτή καθηγητή, και αυτή του τακτικού καθηγητή, ήταν ο άνθρωπος που είχε πει ‘‘το μάτι του Σταμπολίδη ως αρχαιολόγου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί’’ κάτι στο οποίο, ως φοιτητής τότε ήμουν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς. Όπως επίσης ότι ‘‘εμείς οι υπόλοιποι πρωτοβάθμιοι καθηγητές των πανεπιστημίων της χώρας, εννοούσε των Αθηνών, της Θεσσαλονίκης, των Ιωαννίνων κ.λπ., εμείς αυτόν θέλουμε για την Κρήτη’’. Κι αυτό και έγινε».
Εμείς επιμείναμε στην ερώτησή μας για την κατάσταση που βρήκε στο Μουσείο της Ακρόπολης, όπου και εκεί ο νέος Γενικός Διευθυντής δεν μάσησε τα λόγια του: «Πρώτα-πρώτα πρέπει να πούμε ότι ο καθηγητής Παντερμαλής, με χίλιους δυο τρόπους και με πάρα πολλές δυσκολίες, δίκες κ.λπ. κατόρθωσε πάντα σε συνεργασία με τους ιθύνοντες της Πολιτείας, να μας δώσει αυτό το καταπληκτικό μουσείο. Και όραμα είχε και τρόπο είχε τότε με τον Οργανισμό Ανέγερσης του Μουσείου, να το λειτουργήσει μέχρι το 2019 όπου πέρασε πια ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Άρα παίρνοντας από τη δική του εμπειρία και επειδή τον συμβουλεύομαι πάντα, πρέπει να σας πω ότι εδώ υπάρχει μία συνέχεια και μία συνέπεια. Φυσικά οι άνθρωποι είμαστε διαφορετικοί. Κι αυτή είναι και η γοητεία των ανθρώπων. Ότι είναι όμοιοι αλλά όχι ίδιοι».
Και προσθέτει ότι «Έρχομαι, λοιπόν, σε ένα μουσείο που διοικητικά το γνωρίζω. Και που βεβαίως γνωρίζω ότι είναι ένα Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Άρα δεν έχει να κάνει με τον ίδιο τρόπο με τη διοίκηση ενός ιδιωτικού μουσείου, όπως είναι το Κυκλαδικής Τέχνης. Όμως αυτή η δυνατότητα που δίνεται σε ένα Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, να μην είναι ακραιφνώς δημόσιο, αλλά να έχει αρκετές δυνατότητες λειτουργίας και δημιουργικότητας, νομίζω ότι επειδή γνωρίζω πολύ καλά την αρχαιολογική υπηρεσία και οι συνάδελφοί μου της αρχαιολογικής υπηρεσίας με γνωρίζουν από τη Θράκη μέχρι την Κρήτη και από τη Ρόδο ως την Κέρκυρα, όχι μόνο οι άνθρωποι του πεδίου, δηλαδή των ανασκαφών, αλλά και των μουσείων και των αποθηκών των μουσείων και στο ΚΑΣ τόσα χρόνια, πιστεύω ότι αυτά αποτελούν εχέγγυα από την εμπειρία που διαθέτω και από το Πανεπιστήμιο, το οποίο είναι κι αυτό ένα Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου.Να μπορώ, δηλαδή, να βρω το modus vivendi, τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργήσει άριστα αυτό εδώ το κόσμημα των Μουσείων της χώρας».
Ωστόσο, και για να μην υπάρχουν παρανοήσεις ο καθηγητής Σταμπολίδης επισημαίνει με εμφαντικό τρόπο ότι «δεν αμφισβητώ ότι το Εθνικό μας Μουσείο είναι η κιβωτός του πολιτισμού όλης της χώρας, περιέχει δηλαδή ευρήματα από κάθε γωνιά της ελληνικής γης, όμως το μουσείο της Ακρόπολης είναι ο φάρος όχι μόνο του κλασικού κόσμου αλλά και της καλαισθησίας και της αισθητικής, το επιστέγασμα θα έλεγα, η κορύφωση του ελληνικού πολιτισμού που δεν αμφισβητείται πουθενά στον κόσμο και γι’ αυτό είναι μέσα στην πρώτη πεντάδα των καλύτερων μουσείων του κόσμου».
Η επιστροφή των «μαρμάρων»
Όπως είναι φυσικό δεν θα αφήναμε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία να μιλήσουμε για το ζήτημα της διεκδίκησης της επιστροφής των «Γλυπτών του Παρθενώνα», ειδικά όταν μια μέρα πριν, δύο από τα 10 θραύσματα που παραχωρήθηκαν από το ΕΑΜ βρήκαν τη θέση τους στη ζωφόρο στην Αίθουσα του Παρθενώνα, ενώ οκτώ ακόμα θα παρουσιάζονται το επόμενο διάστημα στον τρίτο όροφο του Μουσείου Ακρόπολης. Και εδώ η συζήτηση ήταν άκρως ενδιαφέρουσα και εξόχως διαφωτιστική.
Ο κ. Σταμπολίδης ξεκίνησε με ένα παράδειγμα, όπως είπε, που το καταλαβαίνουν όλοι, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Δεν πρόκειται για γλυπτά έργα, πέτρινα, μαρμάρινα, χάλκινα που υπήρχαν σ’ ένα χώρο και μετακινήθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο. Ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια, από τα ιερά της Ελλάδας, της Μικράς Ασίας και αλλούείχαν απομακρυνθεί αρχαία προς μια άλλη κατεύθυνση προς τη Δύση, προς τη Ρώμη και αργότερα και σε άλλες πρωτεύουσες του δυτικού κυρίως κόσμου, αλλά εδώ πρόκειται για κομμάτια ενός αρχιτεκτονήματος, δηλαδή αρχιτεκτονικά γλυπτά. Δεν είναι ελεύθερα γλυπτά. Ανήκουν σε ένα σώμα που είναι ο Παρθενώνας. Έχει τα θεμέλιά του, τη βάση του, τις κολόνες του, τις μετόπες, την ζωφόρο, τα αετώματά του και τη στέγη του».
Και συνεχίζει πιο ζωντανά με το παράδειγμά του: «Αν εγώ σας κόψω το κεφάλι, ένα χέρι, τη μύτη και σας αφήσω τον κορμό με κάποια άλλα κομμάτια του οργανισμού σας, παύετε να είστε ένας ολοκληρωμένος οργανισμός. Δεν πρόκειται για μια απομάκρυνση αλλά για έναν βανδαλισμό. Επειδή εκείνη την εποχή ένα κομμάτι μιας ζωφόρου, ένας λίθος που έχει πάχος περίπου 60 εκατοστά και ζύγιζε έως περίπου επτά (7) τόνους δεν θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε πλοία ιστιοφόρα, δεν υπήρχαν το 1800 ατμόπλοια για να σηκώσουν τόσο βάρος. Άρα τι γινόταν; Έκοβαν τα πρώτα 15 εκατοστά με τα ανάγλυφα του λίθου και άφηναν είτε κάτω στη γη είτε να κρέμονται πάνω από τους κίονες οι μετόπες και οι λίθοι των ζωφόρων, για να μπορέσουν να «αιχμαλωτίσουν» την καλαισθησία των γλυπτών. Όμως ο γλυπτός διάκοσμος αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του αρχιτεκτονήματος. Επομένως αυτό είναι βανδαλισμός».
Επιμένοντας στον χαρακτηρισμό τονίζει ότι «δεν είναι βανδαλισμός οποιουδήποτε αρχιτεκτονήματος. Είναι βανδαλισμός ενός μνημείου της κορύφωσης του κλασικού πολιτισμού, του μνημείου της Δημοκρατίας, σύμβολο του παγκόσμιου πολιτισμού σήμερα. Μνημείο της Unesco, μοναδικό και ανεπανάληπτο. Δεν είναι ένας ακόμη ναός, είναι ο Ναός».
Και τι μέλλει γενέσθαι; «Έφυγαν. Με τον τρόπο που έφυγαν. Κόσμησαν το Βρετανικό Μουσείο που υπερηφανεύεται ότι είναι μουσείο του παγκόσμιου πολιτισμού γιατί έχει Βαβυλωνιακά Σουμεριακά, Ελληνικά, Ρωμαϊκά και άλλα έργα της αρχαιότητας. Χωρίς να θέλω να προσβάλω κανέναν πέστε μου ποιος πολιτισμός της αρχαιότητας συνεχίζεται από έναν λαό, δε θα μιλήσω για θρησκείες, αλλά για αυτή τη διάρκεια και συνέχεια της γλώσσας του. Βαβυλωνιακά και Σουμεριακά δεν υπάρχουν πια. Ελληνικά όμως υπάρχουν και σήμερα. Και συνεχίζονταν να ομιλούνται από έναν λαό που τη στιγμή κατά την οποία τα γλυπτά απομακρύνθηκαν από το σώμα τους, τον Παρθενώνα, ήταν υπόδουλος και που αμέσως μετά την απελευθέρωσή του τα διεκδίκησε. Η διεκδίκηση δεν ξεκίνησε στο β’ μισό του 20ού αιώνα. Διεκδικούνται από τη σύσταση του ελληνικού κράτους και μετά. Εμείς είμαστε οι συνεχιστές μιας φωνής και μιας διεκδίκησης. Δε σταματήσαμε ποτέ».
Η απάντηση στου Βρετανούς
Απαντώντας στις βρετανικές αιτιάσεις ο καθηγητής Σταμπολίδης είναι ξεκάθαρος: «Και αυτό που λέγεται από κάποιους Βρετανούς ότι είναι κομμάτι της ιστορίας ενός μουσείου, εγώ θα απαντούσα: η ιστορία ενός μουσείου όσο σημαντικό κι αν είναι αυτό, είναι μεγαλύτερη από την ιστορία ενός λαού; Άλλωστε, το 60%, για να μην πω μεγαλύτερο ποσοστό, του Βρετανικού λαού είναι υπέρ της επανένωσης και της επιστροφής. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί αντιλαμβάνονται την ενότητα του σώματος που λέγεται Παρθενώνας. Θα έλεγα λοιπόν ότι όσοι ισχυρίζονται ότι πρόκειται για ένα ζήτημα μεταξύ δύο μουσείων, αυτό είναι υπεκφυγή. Υποστηρίζουν, δηλαδή, ότι το Βρετανικό μουσείο είναι ανεξάρτητο και αποφασίζει αυτό για τα του οίκου του. Πώς μπορεί να είναι ανεξάρτητο ένα μουσείο όταν οι trustees και άλλα όργανά του ορίζονται από την πολιτεία, τουλάχιστον τμηματικά, η οποία και το επιχορηγεί;
Και συνεχίζει: «Όταν το 1816 πηγαίνουν τα αρχιτεκτονικά γλυπτά στο Βρετανικό Μουσείο αντί 35.000 λιρών που δόθηκαν στον Τόμας Μπρους, Λόρδο του Έλγιν, αυτό έγινε με πράξη του Βρετανικού Κοινοβουλίου με πλειοψηφία, όχι ομόφωνα. Και πάλι με πράξη του Βρετανικού Κοινοβουλίου το 1963,αποφασίστηκε ότι αυτά δεν μπορούν να μετακινηθούν από το Βρετανικό Μουσείο. Αυτό είναι νόμος του κράτους. Με έναν αντίστοιχο νόμο το 2022 αυτό θα μπορούσε να αλλάξει. Επομένως αυτό είναι σόφισμα».
Επιστρέφοντας στο σήμερα για το κεφαλαιώδες αυτό ζήτημα πολιτισμού μάς πληροφορεί ότι «στις 29/9/2021 η επιτροπή στην οποία συμμετείχε ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, ο κ. Γεώργιος Διδασκάλου, η κα Άρτεμις Παπαθανασίου από το υπουργείο Εξωτερικών, η κα Βάσω Παπαγεωργίου, από το υπουργείο Πολιτισμού κι εγώ από το Μουσείο της Ακρόπολης, για πρώτη φορά στην επιτροπή της Unescoκαταφέραμε με τα επιχειρήματά μας να ληφθεί μια Απόφαση (Decision),ενώ από τη Μελίνα Μερκούρη μέχρι εκείνη τη στιγμή λαμβάναμε μόνο συστάσεις (recommendations). Με την απόφαση της Unesco ορίζεται ότι δεν πρόκειται για ζήτημα μεταξύ δύο μουσείων, αλλά πρόκειται για θέμα διακυβερνητικό. Και ότι είναι σωστό, δίκαιο και ηθικό να γυρίσουν τα γλυπτά και να επανενωθούν με το σώμα στο οποίο ανήκουν».
Και μας εξηγεί αναλυτικά: «Κάθε βρετανικό επιχείρημα, απαντιόταν από εμάς με ένα αντεπιχείρημα και γι’ αυτό στο τέλος ελήφθη η Απόφαση (Decision). Ορισμένα από τα επιχειρήματα ήταν τα εξής: Είπα, αφού είστε ένα παγκόσμιο μουσείο, ένα μουσείο εγκυκλοπαιδικό και άρα εκπαιδευτικό – επιμορφωτικό, πώς διδάσκετε την ιστορία; Πού βρίσκεται η ηθική; Εμείς προτείνουμε να μας τα επιστρέψετε και η Ελλάδα δεν θα αφήσει σκοτεινή την αίθουσά Duwin,γιατί σε συνεννόηση με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, θα μπορούσαν να ταξιδεύουν έργα κλασικού πολιτισμού στο Βρετανικό Μουσείο, η έκθεση των οποίων αντιπροσωπεύει με ηθικό τρόπο τον ελληνικό πολιτισμό. Γιατί αυτό είναι ηθικό και δίκαιο και γιατί σε όποιο μουσείο του κόσμου και να τα πάτε, με όποιο τρόπο και να τα επιδείξετε, και αν τα φωτίσετε, ο επισκέπτης τους δε θα μπορέσει ποτέ να έχει το βράχο πάνω στον οποίο στήθηκαν, το περιβάλλον που τα γέννησε, τις εποχές και τα χρόνια που τα διαδέχτηκαν, τις μυρωδιές από τις εποχές κάθε χρόνου, το φως που τα γέννησε και το φως που εξακολουθεί να τα λούζει».
Το όραμα
Κι όταν φτάσαμε στο όραμα του για το Μουσείο της Ακρόπολης, ως άνθρωπος των έργων και όχι των λόγων όπως έχουμε ήδη αναφέρει μας απάντησε: «Συνηθίζω να λέω ότι δεν κάνω ανακοινώσεις πριν ετοιμάσω το έργο. Επομένως κι εδώ θα σας απαντήσω με τον ίδιο τρόπο. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι αν δεν πίστευα ότι θα επιστραφούν τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του Παρθενώνα, δε θα ήμουν εδώ. Η πολύχρονη εμπειρία μου στο πεδίο, την ανασκαφή, και τον αρχαιολογικό χώρο και η δημιουργία του μουσείου στην Ελεύθερνα, καθώς και η εμπειρία μου από το πανεπιστήμιο και αυτή των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων όλης της χώρας, όχι μόνο μέσα από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, το ΚΑΣ, αλλά και ως γενικός διευθυντής 25 χρόνια σε ένα ιδιωτικό μουσείο, από όπου είχα την ευκαιρία να επικοινωνώ με όλα τα μουσεία της χώρας και με όλους τους συναδέλφους μου αρχαιολόγους, τους οποίους θέλω να ευχαριστήσω και από αυτήν εδώ τη θέση, αυτούς τους ανθρώπους που είναι η πεμπτουσία της αρχαιολογικής επιστήμης και που με το έργο τους ο καθένας προσφέρει στη χώρα, δεν θα ήταν χωρίς αυτούς ικανή να δημιουργήσει όλον αυτό τον κόσμο των εκθέσεων. Γιατί χωρίς πίστη και σεβασμό δεν σου δανείζουν τα έργα τους είτε πρόκειται για ελληνικά μουσεία είτε του εξωτερικού, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας ,της Αγγλίας -το ίδιο το Βρετανικό Μουσείο-, όλων των χωρών της Ευρώπης, πολλές φορές και της Αμερικής αλλά και όλων των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, του Μαγκρέμπ, του Λιβάνου, της Συρίας, της Τυνησίας. Χώρες με τις οποίες έχω συνεργαστεί μέχρι σήμερα».
Και πρόσθεσε: «Ξέρετε δεν είναι κάτι το οποίο το χτίζεις εν μία νυκτί. Είναι μια διαδικασία η οποία συνεχίζεται, δεν τελειώνει ποτέ. Στην αρχαιολογία και στον πολιτισμό, όπως λέω και στους μαθητές μου, ποτέ δε λες ποτέ και οπωσδήποτε δε λες οπωσδήποτε. Διότι έρχεται πάντα κάτι καινούργιο να σε ανατρέψει ή να σε συμπληρώσει στην καλύτερη περίπτωση. Γιατί η αρχαιολογία είναι η επιστήμη του ανθρώπου. Επιστήμη της ζωής, αναπόσπαστο κομμάτι του οικουμενικού μας πολιτισμού, που στηρίζεται σε σταθερά θεμέλια που λέγονται χθες, παρελθόν που ναι μεν δεν το έχεις ολόκληρο, αλλά έχεις κομμάτια που συντηρούν τη μνήμη του, ενώ το παρόν, φεύγει μέσα από τα δάχτυλά σου και δεν καταλαβαίνεις πώς και για το μέλλον, ποτέ δε μπορείς να ξέρεις. Δείτε τι γίνεται σήμερα με τους προγραμματισμούς και τις πανδημίες. Όλα μας τα σχέδια τα ανθρώπινα…».
Αφού μας ανέλυσε τη σημασία τη διαδικασία της τοποθέτησης του «παρθενώνειου θραύσματοςFagan», η συζήτηση μας έκλεισε με αναφορές σε κοινές μας μνήμες από την Κρήτη, το Πανεπιστήμιο και τα σχέδια του, καθώς και ό,τι συμβαίνει τώρα με τις βασιλικές που σκάβει στην Ελεύθερνα και του μουσείο της, κάτι που αποτελεί μέχρι σήμερα το έργο ζωής του, που ποτέ δεν παραμελεί…