Όποιος είχε την τύχη να παρακολουθήσει το βράδυ της Τρίτης 11 Ιανουαρίου την μακροβιότερη και σημαντικότερη πολιτιστική εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης ««ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ», θα απολάμβανε μια εξαιρετική παρουσίαση (είναι αναρτημένη στην πλατφόρμα ertflix)της καθηγήτριας μουσικολόγου, μουσικού, ποιήτριας, μεταφράστριας και ελληνίστριας, Gail Holst Warhaft. Μιας αυθεντικής Ελληνίδας που απλώς έτυχε να γεννηθεί από Αυστραλούς γονείς στη μακρινή ήπειρο του νοτίου ημισφαιρίου. Μιας αθεράπευτα ρομαντικής μελετήτριας του ελληνικού πολιτισμού, κυρίως και λόγω αντικειμένου μέσα από τη μουσική που γέννησε αυτός εδώ ο τόπος, αλλά ταυτόχρονα με αποστασιοποιημένη και καθαρή ματιά που της επιτρέπει η αλλοδαπή πνευματική ανατροφή.
Η Gail Holst Warhaft, που βρέθηκε τυχαία για πρώτη φορά στην Ελλάδα λόγω των φτηνών εισιτηρίων επιστροφής στον Πειραιά που πρόσφεραν τα βαπόρια που μετέφεραν τους Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία, ένα ταξίδι στα 1966που διήρκεσε ένα μήνα, ανακάλυψε, όπως η ίδια ανέφερε στην εκπομπή ότι «εδώ έπρεπε να είχα γεννηθεί». Σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας, κατάφερε μέσω της επαφής της με ανθρώπους των γραμμάτων όπως η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και ο Άγγλος σύζυγός της να κατανοήσει την ελληνική νοοτροπία. Η δικτατορία διέκοψε την εδώ παρουσία της, αλλά από το εξωτερικό έδωσε αγώνες για την Ελλάδα, ενισχύοντας έτσι τους δεσμούς της με τους ανθρώπους της. Η επιστροφή μάλιστα στην Αυστραλία, μιας χώρας με σημαντική ελληνική κοινότητα, βοήθησε στην προσπάθειά της, με τη διοργάνωση εκδηλώσεων και φυσικά την ενδυνάμωση των φιλικών της σχέσεων με τον Μίκη Θεοδωράκη και τους μουσικούς του. Μάλιστα, ο Μίκης, της υποσχέθηκε ότι στην πρώτη συναυλία μετά την πτώση της χούντας θα την εντάξει στην ορχήστρα του να παίξει τσέμπαλο, υπόσχεση που τήρησε.
Αυτή η σχέση εμπιστοσύνης και συνεργασίας θα οδηγήσει το 1980 σε ένα βιβλίο για τον μεγάλο Έλληνα συνθέτη με τον τίτλο «Μίκης Θεοδωράκης, Μύθος και πολιτική στη σύγχρονη ελληνική μουσική», που θα κυκλοφορήσει για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Ανδρομέδα και από το 2014 σε μια άρτια από όλες τις πλευρές επανέκδοση από τις εκδόσεις Μετρονόμος, σε επιμέλεια του ίδιου του εκδότη Θανάση Συλιβού. ‘Ένα «βιβλίο χρέος» για τον Μίκη Θεοδωράκη, «απέναντι στον άνθρωπο και τον μουσικό που με ανύψωσε πνευματικά και μ’ έκανε, έστω και για μια ώρα, να γίνω ένα με το πνεύμα της Ρωμιοσύνης», όπως χαρακτηριστικά γράφει η ίδια. Ενώ ο Μίκης Θεοδωράκης, σε μια όχι τόσο καλή περίοδο για εκείνον παραδέχεται την αντικειμενικότητα και την υπευθυνότητα προσεγγίσεων του έργου του και άλλων δημιουργών, από ξένους μελετητές. Ή όπως γράφει η ίδια η GailHolstWarhaftστον πρόλογό της «Δεν είμαι Ελληνίδα, έτσι παρατηρώ κι αναλύω την ελληνική κουλτούρα σαν ένας ‘‘απέξω’’. Νομίζω ότι αυτό δεν είναι αρνητικό».
Χαρακτηρίσαμε το βιβλίο άρτιο, γιατί, πέρα από την εξαιρετικά προσεγμένη έκδοση, η συγγραφέας «προσπαθεί να εκτιμήσει την εργασία ενός καλλιτέχνη και να την τοποθετήσει μέσα στα εθνικά και κοινωνικά της πλαίσια». Κάτι που το πετυχαίνει και με το παραπάνω, αφού εντάσσει το έργο του Θεοδωράκη και στο διεθνές μουσικό στερέωμα, δείγμα του θαυμασμού της στον καλλιτέχνη από τη μια και της επιστημονικής της επάρκειας από την άλλη. Το βιβλίο έχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι μπορεί να διαβαστεί από ιστορικούς, μουσικολόγους, μουσικούς και ανθρωπολόγους ως ένα επιστημονικό εργαλείο αλλά και από απλούς αναγνώστες που ενδιαφέρονται για το έργο του πρόσφατα εκλιπόντος μουσικοσυνθέτη και της ελληνικής μουσικής παράδοσης γενικότερα. Στις 250 περίπου καλογραμμένες σελίδες του ο αναγνώστης θα μάθει αθέατες πτυχές του προσωπικού, πολιτικού και καλλιτεχνικού βίου του Μίκη, ενώ οι παρτιτούρες με τις νότες και τους στίχους, καθώς και οι φωτογραφίες που συνοδεύουν τα κείμενα, προκαλούν το ενδιαφέρον ή ακόμη και το σιγοτραγούδισμα των «ασμάτων» που μελοποίησε ο Θεοδωράκης. Μια σύντομη μουσική ιστορία του ελληνικού μεταπολεμικού εικοστού αιώνα.
Στην παρουσίασή της στο «ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ» η Gail Holst Warhaft είπε ότι ετοιμάζει και τη συνέχεια αυτού του βιβλίου, ενώ εκτός από το έργο της για τον Μίκη αναφέρθηκε σε όλη τη δουλειά της που αφορά στην Ελλάδα, μουσική, συγγραφική, μεταφραστική, από το 1975 που έβγαλε το βιβλίο για τα ρεμπέτικα, τα μοιρολόγια, που απάλυναν και το δικό της μεγάλο πένθος για τον πρόωρο χαμού του γιου της, το πιο πρόσφατο για τα νησιώτικα, ή μεταξύ άλλων τις μεταφράσεις του Καββαδία, του «Μαουτχάουζεν» του Ιάκωβου Καμπανέλλη και του Αισχύλου. Μάλιστα με αφορμή τον αρχαίο Έλληνα τραγωδό και ποιητή, επεσήμανε χαρακτηριστικά ότι της έκαναν εντύπωση οι «Ικέτιδες» και ο συσχετισμός με το σήμερα, που οι κυνηγημένοι από τους πολέμους και τη φτώχεια άνθρωποι ζητούν άσυλο στην Ευρώπη και αλλού.
Τέλος, μια τέτοια γυναίκα και με τέτοιο έργο και προσφορά στην Ελλάδα, που δηλώνει από τη δημόσια τηλεόραση ότι «αισθάνομαι Ελληνίδα», δεν μπορεί να παραμένει «Ικέτιδα», όπως ακούστηκε σε μια συγκινητική αποστροφή της, για να της αποδοθεί τιμητικά από την Ελληνική Πολιτεία η ελληνική υπηκοότητα, ώστε να μπορεί να διευκολύνεται και στα ταξίδια της προς τον τόπο που αγάπησε…
ΥΓ. Ο γράφων είχε τη χαρά να τη γνωρίσει και να συζητήσει μαζί της πριν από τρεισήμισι χρόνια σε μια εκδήλωση του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο όπου ήταν προσκεκλημένη, ενώ, λόγω μιας απροσδόκητης, αλλά ευτυχούς καθυστέρησης στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου για την επιστροφή στην Αθήνα, να γνωριστούν περισσότερο και να εντυπωσιαστεί από την απλότητα στη συμπεριφορά, ενός ανθρώπου που δίδασκε στα έδρανα του διάσημου Πανεπιστημίου Cornellτων ΗΠΑ και είχε γνωρίσει και συνεργαστεί με μεγάλους Έλληνες και ξένους δημιουργούς και ανθρώπους του πνεύματος. Μια πραγματική «Ελληνίδα Κοσμοπολίτισσα».