Ήταν γραφτό να στήσει στον άμοιρο, στον πολυβασανισμένο τούτο τόπο, το μαύρο τσαντίρι της, στριγγλιάρα γύφτισσα, η πρασινοκίτρινη αμαζόνα του θανάτου, η Επιδημία.
Κρυφά κρυφά, για να κάμει πρώτη γνωριμία μαζί μας εταξίδεψε από τη Μασσαλία έως στη Μάλτα μαζί με τον Μαυροκορδάτο, που ήρχετο από τη Γαλλία για να παραλάβει την Κυβέρνηση. Έτσι το έγραφαν τουλάχιστον του τέλους Ιουνίου του 1854 οι εφημερίδες.
Ήταν Οκτώβρης του 1854 όταν η χολέρα, αφού ρήμαξε τις γειτονιές του Πειραιά, ανηφόρησε προς την Αθήνα. Οι πρώτοι νεκροί στην περιοχή του Συντάγματος έφεραν τον πανικό. Οι Αθηναίοι, έντρομοι, πήραν τα ελάχιστα υπάρχοντά τους στον ώμο και βγήκαν στους δρόμους προς τις εξοχές. Οι χρονογράφοι της εποχής περιγράφουν τις ουρές των πεζοπόρων και των ελάχιστων «προνομιούχων» που είχαν στην διάθεσή τους ένα κάρο κατά μήκος της Κηφισίας και της Πατησίων στη προσπάθειά τους να απομακρυνθούν από την πρωτεύουσα.
Ο παραγνωρισμένος σήμερα Εμμανουήλ Σ. Λυκούδης (1849-1925) περιγράφει με γλαφυρότητα την έκρηξη της επιδημίας στην Αθήνα και στα περίχωρα στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου στο επίκαιρο διήγημά του «῾Η ξένη τοῦ 1854» που είδε για πρώτη φορά το φως το 1893.
῾Η ξένη τοῦ 1854, Εμμανουήλ Σ. Λυκούδης (εισαγωγικό σημείωμα Σπύρος Τσακνιάς), Εκδόσεις Πατάκη