Ως «μια πολύ σοβαρή υπόθεση» χαρακτηρίζει το μορατόριουμ που όπως φαίνεται συζητείται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ο Πέτρος Λιάκουρας, Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και διευθυντής Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές», στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, με μια σημαντική συνέντευξη που παραχωρεί στο iEidiseis.
O Πέτρος Λιάκουρας εκτιμά πως η σχετική πρόταση θα πρέπει να αντιμετωπισθεί θετικά, ενώ παραθέτει ολοκληρωμένη πλατφόρμα για τον τρόπο επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών. Προτείνει μάλιστα τυχόν ειδική σχέση Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας να συμβαδίζει με την επίλυση των προβλημάτων μεταξύ Άγκυρας και Αθήνας, ενώ αναφέρεται και στην προοπτική των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Παράλληλα, δηλώνει κατηγορηματικά αντίθετος με τη σχολή σκέψης στη χώρα μας, που παραπέμπει την επίλυση των διαφορών στο μέλλον.
Αναμένουμε τον Τσαβούσογλου. Από τι θα εξαρτηθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν αρχίζουν με την όποια επίσκεψη του Έλληνα ή του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών στη χώρα του άλλου. Έχουν μακρά καταγωγή και η σύγχρονη ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων που έχει διαμορφώσει το σημερινό πλαίσιο, είναι απότοκος της διετίας 1973/74. Τότε που η Τουρκία εκδήλωσε εμπράκτως τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο, σε σχέση ιδιαίτερα με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και τις αμφισβητήσεις της σχετικά με την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης και του υφισταμένου εύρους του εναέριου χώρου της Ελλάδας. Και για μεν την αιγιαλίτιδα ζώνη η διαφορά είναι νομική και μπορεί να επιλυθεί με βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου της θάλασσας.
Μάλιστα αν και δεν μπορεί να επιλυθεί παρά μόνο μονομερώς, εν τούτοις η απόφαση είναι πολιτική και αναλόγως με τη θέσπιση ενός νέου εύρους, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ικανοποίηση αναγκών -τουλάχιστον της μαζικής διεθνούς ναυσιπλοΐας-που συνθέτουν τη θάλασσα αυτή. Αναφορικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στην αρχή και μετέπειτα και της ΑΟΖ, παραμένει σταθερά η υποχρέωση διαπραγμάτευσης μεταξύ των δύο χωρών, κυρίως με καλή πίστη για την επίτευξη συμφωνίας οριοθέτησης ή σε περίπτωση αδυναμίας συμφωνίας, να συναινέσουν τα δύο κράτη να παραπεμφθεί στη δικαστική διευθέτηση της οριοθέτησης. Όλη αυτή η διαδικασία επιβάλλεται από τη Σύμβαση Δικαίου Θάλασσας του 1982 και τα δύο κράτη οφείλουν να ακολουθήσουν την οδό αυτή.
Ο διερευνητικός διάλογος είναι το πρώτο βήμα που θα διαμορφώσει ατζέντα διαπραγμάτευσης για τα θέματα οριοθέτησης, που ούτως ή άλλως είναι αναγκαία, διότι διαφορετικά κανένα κράτος δεν θα μπορέσει να αξιοποιήσει τον ορυκτό του πλούτο εάν η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και της Αν. Μεσογείου δεν κατανεμηθεί με συμφωνία ή δικαστική διευθέτηση. Προϋπόθεση των δύο τελευταίων είναι η υποχρεωτική διαπραγμάτευση, όπως σημειώσαμε, την οποία θα προετοιμάσει μια επιτυχημένη σειρά διερευνητικών συνομιλιών.
Παρά την επικείμενη επίσκεψη Τσαβούσογλου στην Αθήνα, η Άγκυρα έχει έως τώρα εκδηλώσει αδιαλλαξία με σαφή την πρόθεση -όταν της δοθεί η ευκαιρία- να προκαλέσει με τη συμπεριφορά της και να καταλογίσει στην Ελλάδα άρνηση διαλόγου
Στις 14 Ιουνίου έχουμε τη συνάντηση Μπάιντεν-Ερντογάν. Εκτιμάτε ότι θα οδηγήσει σε πλήρη ενσωμάτωση της Τουρκίας στη Δύση ή οι αμφιταλαντεύσεις θα συνεχιστούν;
Οι Αμερικανοτουρκικές σχέσεις διανύουν εξαιρετικά δύσκολη περίοδο με κινήσεις από τις ΗΠΑ που δυσκολεύουν την Τουρκία και επιθετική ρητορική από τον ίδιο τον Ερντογάν, όχι μόνον για την Αμερική, αλλά και για τον ίδιο τον Μπάιντεν.
Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει θέσει τον πήχη αρκετά ψηλά για την Τουρκία αναδεικνύοντας ως μείζον θέμα τους S-400, εξ ου και η ανταπόδοση κυρώσεων και ο αποκλεισμός από το πρόγραμμα των F-35.Η στάση του Αμερικανού προέδρου δεν θα μεταβληθεί όσο η Τουρκία διατηρεί στο έδαφος της το ρωσικό αντιπυραυλικό σύστημα και δεν το επιστρέφει, ούτε το αποσύρει. Σκληρή ήταν και η στάση του ίδιου του Μπάιντεν για την απόσυρση της Τουρκίας από τη σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, ενώ ακολούθησε και η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που ήταν καταπέλτης για θέματα θρησκευτικών ελευθεριών, μειονοτήτων και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η τελευταία κίνηση του Αμερικανού Προέδρου που εξόργισε την Τουρκία, ήταν η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων. Ακολούθησε πριν από λίγες ημέρες ο ιταμός τρόπος του Ερντογάν κατά του Αμερικανού Προέδρου με αφορμή την κατάσταση στο Ισραήλ. Ευλόγως λοιπόν γεννάται το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να υπάρξει κλίμα συνεννόησης.
Ο Τούρκος πρόεδρος προσπαθεί παλινδρομώντας να μεταβάλει την εικόνα του, ενόψει της διπλής συνόδου ΝΑΤΟ και ΕΕ τον Ιούνιο. Τρέχει να προλάβει και να δώσει διαπιστευτήρια πίστης και καλής διαγωγής στις χώρες της Δύσης, αλλά δεν θα χάσει τον αρχικό προσανατολισμό του, να θέλει να διατηρεί μια alacarte σχέση με τη Δύση. Παράλληλα επειδή διαθέτει ένστικτο πολιτικής επιβίωσης, σε ότι αφορά τη συμπεριφορά έναντι Ελλάδας αλλά και Κύπρου θα προσαρμοστεί -με κινήσεις εντυπωσιασμού αλλά και πρωτοβουλιών- προκειμένου να πείσει ότι επιδιώκει το διάλογο ή ότι αποφεύγει τις προκλήσεις. Θέτει όμως προϋποθέσεις για την αποδοχή της αποκλιμάκωσης, απειλώντας ότι θα έχει απίκο το OrucReis εάν δεν εισπράττει θετικό κλίμα. Έτσι έχει μια ανοικτή πόρτα διαφυγής και σαφώς επαναλαμβάνει την παλαιά τακτική του να διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και να κατηγορεί αυθαιρέτως την Ελλάδα, ότι προκαλεί και ότι αποφεύγει το διάλογο, αν και η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Τελευταία σταθερά επικρίνει την Ελλάδα ότι επιχειρεί να μετατρέψει τα ελληνοτουρκικά σε προβλήματα ΕΕ-Τουρκίας και ΗΠΑ-Τουρκίας.
Παρά την επικείμενη επίσκεψη Τσαβούσογλου στην Αθήνα, η Άγκυρα έχει έως τώρα εκδηλώσει αδιαλλαξία με σαφή την πρόθεση -όταν της δοθεί η ευκαιρία- να προκαλέσει με τη συμπεριφορά της και να καταλογίσει στην Ελλάδα άρνηση διαλόγου. Μάλιστα καλύπτει την στάση της αυτή με διεκδικήσεις που δεν μπορούν να συζητηθούν, όπως στην πρόσφατη άτυπη συνάντηση για το Κυπριακό. Η Τουρκία έφτασε να θεωρεί ότι είναι πρόκληση η σύναψη της ελληνο-αιγυπτιακής συμφωνίας ΑΟΖ. Όσο λείπει ουσιαστικός διάλογος, η τουρκική ηγεσία με ανυπόστατες κατηγορίες κατά της Ελλάδας, διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και καλλιεργεί ψυχροπολεμικό κλίμα.
Ταυτόχρονα βλέπουμε να επιμένει ιδιαίτερα στο θέμα του μειονοτικού της Θράκης, ανεβάζοντάς το πολύ ψηλά στην ατζέντα ενόψει της επίσκεψης Τσαβούσογλου και εύλογα γεννάται το ερώτημα, σε τι αποσκοπεί. Μια γρήγορη απάντηση είναι ότι επειδή προς το παρόν «αποσύρεται» από την παρουσία της στην Αν. Μεσόγειο, επιλέγει σε επίπεδο τακτικής το προνομιακό κα ευαίσθητο πεδίο για τη Δύση, των μειονοτήτων, των θρησκευτικών και ατομικών ελευθεριών.
Η Δύση γνωρίζει ότι θέμα μειονότητας δεν υπάρχει και ότι είναι ανοικτός ο δρόμος των μελών της να ζητήσουν εξέταση τυχόν αιτιάσεων περί παραβίασης δικαιωμάτων τους από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο οποίο μπορούν ατομικά να προσφύγουν
Δι’ αυτού του τρόπου πιστεύει ότι επιβαρύνει την ατζέντα έως ότου φτάσει στο μόνο θέμα που επιθυμεί η Ελλάδα, δηλαδή την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, προσπαθώντας να αντλήσει οφέλη με την καθυστέρηση στην διεξαγωγή ενός καλόπιστου διαλόγου.
Η Δύση γνωρίζει ότι θέμα μειονότητας δεν υπάρχει και ότι είναι ανοικτός ο δρόμος των μελών της να ζητήσουν εξέταση τυχόν αιτιάσεων περί παραβίασης δικαιωμάτων τους από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο οποίο μπορούν ατομικά να προσφύγουν, αντί να αναμειγνύεται με σκοπό την εκμετάλλευση της μειονότητας η Τουρκία.
Όσο λείπει ουσιαστικός διάλογος, η τουρκική ηγεσία με ανυπόστατες κατηγορίες κατά της Ελλάδας, διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και καλλιεργεί ψυχροπολεμικό κλίμα
Η Ελλάδα πώς θα πρέπει να εντάξει την ευρωπαϊκή ατζέντα στο δικό της σχεδιασμό;
Η Τουρκία είναι στο μικροσκόπιο της ΕΕ για την συμπεριφορά της. Μόλις πριν από λίγες ημέρες το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε με συντριπτική πλειοψηφία ψήφισμα για την Τουρκία με το οποίο προτείνει την αναστολή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Επισημαίνει ότι όσον αφορά την εσωτερική, τη θεσμική και την εξωτερική πολιτική, η κατάσταση όχι μόνο δεν βελτιώθηκε, αλλά επιδεινώθηκε περαιτέρω.
Η επίκληση του ευρωπαϊκού πλαισίου και της θετικής ατζέντας με την κοινή δήλωση της 25ης Μαρτίου, δεν πρέπει να ατονήσει. Αυτό που επιπλέον απαιτείται, είναι πώς μια νέα ειδική σχέση ΕΕ-Τουρκίας ή αναβάθμιση ή ακόμη και την αναβάθμιση της συμφωνίας τελωνειακής ένωσης θα μπορούσε να συνδέει την ενίσχυση και εμπέδωση της, παράλληλα με την εξέταση και αξιολόγηση της ουσιαστικής προόδου στις ελληνοτουρκικές συνομιλίες, ώστε να επιτευχθεί θετική εξέλιξη στη διαδικασία επίλυσης.
Σημασία έχει να συνδεθεί η ειδική σχέση με την πρόοδο στις ελληνοτουρκικές συνομιλίες. Κάθε βήμα προς την εμβάθυνση ή την αναβάθμιση της ειδικής σχέσης θα ελέγχεται με την πρόοδο του διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών και θα ολοκληρωθεί είτε με τη θέση σε ισχύ μιας συμφωνίας οριοθέτησης, είτε με την συμφωνία παραπομπής της οριοθέτησης προς οριστική διευθέτηση από τη διεθνή δικαιοσύνη είτε την τακτική είτε την adhoc διαιτητική.
Συμφωνείτε πως είναι καλύτερα να παραπεμφθεί στο μέλλον η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών;
Δεν συμφωνώ καθόλου. Με την αναβολή στη λύση προσθέτεις σε προκλήσεις και κίνδυνο τετελεσμένων. Το επιχείρημα ότι το timing δεν είναι κατάλληλο και άρα να παραπεμφθεί σε χρόνο μέλλονται, ισοδυναμεί με άρνηση διαλόγου. Επίσης αρνητικά συμβάλλει κάθε νομική προϋπόθεση που σκοπίμως τίθεται ώστε να αναβληθεί η έναρξη διαλόγου. Όπως πχ. η προϋπόθεση να έχει προσχωρήσει (αυτή είναι η σωστή ορολογία για μια ισχύουσα σύμβαση, όχι να έχει υπογράψει) η Τουρκία στην UNCLOS. Αυτό γίνεται τεχνηέντως για να καθυστερήσει ή να αναβληθεί ο διάλογος, αν και είναι γνωστό ότι οι διατάξεις που αφορούν τη διένεξή μας είναι εθιμικού χαρακτήρα, δεσμευτικές και για την Τουρκία. Το ίδιο ισχύει και όταν ζητείται να περιορισθεί ο διάλογος σε ένα μόνον θέμα. Το να περιορίζεται εκ των προτέρων η ατζέντα ενός διαλόγου δεν αφήνει στα μέρη να ορίσουν το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης η οποία θα οδηγήσει είτε σε συμφωνία οριοθέτησης είτε σε παραπομπή να οριοθετήσει το δικαστήριο την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Με τέτοια άποψη δημιουργούμε πρόσκομμα και κατά συνέπεια δυσχεραίνεται η όποια κυβερνητική πρωτοβουλία. Επιπλέον πρέπει να γίνει σωστή ενημέρωση της κοινής γνώμης για την ανάγκη διευθέτησης, αλλά και τι προβλέπει ως επίλυση της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ το διεθνές δίκαιο. Επιπροσθέτως να απαντηθεί γιατί η επέκταση της αιγιαλίτιδας είναι ζήτημα και πρέπει να προηγηθεί της διαπραγμάτευσης υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, με γνώμονα την διατήρηση περιοχών ανοικτής θάλασσας τόσο για τη ακώλυτη ελεύθερη ναυσιπλοΐα όσο και την εξασφάλιση επαρκούς περιοχής προς οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας.
Πρέπει να γίνει σωστή ενημέρωση της κοινής γνώμης για την ανάγκη διευθέτησης, αλλά και τι προβλέπει ως επίλυση της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ το διεθνές δίκαιο
Τι πρεσβεύουν οι διαφορετικές απόψεις;
Ξέρετε στον ελληνικό δημόσιο διάλογο επικρατούν κατά κύριο λόγο δύο σχολές. Η αποτροπή που είναι η μια σχολή, ή η ειρηνική επίλυση που είναι η άλλη. Βεβαίως πάντοτε αναπτύσσονται παράλληλες σκέψεις όπως αδράνεια και η μη λύση, καθώς και η διατήρηση του statusquo και ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή(timing). Συνεπώς υπάρχει διάσταση επιλογής. Ή την αποτροπή με το συνδυασμό στρατιωτικής εξισορρόπησης και τη βοήθεια συμμάχων που προσβλέπει σε μια διπλωματική νίκη της Ελλάδας, αλλά που διαιωνίζει την αντιπαράθεση και την πιθανότητα κρίσεων που και αυτές, κατά την άποψη, θα αντιμετωπιστούν με αποτροπή. Ή τα ειρηνικά μέσα, δηλαδή ο διάλογος και η δικαστική διευθέτηση με αντικειμενικά κριτήρια που είναι το διεθνές δίκαιο, στο οποίο ομνύει η χώρα και είναι το ασφαλές μέσο για την επίτευξη μιας αμοιβαία αποδεκτής διευθέτησης και με την οποία θα κατοχυρώσει τα αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Η νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου -ως η μόνη έγκυρη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί οριοθέτησης της σύμβασης- πρέπει να εισαχθεί στον ευρύτερο δημόσιο διάλογο και ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η συμβολή της πτυχής αυτή στη διαχείριση των μη ρεαλιστικών προσδοκιών. Εν τω μεταξύ, θα πρέπει να καταστεί σαφές στην κοινή γνώμη ότι τα κυριαρχικά δικαιώματα μπορούν να διασφαλίζονται και να ασκούνται μόνο με συμφωνία οριοθέτησης ή με δικαστική διευθέτηση. Ομοίως πρέπει να καταστεί σαφές στις αντίστοιχες ηγεσίες των δύο χωρών ότι ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, κάθε κράτος θα πρέπει να απέχει από μονομερείς πράξεις που θα οδηγούν στην αποτροπή της διεκδίκησης των δικαιωμάτων του άλλου κράτους.
Ένα μορατόριουμ και από τις δύο πλευρές είναι ενδεδειγμένο μέσο προκειμένου να διασφαλισθεί η διεξαγωγή διαλόγου;
Η σκέψη περί μορατόριουμ είναι μια σοβαρή υπόθεση. Η ελληνική πλευρά ζητούσε αποκλιμάκωση και ειρηνικό περιβάλλον και ένα μορατόριουμ αποχής από ενέργειες για να διεξαχθεί διάλογος, καθ’ όν χρόνο το OroucReis αλώνιζε καλοκαιριάτικα μέχρι το Νοέμβριο του 2020, εξερευνώντας μη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα που διεκδικείται και από την Ελλάδα. Μέχρι να οριοθετηθεί η περιοχή κανένα κράτος δεν δικαιούται να απαιτεί αποκλειστικά δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης υφαλοκρηπίδας. Και αυτή ήταν η παρανομία της Τουρκίας η οποία δημιουργούσε με την παρουσία τόσο του ερευνητικού σκάφους, όσο και κάθε συνοδευτικού πολεμικού, προοπτικές κλιμάκωσης μιας εξελισσόμενης κρίσης. Η Ελλάδα ζήτησε την διακοπή των ερευνών και την αποκλιμάκωση προκειμένου να επανεκκινήσει ο διάλογος με την Τουρκία. Γι’ αυτήν την αποκλιμάκωση η ΕΕ ήταν έτοιμη και επεξεργαζόταν σχέδια κυρώσεων, παρότι τελευταία στιγμή, αυτές ήταν μάλλον λεκτικού χαρακτήρα εν είδει προειδοποιήσεων, να ελεγχθεί η Τουρκία μέχρι την επόμενη σύνοδο που θα καταρτίζονταν ένας κατάλογος κυρώσεων.
Είχα σημειώσει ότι η ίδια η Σύμβαση Δικαίου Θάλασσας προβλέπει την υποχρέωση καλόπιστης διαπραγμάτευσης που θα εξυπακούει και την αποχή από ενέργειες που πιθανόν θα διακινδυνεύουν την προοπτική μιας διευθέτησης. Στις μη οριοθετημένες/αμφισβητούμενες περιοχές, disputed με την ορολογία του δικαστηρίου (στην υπόθεση Γκάνα/Ακτής Ελεφαντοστού,2017), υπάρχει πρωτίστως υποχρέωση διαπραγμάτευσης. Όσο υπάρχει εκκρεμότητα της μη οριοθέτησης, δηλαδή της αμφισβήτησης, δεν επιτρέπεται καμία μονομερής οριοθέτηση ούτε μονομερής ενέργεια. Ούτε επιτρέπονται ενέργειες που θα έθεταν σε κίνδυνο την πιθανότητα οριοθέτησης. Όπως σαφώς απορρέει από την παράγραφο 3 του άρθρου 83 της Σύμβασης Δικαίου Θάλασσας ’82.
Επί του παρόντος και ενόψει ευρωπαϊκού ελέγχου η Τουρκία επισπεύδει να προτείνει την υιοθέτηση μορατόριουμ ως προϋπόθεση και για τις δύο χώρες να συνεχίσει ο διάλογος. Το μέτρο του μορατόριουμ (moratorium) που προτείνει συνεπάγεται αποχή από ενέργειες εκατέρωθεν για τη διατήρηση ενός ειρηνικού κλίματος, προκειμένου να ενισχυθεί εποικοδομητικός διάλογος, τον οποίον θα υπονόμευε μια μονομερής ενέργεια ή τετελεσμένα. Επεκτείνει το αντίστοιχο μέτρο το οποίο υιοθετήθηκε με το γνωστό πρακτικό της Βέρνης το 1976, ως moratorium, για τη συνέχιση του διαλόγου, προκειμένου να εξευρεθεί λύση στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Ο διάλογος τότε ήταν η παρότρυνση του Συμβουλίου Ασφαλείας στο οποίο είχε προσφύγει η ελληνική κυβέρνηση. Η Ελλάδα το κατήγγειλε στη δεκαετία του 1980 με το δικαιολογητικό ότι είχε διακοπεί ο διάλογος και μάλιστα το 1987 προέβη στην εξαγορά του πλειοψηφικού πακέτου της Γαλλο-Καναδικής κοινοπραξίας που είχε αδειοδοτηθεί για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων της Καβάλας και στα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης της Θάσου.
Χωρίς άλλη σκέψη η Τουρκία το εξέλαβε ως παραβίαση του πρακτικού της Βέρνης διότι διέβλεψε, ίσως εσπευσμένα, ότι θα προέβαινε σε εξερεύνηση και εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων πέραν του ορίου των 6νμ της αιγιαλίτιδας ζώνης. Η συνέχεια είναι γνωστή με την κρίση του Μαρτίου 1987 που έφερε τις δύο χώρες στα πρόθυρα πολέμου και σε μια νέα συνεννόηση στο Νταβός περί αποχής επί του συνόλου του Αιγαίου. Το σκηνικό κρίσης άρχισε να επεκτείνεται από τα τέλη του 2000 και στην Ανατολική Μεσόγειο με αποκορύφωμα το καλοκαίρι του 2020. Μπορεί το επεισόδιο του Μαρτίου 1987 να έχει περάσει στα αρνητικά διότι πίσω από αυτό κρινόταν εάν το πρακτικό της Βέρνης ήταν και για την Ελλάδα σε ισχύ. Πλην όμως με νηφαλιότητα θα ήταν προτιμότερο να αξιολογηθεί η ανάγκη ενός μορατόριουμ, εάν στόχος είναι η κατοχύρωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και η αποτροπή από πιθανές μονομερείς ενέργειες που μπορεί να ολοκληρωθούν με τετελεσμένα, ιδιαίτερα όσο διαρκεί ο διάλογος ο οποίος θα οδηγήσει σε μια συμφωνία οριοθέτησης ή μια συμφωνία παραπομπής στη διεθνή δικαιοσύνη.
Τι προέχει λοιπόν στο δίλημμα για νέο moratorium; Η μονομερής ενέργεια έρευνας ή γεώτρησης επί των μη οριοθετημένων περιοχών με τις συνέπειες μιας κλιμάκωσης ή οι προϋποθέσεις να επανεκκινήσει ο διάλογος που θα οδηγήσει στον καθορισμό των περιοχών υφαλοκρηπίδας κάθε κράτους, για την ακώλυτη άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων; Είναι μια πρόταση που πρέπει να αντιμετωπισθεί θετικά.