Δέκα χρόνια χωρίς τον Γιάννη Κεφαλογιάννη, τον σπουδαίο Ανωγειανό, τον Άνθρωπο, τον γιατρό, τον αντισυμβατικό πολιτικό. Η απουσία του είναι ιδιαίτερα αισθητή και δυσαναπλήρωτη για το πολιτικό σκηνικό της χώρας μας, που τραντάζεται συθέμελα την τελευταία δεκαετία από τις πολυεπίπεδες και πρωτόγνωρες κρίσεις.
Ο λόγος του, η εμπειρία του, η κριτική του ματιά στα γεγονότα, η λεβεντιά του, η δημοκρατική του ευαισθησία, αλλά πάνω από όλα η αγάπη του για την πατρίδα και την κοινωνία, λείπουν.
Με τον συμπατριώτη Γιάννη Κεφαλογιάννη και την οικογένειά του με συνδέουν δεσμοί άρρηκτοι. Τον γνώριζα από τις αφηγήσεις του πατέρα μου, ο οποίος τον είχε υπερασπιστεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στο στρατοδικείο, και όπως ο ίδιος αναφέρει, ο πατέρας μου ήταν ο μόνος που τον περίμενε έξω από τη φυλακή. Αργότερα με τίμησε με την προσωπική του φιλία και διδάχθηκα πολλά απ´ αυτόν.
Κάθε φορά που τον θυμάμαι, βλέπω εκείνο το γνώριμο σε όλους χαμόγελό του, απλό, σύνθετο και αμετάφραστο. Ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που έδωσε εξετάσεις στη ζωή, στην πατρίδα, στην Κρήτη και στους ανθρώπους της. Και πέτυχε πέρα για πέρα.
Εκείνο που τον έκανε ξεχωριστό ήταν να μάχεται, να παίρνει θέση, να είναι παθιασμένος γι’ αυτό που πιστεύει, πάντα όμως με αίσθημα ευθύνης, αίσθηση του μέτρου, ειλικρινή διάθεση και αφοσίωση στην αποστολή του.
Φτιαγμένος από εκείνη τη στόφα παλιάς κοπής των πολιτικών μιας άλλης γενιάς, υπήρξε γενναίος, εγκάρδιος και ευθύς άνθρωπος, αυστηρός πρωτίστως με τον εαυτό του, ένας άνθρωπος που χαμογελούσε απέναντι σε κάθε τι όμορφο και αληθινό στη ζωή και συνάμα επαναστατούσε σε κάθε είδους συμβιβασμό.
Όπου κλήθηκε να υπηρετήσει το κοινωνικό σύνολο από θέσεις ευθύνης, το έκανε με τρόπο υπεύθυνο, αποδοτικό και αποτελεσματικό.
Προσιτός με μια φυσική και έμφυτη απλότητα, παρότι καταγόταν από μια μεγάλη αστική οικογένεια, χαιρόταν να βρίσκεται με τους συμπατριώτες του και ζούσε μαζί τους. Συμμεριζόταν με έναν ξεχωριστό τρόπο τους καημούς, τους πόνους, τα προβλήματα και τις αγωνίες τους.
Ήταν πολιτικός ουσίας, έμπαινε στο σπίτι και στην ψυχή των ανθρώπων.
Παρακολουθώντας την πορεία του και την πολιτική του διαδρομή διαπιστώνουμε ότι είναι απόλυτα συνυφασμένες με την οικογενειακή του ισορροπία για την οποία φρόντιζε πάντα η κυρία Ελένη. Μια γυναίκα δυναμική και δραστήρια, στυλοβάτης της οικογένειας, στήριγμα του Γιάννη στις καθημερινές δυσκολίες και αντιξοότητες, μια γυναίκα που αντιμετώπιζε την πολιτική και οικογενειακή ζωή με ευαισθησία, αλλά προτεραιότητά της υπήρξε η φροντίδα και η σωστή ανατροφή των παιδιών της. Και δικαιώθηκε, όπως αποδεικνύει η πορεία των κοριτσιών της και κυρίως της Όλγας, η οποία ακολουθώντας τις αρχές και της αξίες της οικογένειάς της, εξελέγη πρώτα βουλευτής Ρεθύμνου και στη συνέχεια πρώτη στη μεγάλη περιφέρεια της Α´ Αθηνών.
Η ενασχόληση με την πολιτική για τον Ρεθυμνιώτη γιατρό ήταν το δεύτερο βίωμά του. Ο λόγος του συνοδευόταν πάντα από τις πράξεις του, γιατί, όπως συχνά έλεγε, ο άνθρωπος και πρωτίστως ο πολιτικός ορίζεται όχι μόνο από τις προθέσεις του αλλά κυρίως από τις πράξεις του. Και με αυτές τις πράξεις σφράγισε την πολυκύμαντη πολιτική του διαδρομή.
Θεωρούσε ως κορυφαία στιγμή στην κυβερνητική του θητεία τη μεγάλη και έμπρακτη συμβολή του στην εθνική συμφιλίωση. Ήταν υπουργός Δημόσιας Τάξης της κυβέρνησης συνεργασίας (ΝΔ – Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου) υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη, όταν υπέγραψε την απόφαση για το κάψιμο των φακέλων των πολιτών. Ήταν μια απόφαση μεγάλης συμβολικής αλλά και πρακτικής σημασίας, που έκλεινε οριστικά ένα μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας, που ένωσε όλους τους Έλληνες.
Στην Οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα, ως αναπληρωτής υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών, ύψωσε το ανάστημά του απέναντι σε επιχειρηματικά συμφέροντα προασπίζοντας το δημόσιο συμφέρον, σχετικά με τις αποφάσεις για ανάθεση της προμήθειας των ψηφιακών παροχών του ΟΤΕ. Ανεξάρτητος από τη φύση του και υπακούοντας στη συνείδησή του, διαφώνησε σε μέτρα που θα αλλοίωναν και θα κατέστρεφαν το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον της χώρας. Πράξη που τον οδήγησε στην παραίτηση από την ηγεσία του υπουργείου Τουρισμού.
Την ευαισθησία του για τον πάσχοντα συνάνθρωπο την έδειξε έμπρακτα με την ανάληψη υπουργικών καθηκόντων το 1976, όταν ως υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών σύστησε το Κέντρο Αμέσου Βοήθειας στο Λεκανοπέδιο Αττικής, υποχρεώνοντας όλα τα νοσοκομεία να δέχονται επείγοντα περιστατικά, παρά τις αντιδράσεις τους. Ήταν το πλέον επαναστατικό και σύγχρονο κοινωνικό νομοθέτημα που φέρει τη σφραγίδα του και αποτέλεσε τη βάση για τη μετεξέλιξή του πολύ αργότερα σε ΕΚΑΒ και την ένταξή του στο Εθνικό σύστημα Υγείας.
Aυτός ήταν ο Γιάννης Κεφαλογιάννης ο αποκαλούμενος έκτοτε ως ο κύριος 166.
Ο Γιάννης Κεφαλογιάννης δεν ήταν πολιτικός των δημοσίων σχέσεων. Ήταν ντόμπρος, αληθινός και πολύπειρος κοινοβουλευτικός. Σπάνια μιλούσε για το δικό του έργο. Προτιμούσε, θυμάμαι, να διηγείται ανέκδοτα και ιστορίες με μια χαριτωμένη υπερβολή. Η πολιτική του μακροβιότητα, πενήντα χρόνια κοινοβουλευτισμού και προσφοράς στην παράταξή μας, πέρα από την αξία και την αντοχή της μέσα στο χρόνο, τον έκανε περισσότερο σοφό και στοχαστικό.
Αντιμετώπιζε την πολιτική, σαν μια υπόθεση καθήκοντος, έναντι κυρίως του λαού, που τον είχε εκλέξει στην Εθνική Αντιπροσωπεία.
Ήταν κατ´ εξοχήν πολιτικός της συνεννόησης, πίστευε ότι στα πιο μεγάλα θέματα κυρίως στα εθνικά, οφείλουμε να βρίσκουμε τη χρυσή τομή.
Ήταν σταθερός στις απόψεις του και τις υπηρέτησε και ως βουλευτής της ΕΡΕ, αλλά και ως ιδρυτικό στέλεχος της ΝΔ. Έζησε τις χαρές αλλά και τις στενοχώριες, τις νίκες αλλά και τις ήττες, στενοχωρήθηκε αλλά και πικράθηκε, αλλά ποτέ δεν εγκατέλειψε τον αγώνα και τη ΝΔ.
Τιμώντας σήμερα τον Κεφαλογιάννη, αναγνωρίζουμε τους αγώνες και την προσφορά των παλαιότερων, που έβλεπαν την προοπτική της χώρας μας μέσα από την Ευρωπαϊκή της πορεία, έτσι όπως χαράχτηκε από τον ιδρυτή μας Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Γιάννης Κεφαλογιάννης ήταν Έλληνας και μάλιστα Κρητικός που ήθελε την Ευρώπη και όχι Ευρωπαίος που έτυχε να γεννηθεί στην Ελλάδα.
Γι’ αυτό τον άνθρωπο, αλλά και όλους όσοι αφιέρωσαν τη ζωή τους στην παράταξή μας είμαστε υπερήφανοι, γιατί υπηρέτησαν τη μεγάλη σύγχρονη, φιλελεύθερη, λαϊκή και πατριωτική Χριστιανοδημοκρατική, Ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά.
Ήταν αυτοί οι άνθρωποι που μας έμαθαν να ανοίγουμε δρόμους και προοπτικές στη νέα γενιά δίνοντας μαζί τη μάχη των ιδεών, σεβόμενοι όμως την ιδεολογική μας ταυτότητα.
(Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης είναι Αντιπρόεδρος Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, π. Πρόεδρος Νέας Δημοκρατίας).