Σε ένα κρίσιμο στοίχημα με τον χρόνο εξελίσσεται η μάχη για την αναχαίτιση της πανδημίας για την κυβέρνηση και τους ειδικούς, καθώς από τη μία πλευρά τα ημερήσια κρούσματα παραμένουν μεν σε διαχειρίσιμα επίπεδα, ωστόσο αυξάνονται διαρκώς οι εισαγωγές στα νοσοκομεία αλλά και τα κρούσματα του μεταλλαγμένου κορονοϊού, ιδιαίτερα του βρετανικού, ο οποίος φαίνεται ότι είναι κατά τουλάχιστον 20% πιο μεταδοτικός από τον αρχικό.
Από την άλλη πλευρά, μετά από τουλάχιστον μία εβδομάδα θα δείξει αν η μέση οδός που επέλεξε να ακολουθήσει το Μέγαρο Μαξίμου, «ξορκίζοντας» επί του παρόντος το ολικό lockdown, θα φέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Κυβερνητικές πηγές, υπερασπιζόμενες τη λήψη ήπιων μέτρων και τη διατήρηση σχολείων και λιανεμπορίου ανοικτών, τονίζουν ότι και οι τρεις παράμετροι που καθορίζουν τις αποφάσεις, δηλαδή, ο αριθμός των ημερήσιων κρουσμάτων, η διαθεσιμότητα στις ΜΕΘ και ο αριθμός των μεταλλάξεων έχουν μεν σαφέστατα ανοδική τάση, αλλά επί του παρόντος δεν συνιστούν λόγο συναγερμού αλλά εγρήγορσης.
Ειδικά για τα μεταλλαγμένα κρούσματα, οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι εντοπίζονται περίπου στο 5% των συνολικών κρουσμάτων στην Αττική. Αν, ωστόσο, το ποσοστό αυτό διπλασιαστεί, τότε θα σημάνει «κόκκινος συναγερμός».
Ωστόσο, στην πρόσφατη τοποθέτησή του στη βουλή, ο καθηγητής κ. Σωτήρης Τσιόδρας, παρουσίασε στους βουλευτές όλων των κομμάτων στοιχεία, τα οποία καταδεικνύουν ότι σε επιλεγμένα δείγματα τα ποσοστά ήταν πολύ υψηλά και μάλιστα έφταναν σε ορισμένες περιπτώσεις και στο 40%.
Μάλιστα, σύμφωνα με τον κ. Τσιόδρα «κάναμε εκτιμήσεις για την κυκλοφορία του Variant οι οποίες δείχνουν ότι εάν επικρατήσει στην πατρίδα μας μπορεί να έχουμε πρόβλημα μέχρι τις αρχές Μαρτίου». Eπιπρόσθετα, ο καθηγητής εκτίμησε ότι είναι προδιαγεγραμμένη η πίεση στις ΜΕΘ το επόμενο διάστημα.
Που σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι είναι θέμα χρόνου πότε θα βρεθούν η κυβέρνηση και η Επιτροπή των Λοιμωξιολόγων μπροστά στη βαριά απόφαση μιας καθολικής καραντίνας, όπως αυτή του περασμένου Μαρτίου.
Και αυτή, ωστόσο, είναι αμφίβολο αν θα έχει τα ίδια αποτελέσματα, καθώς τότε, σχεδόν όλοι οι πολίτες ακολούθησαν χωρίς παρεκκλίσεις τις οδηγίες.
Σήμερα, η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Είναι ενδεικτικό ότι η ενδοοικογενειακή διασπορά έχει χτυπήσει «ταβάνι», η μέση ηλικία των κρουσμάτων έχει μειωθεί στα 43 χρόνια, ενώ πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η τηλεργασία δεν τηρείται. Εξ ου και η κατάσταση στους δρόμους των μεγάλων πόλεων, που θυμίζει καθημερινά παραμονές Χριστουγέννων.