Η αντεπίθεση του Πρωθυπουργού είναι κομβικής σημασίας για την προσπάθεια που κάνει να διατηρήσει αλώβητη την εικόνα του, καθώς ο βασικός του στόχος είναι να μην υπάρξουν ρωγμές στο προφίλ του.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης και το επιτελείο του στέκονται στο γεγονός ότι υπάρχει ακόμα «περίοδος χάριτος» που ευνοεί το κυβερνών κόμμα, στο πλαίσιο της μετεκλογικής ευφορίας, αλλά δεν παραγνωρίζουν πως παρατηρείται και στάση αναμονής.
Οι πρώτες 100 μέρες συμπληρώθηκαν, χωρίς ιδιαίτερες κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις, αλλά από εδώ και πέρα αρχίζουν τα δύσκολα. Εξάλλου διάφορα μέτρα αναμένεται να προκαλέσουν κοινωνική αναταραχή (όπως π.χ. ρυθμίσεις για τα Α.Ε.Ι. και το άσυλο, παρεμβάσεις στα εργασιακά, εξαγγελίες για τα τιμολόγια και την ιδιωτικοποίηση της Δ.Ε.Η. κ.λπ.).
Το κρίσιμο για τη ΝΔ και προσωπικά για τον Κυρ. Μητσοτάκη είναι σε αυτές τις επόμενες 100 ημέρες που θα εξελιχθούν διάφορα γεγονότα, να μην έχει απώλειες. Εξάλλου, ήδη πλέον ανοίγει ο κύκλος της υλοποίησης όσων είπε στη ΔΕΘ και με δεδομένο πως έχουν καλλιεργηθεί υψηλές προσδοκίες μένει να φανεί κατά πόσο θα γίνουν όσα υποσχέθηκε.
Ήδη, στο θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών παρατηρείται οβιδιακή μετατόπιση και στη Σύνοδο Κορυφής ο Κυρ. Μητσοτάκης προ ημερών, αντί να θέσει επιτακτικά το θέμα και να προσπαθήσει να μπλοκάρει τις διαδικασίες προετοιμασίας για μελλοντική ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. το μόνο που είπε δημόσια ήταν ότι πρέπει να τηρηθεί η συμφωνία.
Ο Πρωθυπουργός στην έναρξη των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τάχθηκε υπέρ της έναρξης της ενταξιακής πορείας της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ, ζητώντας την απαρέγκλιτη τήρηση των «διεθνών συμφωνιών», της Συμφωνίας των Πρεσπών δηλαδή που απέφυγε να κατονομάσει.
Πριν από αυτό, είχε προηγηθεί σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών το βέτο της Γαλλίας για την ένταξη Τιράνων και Σκοπίων και η αλλαγή στάσης του Βερολίνου, που τάχθηκε υπέρ του decoupling. Του διαχωρισμού δηλαδή των δύο περιπτώσεων, προκειμένου να μην εξεταστεί η ενταξιακή τους πορεία ως «πακέτο» από τις Βρυξέλλες.
Οι διπλωματικές ισορροπίες και οι πραγματικοί λόγοι που οδήγησαν τον Κυρ. Μητσοτάκη στην αλλαγή στάσης, αφού τόσο καιρό κορυφαίοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι επέμεναν πως Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία θα εξεταστούν ως «πακέτο» για το μέλλον της ενταξιακής τους πορείας, θα αποκαλυφθούν εν ευθέτω χρόνω. Η ιστορία εξάλλου δύσκολα μένει κρυφή για πολύ καιρό και από πολλούς.
Από την πλευρά του, ο Πρωθυπουργός σε μία κρίσιμη συγκυρία για την Ελλάδα και την Ευρώπη, την ώρα που η Τουρκία αλωνίζει στην κυπριακή ΑΟΖ, εισβάλει στη Συρία και επιδιώκει να συνεχίσει παντοιοτρόπως την διείσδυση στα βόρεια σύνορά μας, διείσδυση που ανακόπηκε από τη Συμφωνία των Πρεσπών όπως φάνηκε και από την επιτήρηση του FIR της γείτονος από ελληνικά μαχητικά, έπραξε το αυτονόητο. Όχι λοιπόν μόνο για τη διατήρηση της διπλωματικής ευταξίας με το Βερολίνο αλλά και για τα εθνικά μας συμφέροντα.
Η στάση του αυτή δυσαρεστεί μεγάλη μερίδα των βουλευτών του και κυρίως την εκλογική του βάση, αλλά κυρίως την πλευρά των Σαμαρικών, καθώς είναι αρνητική η άποψη του Αντώνη Σαμαρά. Και το ενδιαφέρον είναι, όπως λένε έμπειρα κομματικά στελέχη, ότι η στάση της ΝΔ και του ίδιου του Κυρ. Μητσοτάκη απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών θα τον ακολουθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του ως μόνιμη πληγή.
Η πληγή αυτή θα σκαλίζει διαρκώς τη ΝΔ, κατά την εκτίμηση παλαιών κοινοβουλευτικών στελεχών της, προκαλώντας μόνιμη αιμορραγία στο μαλακό υπογάστριό της και γρατζουνώντας τα συντηρητικά αντανακλαστικά των «προδομένων» ψηφοφόρων της.
Από την άλλη πλευρά, οι προσδοκίες που καλλιέργησε ο Κυρ. Μητσοτάκης θα αναμετρηθούν με την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Και εκεί το ερώτημα για τον Κυρ. Μητσοτάκη είναι σαφές:
α) αν και σε ποιο βαθμό θα καταφέρει να ικανοποιήσει τους ψηφοφόρους και υποστηρικτές του και,
β) αν και σε ποιο βαθμό θα καταφέρει να αποτρέψει ή πάντως να αμβλύνει δυναμικές αντιδράσεις απέναντι στην κυβέρνησή του, όχι τόσο από τους πολιτικούς του αντιπάλους, όσο από φορείς της οργανωμένης κοινωνίας, όπως λ.χ. τα συνδικάτα ή το φοιτητικό κίνημα.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη σε αυτή τη νέα φάση, αφού έχουν συμπληρωθεί οι πρώτες 100 μέρες και ουσιαστικά η περίοδος του μέλιτος, έχει να αντιμετωπίσει μία σειρά από εξαιρετικά σοβαρά θέματα. Το προσφυγικό, οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά και η αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή, αποτελούν παράγοντες που αυξάνουν, ως κάποιο βαθμό, την αβεβαιότητα των όποιων πολιτικών σχεδιασμών, ενώ δεν αποκλείεται να φέρουν το κυβερνών κόμμα απέναντι σε τμήματα της εκλογικής του βάσης.
Την ίδια στιγμή, η συζήτηση και ψήφιση του προϋπολογισμού του 2020, θα αποτελέσει την πρώτη εφ’ όλης της ύλης αντιπαράθεση της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης.
Μέχρι στιγμής οι μετρήσεις παραμένουν ιδιαίτερα θετικές για τον Κυρ. Μητσοτάκη και το δυνατό χαρτί της ΝΔ και της κυβέρνησης είναι αναμφίβολα ο Πρωθυπουργός που πλέον πρέπει να ξεπεράσει μια σειρά από «μαύρες τρύπες», ενώ πλέον θα αρχίσει να καταγράφει θετικά και αρνητικά στο πολιτικό ισοζύγιο.
Το προσφυγικό – μεταναστευτικό όμως τρομάζει περισσότερο από όλα και αποτελεί τη μεγαλύτερη «μαύρη τρύπα» μέχρι στιγμής για την κυβέρνηση, καθώς συνεχίζουν με αμείωτη ένταση οι ροές των προσφύγων – μεταναστών και δεν υπάρχει σχέδιο αντιμετώπισης και όπως είπε και η ευρωβουλευτής της ΝΔ Μαρία Σπυράκη, η κυβέρνηση κάνει διαχείριση.
Ήδη, ο Κυρ. Μητσοτάκης είπε ότι η χώρα έχει φθάσει στα όρια της, διαπιστώνοντας ουσιαστικά ότι είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί και βλέπει ότι ήταν και άδικη η κριτική, όσο και εάν δεν το παραδέχονται, στο ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, το πρόβλημα μεγαλώνει καθώς σε πολλές περιοχές στην ενδοχώρα δεν θέλουν πρόσφυγες και μετανάστες και ήδη αντιδρούν στελέχη, μέλη, ψηφοφόροι και βουλευτές της ΝΔ για την μετεγκατάσταση από τα νησιά στην ενδοχώρα.