Όπως αναφέρει, οι διαπραγματεύσεις αυτές παραδοσιακά φέρνουν στην επιφάνεια τις διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ των κρατών-μελών και αντανακλούν τα αντίθετα συμφέροντα μέσα στην Ένωση: των Βορείων και των Νοτίων, των «Φειδωλών» και των «Φιλόδοξων», ενώ συνυπολογίζοντας ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, με την αποχώρησή του, έπαιρνε 75 δισ. από τον συνολικό προϋπολογισμό, η διαπραγμάτευση αποτελούσε εξαρχής μια δύσκολη εξίσωση.
Η Ελλάδα, αναφέρει ο κ. Βαρβιτισιώτης, «επέστρεψε ως χώρα που παρεμβαίνει για να συμβάλει θετικά στην εξεύρεση λύσεων κι εγγυάται τη σταθερότητα της περιοχής. Που οικοδομεί συμμαχίες και πείθει, χωρίς να υψώνει λαϊκίστικες κορώνες, για να την ακούσει το εσωτερικό της ακροατήριο».
«Η πανδημία του κορονοϊού περιέπλεξε ακόμη περισσότερο τις διαπραγματεύσεις. Για την ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών χρειαζόταν άμεση και ουσιαστική ευρωπαϊκή αλληλεγγύη», σημειώνει ο αναπληρωτής υπουργός και υπενθυμίζει πως ο Έλληνας πρωθυπουργός ήταν από τους πρώτους που το ζήτησαν ρητά με επιστολή που συνυπέγραψε με άλλους οκτώ αρχηγούς κρατών τον Μάρτιο, βάζοντας στο τραπέζι την έκδοση «κορονο-ομολόγων» και άλλων κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση «έδωσε τη φιλόδοξη, γενναία κι ευέλικτη απάντηση που ζητούσαμε. Τόλμησε να κάνει μετά από δέκα χρόνια κρίσεων και αδράνειας το πρώτο σημαντικό βήμα προς τη δημοσιονομική της ενοποίηση και να εγκαινιάσει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της», σημειώνει ο αναπληρωτής υπουργός.
«Τώρα πια είναι στο χέρι μας να αξιοποιήσουμε αυτή τη νέα μεγάλη ευκαιρία» σημειώνει χαρακτηριστικά.