Την ανάγκη επιστροφής σε πολιτικά συστήματα που βασίζονται στην ισορροπία αριστεράς- δεξιάς, καθώς «είναι το μόνο πλαίσιο που μπορεί να εγγυηθεί τις δημοκρατικές διαδικασίες», υπογραμμίζει ο πρώην πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας σε άρθρο του.
«Είναι σαφές ότι ο διαχωρισμός κέντρο – άκρα έχει συμβάλει στην υπονόμευση της Δημοκρατίας και στην άνοδο της ακροδεξιάς, καθώς μεταξύ των δύο αυτών πολιτικών επιλογών όλο και περισσότεροι πολίτες επιλέγουν την δεύτερη», υπογραμμίζει ο πρώην πρωθυπουργός σε άρθρο που είχε γράψει για την ειδική έκδοση Turning Points του Euro2day και των New York Times.
Αναλυτικά το άρθρο του Αλέξη Τσίπρα στην Ειδική Εκδοση Turning Points του Euro2day και των New York Times:
H επικράτηση του κεϊνσιανισμού και η καθιέρωση του κοινωνικού κράτους μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο -και ως απάντηση στον «υπαρκτό σοσιαλισμό»- επέτρεψε τη συγκρότηση των εθνικών πολιτικών συστημάτων στην Ευρώπη με όρους που ευνοούν τις ιδέες των προοδευτικών δυνάμεων και της αριστεράς.
Η ύφεση στον Ψυχρό Πόλεμο, η ίδρυση της ΕΟΚ και η πτώση των στρατιωτικών δικτατοριών δημιούργησε πρόσφορο έδαφος, στη δεκαετία του ’70, για την ενίσχυση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου στη Μεσόγειο, που συνεχίστηκε στην Ανατολική Ευρώπη μετά την πτώση του Τείχους.
Η εξέλιξη αυτή συνοδεύτηκε από τη μεταψυχροπολεμική οικονομική ευημερία υπό την αμερικανική ηγεμονία, ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εδραίωση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης μετατόπισε την πολιτική πλάστιγγα προς τις θέσεις της δεξιάς.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ενσωμάτωσε σημαντικό μέρος αυτών των θέσεων, επιχειρώντας την ίδια στιγμή να διατηρήσει αρχές και πολιτικές σε αναπτυξιακά, κοινωνικά και διπλωματικά θέματα. Η κριτική της αριστεράς αφορούσε τόσο τις δυτικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στο όνομα της Δημοκρατίας, όσο και τις ανισότητες που δημιουργούσε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση οδηγώντας σε κερδοσκοπικές «φούσκες».
Η παγκόσμια κρίση που άρχισε από τη Lehman Brothers το 2008 και επεκτάθηκε στην ευρωζώνη με την επιβολή σκληρών πολιτικών λιτότητας, όπως και η αποτυχία των δυτικών παρεμβάσεων και επεμβάσεων που οδήγησαν στην προσφυγική κρίση, αποτελούν την απαρχή της αποσταθεροποίησης αυτού του συστήματος.
Η κατακόρυφη αύξηση των περιφερειακών και κοινωνικών ανισοτήτων, η πολιτική εκμετάλλευση της μεταναστευτικής κρίσης και η αδυναμία της Ε.Ε. να δώσει ένα νέο γεωπολιτικό, οικονομικό και ταυτοτικό όραμα, δημιούργησε μια νέα δυναμική για τη δεξιά και κυρίως για την ακροδεξιά, αλλά οδήγησε και στο Brexit.
Παράλληλα, η αμφισβήτηση της αμερικανικής ηγεμονίας από την Τεχεράνη, τη Μόσχα και το Πεκίνο, η ίδρυση των BRICS, αλλά και η άνοδος της Κίνας, έδωσαν ώθηση σε ένα νέο ιδεολογικό και πολιτικοοικονομικό μοντέλο: αυτό του αυταρχικού καπιταλισμού. Η ήττα στην Ουκρανία, αν μη τι άλλο, ενίσχυσε αυτήν την τάση.
Το μήνυμα της αμερικανικής και ευρωπαϊκής ακροδεξιάς ήταν σαφές και απλό: o μόνος τρόπος να αντιμετωπίσεις αυτές τις αναδυόμενες δυνάμεις γεωπολιτικά και οικονομικά είναι να αποβάλεις το βαρίδι του διεθνούς δικαίου, των δικαιωμάτων και της Δημοκρατίας και να τις αντιγράψεις σε δυναμισμό και κυνισμό.
Πολιτικά, οι εξελίξεις αυτές συνοδεύτηκαν από την κίνηση σημαντικών τμημάτων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας ακόμα περισσότερο προς τα δεξιά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να απομακρυνθούν μαζικά λαϊκά στρώματα από την παραδοσιακή πολιτική τους κοιτίδα και ταυτόχρονα να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά, κάτι που οδήγησε στην αποχή και την αντιπολιτική στάση μεγάλα τμήματα πολιτών.
Παράλληλα, με τη διόγκωση του προσφυγικού, είδαμε αντίστοιχα τις δυνάμεις της παραδοσιακής δεξιάς να αποδέχονται ακροδεξιές θέσεις προκειμένου να σταματήσει η διαρροή ψηφοφόρων τους στην ακροδεξιά.
Τελικά, αυτό ωφέλησε την τελευταία, η οποία αναδύθηκε για πρώτη φορά ως ισχυρή πολιτική δύναμη. Στο πλαίσιο αυτό, η ισορροπία αριστεράς/κεντροαριστεράς – κεντροδεξιάς/δεξιάς στην οποία βασίζονταν τα πολιτικά συστήματα της Δύσης, άρχισε να διαλύεται.
Σε αυτή τη βάση, η ευθύνη των δημοκρατικών και, κυρίως, προοδευτικών δυνάμεων είναι ιστορική.
Πρώτον, οφείλουμε να σταθούμε απέναντι στην επικράτηση του δικαίου του ισχυρού στις διεθνείς σχέσεις και να επιμείνουμε στο διεθνές δίκαιο. Εάν αποδεχθούμε το δίκαιο του ισχυρού σε διεθνές επίπεδο, τότε το αποδεχόμαστε σε όλα τα επίπεδα ανοίγοντας διάπλατα τον δρόμο στον κυνισμό της ακροδεξιάς. Ενισχύοντας τον ρόλο των δισεκατομμυριούχων στην πολιτική στα πρότυπα της σχέσης Τραμπ – Μασκ. Πρέπει να υπάρξει ένα σαφές μήνυμα από την Ε.Ε. στις ΗΠΑ ότι οι σχέσεις μας μπορούν να προχωρήσουν μόνο στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και χωρίς παρεμβάσεις στα εσωτερικά μας.
Αυτό, μεταξύ άλλων, απαιτεί υποστήριξη των αρχών μας αλλά και αναγνώριση των λαθών μας προκειμένου να μην επαναληφθούν. Ο αγώνας για το διεθνές δίκαιο είναι ένας αγώνας πρωτίστως για ειρήνη, ύφεση και διπλωματία, όχι πόλεμο. Και η ευρωπαϊκή μεταπολεμική Δημοκρατία χτίστηκε σε αυτό το πλαίσιο. Είναι απαράδεκτο, λοιπόν, σήμερα η προσπάθεια για ειρήνη να μονοπωλείται από δυνάμεις της ακροδεξιάς.
Στο πλαίσιο αυτό η Ε.Ε. πρέπει να πρωτοστατήσει στην ειρήνη στην Ουκρανία, όπως και στην οικοδόμηση μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας που συμπεριλαμβάνει τη Ρωσία -όπως πρότεινε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα- όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό με μια δύναμη που εισέβαλε σε γειτονικές χώρες.
Θυμίζουμε ότι, δύο χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Μακάριος διαπραγματεύονταν με τους πρωθυπουργούς της Τουρκίας. Στην ίδια κατεύθυνση πρέπει να κινηθούμε σε σχέση με την ειρήνη στην Παλαιστίνη, τον τερματισμό των ισραηλινών επιχειρήσεων και της απίστευτης ανθρωπιστικής καταστροφής που παρακολουθούμε, με λύση δύο κρατών στη βάση των Αποφάσεων του ΟΗΕ.
Δεύτερον, πρέπει να πιεστούν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες για ένα νέο σχέδιο για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που θα βασίζεται στις εκθέσεις Ντράγκι και Λέτα. Με αξιοποίηση των εργαλείων κοινού δανεισμού όχι μόνο για την άμυνα, αλλά για τα ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά -την πράσινη ατζέντα, την πολιτική προστασία και τις πολιτικές κοινωνικής συνοχής. Εάν αυτές οι πολιτικές δεν προωθηθούν, η Ε.Ε. θα οδηγηθεί σε πολυδιάσπαση.
Τρίτον πρέπει να προωθηθεί μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή πολιτική για τη μετανάστευση που να βασίζεται στην προστασία συνόρων με σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και αντιμετώπιση διακινητών, στη στενή συνεργασία με χώρες μετάβασης και προέλευσης και σε επιστροφές όσων δεν δικαιούνται άσυλο, σε προγράμματα επανεγκατάστασης, όπως και σε ολοκληρωμένα προγράμματα ενσωμάτωσης. Απέναντι στις δυνάμεις που στηρίζουν πολέμους αλλά όχι πρόσφυγες ή θέλουν εργάτες αλλά χωρίς δικαιώματα.
H αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα της woke κουλτούρας αναδεικνύει την ανάγκη για συγκροτημένες πολιτικές και κινηματικές διεργασίες σε σχέση με τους μετανάστες, τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα και κάθε κοινωνική ομάδα που διεκδικεί τα δικαιώματά της. Οι δυνάμεις του συντηρητισμού και της ακροδεξιάς θα εκμεταλλευτούν κάθε κινηματική πρωτοβουλία που δεν βασίζεται σε συγκεκριμένες διεκδικήσεις και στόχους και αναλώνεται σε επικοινωνιακές και συμβολικές ενέργειες, μακριά από τις ανάγκες της κοινωνίας και των πολιτών. Στόχος πρέπει να είναι η οικοδόμηση μιας κοινωνίας σεβασμού/αλληλεγγύης, απέναντι στη βία και στον φόβο. Όχι μια ενοχική κοινωνία.
Τέταρτον, είναι απαραίτητο να υπάρξουν ευρύτερες πρωτοβουλίες συνεργασίας των ευρωπαϊκών και αμερικανικών προοδευτικών δυνάμεων. Το κίνημα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και του πολέμου στο Ιράκ, όπως και το κίνημα κατά της λιτότητας και του 1%, είναι ισχυρά παραδείγματα για τη σημασία που έχει η συνεργασία στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Παράλληλα, πρέπει οι κυβερνώσες πολιτικές δυνάμεις αυτού του χώρου, που πάνε πέρα από τις κινηματικές διεργασίες, να υποστηρίξουν σταθερά την επιστροφή σε πολιτικά συστήματα που βασίζονται στην ισορροπία αριστεράς – δεξιάς, το μόνο πολιτικό πλαίσιο που μπορεί να εγγυηθεί τις δημοκρατικές διαδικασίες, να απορροφήσει τις σημερινές εντάσεις και να παραγάγει τις πολιτικές που έχουμε ανάγκη σήμερα.
Είναι σαφές ότι ο διαχωρισμός κέντρο – άκρα έχει συμβάλει στην υπονόμευση της Δημοκρατίας και στην άνοδο της ακροδεξιάς, καθώς μεταξύ των δύο αυτών πολιτικών επιλογών όλο και περισσότεροι πολίτες επιλέγουν την δεύτερη.