Ο Στέλιος Πέτσας κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, ξεκαθάρισε πως «σήμερα που αναμένονται οι ποινές για τους ενόχους της Χρυσής Αυγής, αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την Δημοκρατία και την πολιτική ιστορία της χώρας, να απαντήσει ο κ. Τσίπρας σε όσα κατήγγειλε ο κ. Κοντονής. Αναμένουμε να δώσει εξηγήσεις άμεσα. Ας ελπίσουμε ότι αυτή η μυωπική και μικροπολιτική συμπεριφορά που επί χρόνια πρόσφερε μανδύα πολιτικής και ηθικής νομιμοποίησης σε ένα μόρφωμα ντροπή για τη Δημοκρατία, δεν θα βρεί ποτέ ξανά μιμητές σε δημοκρατικά κόμματα».
«Όλη αυτή την ανίερη σύμπλευση, ήρθε σήμερα να επιβεβαιώσει με ανατριχιαστικό τρόπο ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ κ. Κοντονής. Που φαίνεται να είχε προειδοποιήσει το κόμμα του και τον κ. Τσίπρα ότι με τις αλλαγές που προωθούνταν τότε στον Ποινικό Κώδικα στον ορισμό της εγκληματικής οργάνωσης – και με δεδομένη τη βασική αρχή ότι ισχύει πάντοτε ο ευνοϊκότερος νόμος, ακόμη και αναδρομικά- τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής θα έπεφταν στα μαλακά, τουλάχιστον για το αδίκημα της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης», συμπλήρωσε στη συνέχεια.
Συνεχίζοντας ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υποστήριξκε ότι «αυτό επέφερε μία σημαντική μείωση στο ελάχιστο όριο ποινής αναφορικά με το αδίκημα της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης. Έτσι, από ποινή κάθειρξης 10 έως 20 έτη που προβλεπόταν μέχρι τότε, από 1η Ιουλίου 2019 ο ‘”διευθυντής” εγκληματικής οργάνωσης τιμωρείται με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον πέντε χρόνων».
«Επί της ουσίας, ο καταδικασθείς για διεύθυνση αντιμετωπίζει πλέον την ίδια ποινή με εκείνη του απλού μέλους μίας εγκληματικής οργάνωσης. Επίσης, σημαντική τροποποίηση στον Ποινικό Κώδικα που επήλθε επί ΣΥΡΙΖΑ αφορούσε την κατάργηση της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Υπενθυμίζεται ότι ο ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης ανακοίνωσε σήμερα την αποχώρησή του από την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ και τα καθοδηγητικά όργανα της συμμαχίας. Μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1 ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι διαφωνούσε με αρκετά σημεία στον νέο Ποινικό Κώδικα, «ο οποίος κατά 70% είναι μια θετική μεταρρύθμιση».