«Καμία λύση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή εάν η ιδιοκτησία δεν ανήκει στην Ελλάδα», διαμηνύει η Σία Αναγνωστοπούλου, με συνέντευξη που παραχωρεί στο iEidiseis για το θέμα των γλυπτών του Παρθενώνα.
«Για να σου δανείσει κάποιος κάτι, σημαίνει πως αναγνωρίζεις σε αυτόν νόμιμα δικαιώματα κυριότητας, νομής και κατοχής για κλεμμένες και λεηλατημένες αρχαιότητες από το έδαφός σου. Δεν μπορούμε να παίζουμε με τις λέξεις σε ένα μείζον εθνικό και διεθνές ζήτημα», τονίζει η τομεάρχης Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργός, ζητώντας άμεση ενημέρωση της Βουλής και χάραξη εθνικής στρατηγικής με διαφάνεια και λογοδοσία.
«Εκτιμώ πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινείται σε επικίνδυνες ατραπούς ήδη από το Φθινόπωρο του 2019 που βγήκε από τα χείλη του ίδιου του πρωθυπουργού η λέξη «δανεισμός» απέναντι στον τότε ομόλογό του, όσο και αν προσπάθησε η κυβέρνηση αργότερα να αμβλύνει επικοινωνιακά το μέγιστο αυτό ατόπημα», αναφέρει χαρακτηριστικά, αφήνοντας αιχμές κατά του πρωθυπουργού: «Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα «επιχειρηματικό project», όπως ενδεχομένως το αντιλαμβάνεται ο κ. Μητσοτάκης ούτε πρόκειται για μία απλή υπόθεση».
Μπορεί να υπάρχει αποδεκτή λύση στο θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα χωρίς η κυριότητα να ανήκει στην Ελλάδα;
Η κυριότητα σημαίνει ιδιοκτησία κ. Σκουρή. Επομένως καμία λύση δεν μπορεί να είναι αποδεκτή εάν η κυριότητα των Γλυπτών δεν ανήκει στην Ελλάδα. Επιπλέον, τα κλεμμένα από τον Έλγιν Γλυπτά του Παρθενώνα δεν είναι αυθύπαρκτα έργα τέχνης. Δημιουργήθηκαν ως αρχιτεκτονικά και συμβολικά μέρη του ναού. Όσα από αυτά εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο αποτελούν το 60% περίπου του συνόλου του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα.. Η αναγνώριση της κυριότητας στην Ελλάδα και ο οριστικός επαναπατρισμός τους είναι μία πράξη ηθικά επιβεβλημένη και οφειλόμενη πρώτα στο ίδιο το ακρωτηριασμένο μνημείο, που αποτελεί κορυφαίο σύμβολο της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Το δίκαιο αίτημα της αποκατάστασης της ενότητας των Γλυπτών του Παρθενώνα υπερβαίνει τα σύνορα της χώρας και αποτελεί αίτημα οικουμενικό και όχι μόνο ελληνικό. Η λεηλασία και ο βίαιος διαμελισμός του μοναδικού μνημείου από τον Έλγιν αποτέλεσε μια πράξη τερατώδους βανδαλισμού, απαράδεκτη ακόμα και για την εποχή της, κάτι που δεν μπορεί να παραγνωριστεί.
Ο δανεισμός, έστω και αν είναι μακροχρόνιος ή σε οποιαδήποτε μορφή του, μπορεί να αποτελέσει λύση; Και δανεισμός με διατήρηση των κόκκινων γραμμών μπορεί να υπάρξει;
Μα, για να σου δανείσει κάποιος κάτι, σημαίνει πως αναγνωρίζεις σε αυτόν νόμιμα δικαιώματα κυριότητας, νομής και κατοχής για κλεμμένες και λεηλατημένες αρχαιότητες από το έδαφός σου. Δεν μπορούμε να παίζουμε με τις λέξεις σε ένα μείζον εθνικό και διεθνές ζήτημα. Ακόμη και αν ονομαστεί διαφορετικά αλλά στην ουσία τον υποκρύπτει, δεσμεύοντας και μελλοντικά την χώρα σε αυτόν τον δρόμο, αυτό θα συνιστούσε υποχώρηση από την εθνική γραμμή και τα δίκαια της χώρας που νομιμοποιείται να διεκδικεί την επιστροφή των Γλυπτών που της ανήκουν και το κάνει ήδη από την Ανεξαρτησία της.
Επομένως θα ήταν ανεπίτρεπτη ηθικά και πολιτικά αυτή η εξέλιξη, την στιγμή μάλιστα που η Βρετανία, η οποία τελεί εν αδίκω, εμμένει ανυποχώρητη σε όλες τις θέσεις της μέχρι κεραίας και ο μόνος που μοιάζει να υποχωρεί και να συζητά ακόμα και προσβλητικές προτάσεις είναι η τωρινή ελληνική κυβέρνηση, όπως π.χ. να δώσει ως «ενέχυρο» άλλες μοναδικές αρχαιότητες από τα εκθέματα των μουσείων μας για όσο διάστημα κρατήσει ο «δανεισμός» κάποιων Γλυπτών στην Αθήνα. Και όλο αυτό το αλισβερίσι βαφτίζεται ως «πολιτιστική ανταλλαγή», όπως μαθαίνουμε από δημοσιεύματα του διεθνούς τύπου. Όπως καταλαβαίνετε, μετά τα όσα διαρρέονται και τα όσα αρνητικά έχουν προηγηθεί από μια κυβέρνηση που δεν δίστασε να νομοθετήσει τον εκπατρισμό ελληνικών αρχαιοτήτων για 50 χρόνια και να νομιμοποιήσει τη λαθρανασκαφή, την αρχαιοκαπηλία και την παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων στην υπόθεση Στερν, κατόπιν μυστικών διαπραγματεύσεων με τον παράνομο κάτοχό τους, μας δημιουργούν τεράστιες ανησυχίες οι χειρισμοί που γίνονται και πάλι εν κρυπτώ στην υπόθεση των Γλυπτών.
Εκτιμάτε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαπραγματεύεται λύσεις που υπερβαίνουν τις εθνικές κόκκινες γραμμές στο θέμα;
Εκτιμώ πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινείται σε επικίνδυνες ατραπούς ήδη από το Φθινόπωρο του 2019 που βγήκε από τα χείλη του ίδιου του πρωθυπουργού η λέξη «δανεισμός» απέναντι στον τότε ομόλογό του, όσο και αν προσπάθησε η κυβέρνηση αργότερα να αμβλύνει επικοινωνιακά το μέγιστο αυτό ατόπημα. Με τις κινήσεις που κάνει έκτοτε η κυβέρνηση της ΝΔ δίνει πολλές φορές την εντύπωση ότι έχει εγκαταλείψει την εθνική γραμμή για την διεκδίκηση και οριστική επιστροφή των Γλυπτών σε ηθική και πολιτική βάση και αυτό κάνει επιπλέον κακό και στην εικόνα της χώρας. Όμως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα «επιχειρηματικό project», όπως ενδεχομένως το αντιλαμβάνεται ο κ. Μητσοτάκης ούτε πρόκειται για μία απλή υπόθεση.
Οι αποφάσεις που πετύχαμε ως χώρα στο πλαίσιο της UNESCO το 2018 και το 2021 αναγνώρισαν ότι οι ιστορικές, πολιτιστικές, νομικές και ηθικές διαστάσεις αυτού του ζητήματος είναι τεράστιες και ότι απαιτείται η επίλυσή του σε διακυβερνητικό επίπεδο. Είναι κρίμα λοιπόν, όταν η πίεση της διεθνούς κοινότητας προς την Βρετανία συνεχώς εντείνεται, οι κινήσεις της κυβέρνησης να υποβιβάζουν μια μείζονα εθνική διεκδίκηση με θετικούς οιωνούς σε ένα ζήτημα που εξαρτάται από τις αντιθεσμικές κινήσεις και τις μυστικές συναντήσεις του πρωθυπουργού και των υπουργών του με τον πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου σε σπίτια και ξενοδοχεία του Λονδίνου με «μενού» τα Γλυπτά. Είναι προφανές ότι όλα αυτά μπορεί να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά στο σοβαρό εγχείρημα.
Τι πρέπει να γίνει;
Καταρχάς η κυβέρνηση έχει ηθική και πολιτική υποχρέωση απέναντι στον εθνικό στόχο να ενημερώσει άμεσα τη Βουλή και τον ελληνικό λαό για τους χειρισμούς και τις ενέργειες στις οποίες έχει προβεί μέχρι σήμερα είτε στο προσκήνιο είτε και στο παρασκήνιο στην υπόθεση της διεκδίκησης και επιστροφής των Γλυπτών. Απαιτείται η χάραξη εθνικής στρατηγικής με διαφάνεια και λογοδοσία και σοβαρή εθνική καμπάνια διεκδίκησης με διακομματική στήριξη και φυσικά διαρκής συνεργασία της χώρας με τις Διεθνείς Επιτροπές που έχουν συσταθεί για τον σκοπό αυτό. Η υπόθεση των Γλυπτών απαιτεί επιμονή, υπομονή, ειλικρίνεια και μεθοδικότητα και όχι παρασκηνιακά παιχνίδια και παζάρια με την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας.
Είναι ανεπίτρεπτη η ευκαιριακή αντιμετώπιση του θέματος για τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη οποιασδήποτε κυβέρνησης και όποτε συνέβη αυτό, όπως το 2014, έκανε κακό στην υπόθεση της διαπραγμάτευσης και μας γύρισε πολύ πίσω. Οφείλουμε να επιδιώκουμε τη συνεργασία με τη Μεγάλη Βρετανία στο όνομα του ίδιου του διαμελισμένου μνημείου-συμβόλου της UNESCO και της παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς και να διεκδικούμε σταθερά και σθεναρά την μόνιμη επιστροφή και επανένωση των Γλυπτών, χωρίς να υποκύπτουμε σε μεσοβέζικες, ευκαιριακές και προβληματικές «λύσεις» υπό τους όρους που θέτει το Βρετανικό Μουσείο. Αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί μέσω ισχυρής διπλωματίας, μέσω των συμμαχιών που χτίζουμε στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών και φυσικά μέσω της διμερούς πολιτιστικής και εκπαιδευτικής συνεργασίας με τη Μ. Βρετανία αλλά όχι με υποχωρήσεις στα δίκαια της χώρας.