«Κατ’ επανάληψη έχω αναφερθεί, έως παρεξηγήσεως, στην ανάγκη εθνικής συνεννόησης για εθνικά θέματα. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει συγκυβέρνηση. Η κυβέρνηση έχει την ευθύνη, η αντιπολίτευση κάνει τις προτάσεις της, αλλά σε θέματα που ξεπερνούν μια κυβερνητική θητεία, πρέπει να υπάρχει συνεννόηση ώστε να μπορεί να διαμορφώνεται ένα θετικό κλίμα που δεν θα εμποδίζει την ολοκλήρωση των μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων προς όφελος των πολιτών».
Τα παραπάνω τονίζει ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, αντιπρόεδρος του ΕΛΚ και πρώην Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, με συνέντευξη-παρέμβαση που παραχωρεί στο iEidiseis.
Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης απαντά στο γιατί λιγοστεύουν οι ηγέτες από το ΕΛΚ στις Συνόδους Κορυφής, εκτιμώντας πως «το πολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη έχει πλέον αλλάξει», ενώ απαντά στο ερώτημα για το τι πρέπει να αλλάξει στην ευρωπαϊκή δεξιά, αλλά και τι πρέπει να αλλάξει στην ΕΕ και τι ελπίζει για τις εξελίξεις με το Σύμφωνο Σταθερότητας. Προτείνει, μάλιστα, να οριστεί Επίτροπος Άμυνας, αλλά και να «δημιουργηθεί μια adhoc ευρωπαϊκή δύναμη, αποτρεπτικού χαρακτήρα, η οποία θα μπορεί να ανταποκρίνεται σε περιπτώσεις που τα ευρωπαϊκά σύνορα κινδυνεύουν, συμπεριλαμβανομένων και των υβριδικών απειλών».
«Η κυβέρνηση, πολλές φορές και με διάθεση αυτοκριτικής, προσπαθεί να επιτύχει το καλύτερο. Διαχειρίζεται όμως μια πολύ δύσκολη πραγματικότητα, με πολλές πρωτοφανείς και πολυεπίπεδες κρίσεις, τις οποίες κατά διεθνή ομολογία έχει αντιμετωπίσει επιτυχώς. Κατά συνέπεια, μπορεί να υπάρχουν επιμέρους απόψεις για βελτίωση, αλλά οφείλουμε να σταθούμε στη μεγάλη εικόνα που έχει πρόσημο θετικό», επισημαίνει ο Β. Μεϊμαράκης.
Τελευταία βλέπουμε να λιγοστεύουν οι Πρωθυπουργοί και υπουργοί κρατών που προέρχονται από το ΕΛΚ στα Συμβούλια Κορυφής. Η δε σοσιαλδημοκρατία δείχνει να επανέρχεται και να κερδίζει μάχες. Πού οφείλεται αυτό κατά τη γνώμη σας κ. Πρόεδρε;
Το πολιτικό σκηνικό στην Ευρώπη έχει πλέον αλλάξει και αυτό είναι ένα θέμα, μεταξύ άλλων, που αναδείχθηκε κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης. Οι εκλογές που διεξήχθησαν και συνεχίζουν να γίνονται εν μέσω της πανδημίας, δεν ευνοούν τις υπάρχουσες κυβερνήσεις. Αντιθέτως, η ελληνική κυβέρνηση, όπως καταγράφεται και αναγνωρίζεται διεθνώς, διαχειρίστηκε την πανδημία από την αρχή με ιδιαίτερη επιτυχία.
Από την άλλη, αλλαγή του πολιτικού σκηνικού παρατηρείται και από την έλλειψη αυτοδυναμίας των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κυβερνήσεις συνεργασίας, οι οποίες επιλέγουν για Πρωθυπουργούς προσωπικότητες ευρείας αποδοχής που υπερβαίνουν κομματικές ταυτότητες και ιδεολογίες.
Τι εκτιμάτε ότι πρέπει να αλλάξει στην ευρωπαϊκή δεξιά; Ποιες επανεξετάσεις και επαναϊεραρχήσεις να γίνουν;
Το τελευταίο διάστημα, η Ευρώπη καλείται να κάνει ένα ολικό «restart». Οι νέες συνθήκες που εμφανίστηκαν ξαφνικά και καθορίζουν πλέον τη ζωή και την καθημερινότητα όλων μας, απαιτούν γρήγορη προσαρμογή. Η Ευρώπη πρέπει άμεσα να αφομοιώσει αυτά τα νέα δεδομένα, γιατί οι πολίτες ζητούν συγκεκριμένες απαντήσεις με επιχειρήματα στα προβλήματα και τις πολλαπλές προκλήσεις της εποχής. Η Ευρωπαϊκή κεντροδεξιά, από την πρώτη στιγμή, κατανόησε τις αγωνίες και ανησυχίες των ευρωπαίων πολιτών, τις οποίες και έθεσε ψηλά στην ατζέντα της. Προσπαθεί να βρει λύσεις που απαιτούν ολοκληρωμένες και στοχευμένες ευρωπαϊκές πολιτικές που ωστόσο, τα κράτη-μέλη πολλές φορές δεν ακολουθούν, διαμορφώνοντας τη δική τους εθνική ατζέντα. Είναι αναγκαίο να δώσουμε περισσότερες αρμοδιότητες στην Ευρώπη. Χρειαζόμαστε περισσότερη και καλύτερη Ευρώπη. Μια Ευρώπη κοντά στους πολίτες και με στοιχειώδεις ενιαίες πολιτικές σε τομείς που αφορούν στην καθημερινότητα όλων μας. Στον τομέα της υγείας για παράδειγμα, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα πρωταγωνιστεί ζητώντας τη σύσταση ειδικής υποεπιτροπής, αρμόδιας να καταλήγει σε ουσιαστικές και άμεσες προτάσεις.
Οι πολίτες βρίσκονται στο επίκεντρο των πολιτικών μας, χρειαζόμαστε μια ανθρωποκεντρική Ένωση που θα βελτιώνει τη ζωή μας σε όλα τα επίπεδα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση κινδυνεύει μετά την πανδημία να χάσει και άλλο έδαφος στον ανταγωνισμό της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. Τι πρέπει να αλλάξει κατά τη γνώμη σας;
Στο νέο πολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται παγκοσμίως, η Ευρώπη πρέπει να πρωτοπορήσει και να πρωταγωνιστήσει σε όλα τα επίπεδα. Χρειαζόμαστε μια ενιαία και συντονισμένη εξωτερική πολιτική, προκειμένου όχι μόνο να προστατεύσουμε τα εξωτερικά μας σύνορα, αλλά και να διασφαλίσουμε τα συμφέροντά μας σε διεθνές επίπεδο. Βρισκόμαστε στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και η Ένωση πρέπει να θέσει πρότυπα αντί να ακολουθεί τους άλλους. Μέσω των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, θέτει πλέον τις βάσεις για τη μετάβασή της στη νέα εποχή της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, προωθώντας της ανάπτυξη, την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα.
Ακούμε για ευρωπαϊκό στρατό και ενιαία αμυντική πολιτική. Πιστεύετε στα σοβαρά ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο όσο οι Βρυξέλλες είναι συμπληρωματική δύναμη του ΝΑΤΟ;
Ο Ευρωπαϊκός στρατός και η ενιαία αμυντική πολιτική είναι δύο θέματα στα οποία έχω αναφερθεί επανειλημμένα, ιδιαίτερα την περίοδο που ήμουν Υπουργός Εθνικής Άμυνας. Είχα προτείνει και συνεχίζω να το πιστεύω, ότι πρέπει να δημιουργηθεί μια adhoc ευρωπαϊκή δύναμη, αποτρεπτικού χαρακτήρα, η οποία θα μπορεί να ανταποκρίνεται σε περιπτώσεις που τα ευρωπαϊκά σύνορα κινδυνεύουν, συμπεριλαμβανομένων και των υβριδικών απειλών. Προς αυτήν την κατεύθυνση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να συζητήσει το ρόλο και τα καθήκοντα ενός νέου Επιτρόπου Άμυνας, αρμόδιου για όλα τα θέματα της Κοινής Ευρωπαϊκής Πολιτικής για την Άμυνα και την Ασφάλεια. Σήμερα, υπάρχει η δυνατότητα να προωθήσουμε όλες αυτές τις ιδέες, δεδομένου ότι η Πρόεδρος της Επιτροπής UrsulavonderLeyen και πολλοί ευρωβουλευτές είναι πρώην Υπουργοί Άμυνας και έχουμε μια κοινή αντίληψη στα θέματα αυτά.
Και με το Σύμφωνο Σταθερότητας; Τι πρέπει να γίνει την επομένη της πανδημίας κ. Πρόεδρε;
Το τελευταίο διάστημα, οι συζητήσεις γύρω από το Σύμφωνο Σταθερότητας και τους κανόνες του, αποτελούν προϊόν έντονης αντιπαράθεσης στις αίθουσες και τους διαδρόμους των ευρωπαϊκών θεσμών. Τα αιτήματα που εκφράζουν τα δύο μέτωπα, το ένα που ζητά την πλήρη χαλάρωση των κανόνων και το άλλο, που θέλει τη διατήρηση της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, διατυπώνονται αυτή τη στιγμή με ακραίες φωνές, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα επικρατήσουν στο τέλος. Είμαι αισιόδοξος ότι μέσα από το διάλογο, που είναι σε εξέλιξη, η λύση που θα βρεθεί θα υπηρετεί την ανάπτυξη με θέσεις εργασίας και κοινωνική δικαιοσύνη.
Έναντι του Ερντογάν τι πολιτική χρειάζεται να ακολουθήσει η ΕΕ; Γιατί ακόμα κυρώσεις ακούμε και κυρώσεις δεν βλέπουμε…
Ακόμα και για το ότι η Ευρώπη συζητάει σήμερα για επιβολή κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας είναι ένα μεγάλο και σημαντικό βήμα, δεδομένου ότι κρύβονται μεγάλα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα πίσω από τις σχέσεις ορισμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία. Οι Ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας και του ΔΗΣΥ, έχουμε ωστόσο επιτύχει πολλά προς αυτήν την κατεύθυνση, μετατρέποντας το ευρωτουρκικό από διμερές ζήτημα σε ευρωπαϊκό και πιο συγκεκριμένα εισάγοντας τροπολογία για επιβολή αυστηρών κυρώσεων, η οποία και υπερψηφίστηκε πανηγυρικά στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Δεν πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ότι η Τουρκία είναι βασικός εισαγωγέας ευρωπαϊκών αγαθών, μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες στην Ευρώπη και φιλοξενεί χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες τους οποίους ανά πάσα στιγμή μπορεί να εκμεταλλευτεί για να ασκήσει πιέσεις στην Ένωση. Αν και είμαστε υπέρ του διαλόγου, πιστεύοντας ότι η Τουρκία μπορεί να αποτελέσει έναν σημαντικό εταίρο της ΕΕ, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι διαχρονικά καταπατά κάθε κανόνα και κάθε κεκτημένο.
Και με το προσφυγικό; Η Ελλάδα τείνει να γίνει αποθήκη ψυχών. Τι πρέπει να πράξει η Ευρωπαϊκή Ένωση; Χρειάζεται μια νέα συμφωνία με την Τουρκία; Με την αναθεώρηση του Δουβλίνου τι γίνεται;
Το προσφυγικό-μεταναστευτικό είναι ένα σύνθετο ζήτημα με πολυδιάστατο χαρακτήρα, που μας αφορά όλους και απαιτεί ιδιαίτερη μεταχείριση τόσο σε ανθρωπιστικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο για την ορθή επίλυσή του. Η χώρα μας είναι η σημαντικότερη είσοδος μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, έχοντας χρόνια τώρα υποστεί το μεγαλύτερο βάρος και τις παρενέργειες αυτού του προβλήματος σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Μετά και τα τελευταία γεγονότα στα σύνορα Πολωνίας-Λευκορωσίας αλλά και πριν από έναν χρόνο στον Έβρο, διαπιστώνουμε ότι το φαινόμενο της εργαλειοποίησης απελπισμένων ανθρώπων που ψάχνουν ένα καλύτερο αύριο, χρησιμοποιείται από αυταρχικούς ηγέτες για να πιέσουν την Ευρώπη και να αποκομίσουν πολιτικά και οικονομικά οφέλη. Είναι πλέον σαφές, ότι το μεταναστευτικό απαιτεί συλλογική πολιτική συνεργασία από όλα τα κράτη-μέλη ώστε να αντιμετωπιστεί υπό το πρίσμα των αρχών της αλληλεγγύης και της υπευθυνότητας και στη βάση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των διεθνών συμβάσεων. Ως Αντιπρόεδρος του ΕΛΚ, έχω επανειλημμένα τονίσει ότι χρειαζόμαστε μια Ενιαία Ευρωπαϊκή Πολιτική για τη μετανάστευση και το άσυλο, η οποία θα βασίζεται στην ίση και δίκαιη αντιμετώπιση του προβλήματος από όλα τα κράτη-μέλη. Η διεθνοποίηση του θέματος και η αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου θα δρομολογήσουν πρωτοβουλίες για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων προς αυτήν την κατεύθυνση.
Είστε κορυφαίο στέλεχος της ΝΔ, υπήρξατε Πρόεδρός της. Υπάρχει κάτι που πρέπει να αλλάξει η κυβέρνηση κάτι που σας ανησυχεί;
Το καλύτερο είναι ο εχθρός του καλού! Και όλοι πρέπει να επιδιώκουμε πάντα το καλύτερο. Η κυβέρνηση, πολλές φορές και με διάθεση αυτοκριτικής, προσπαθεί να επιτύχει το καλύτερο. Διαχειρίζεται όμως μια πολύ δύσκολη πραγματικότητα, με πολλές πρωτοφανείς και πολυεπίπεδες κρίσεις, τις οποίες κατά διεθνή ομολογία έχει αντιμετωπίσει επιτυχώς. Κατά συνέπεια, μπορεί να υπάρχουν επιμέρους απόψεις για βελτίωση, αλλά οφείλουμε να σταθούμε στη μεγάλη εικόνα που έχει πρόσημο θετικό.
Υπάρχουν μείζονα θέματα στη χώρα, όπως η πανδημία ή οι σχέσεις με την Τουρκία. Εκτιμάτε ότι θα πρέπει να υπάρξει εθνική συνεννόηση;
Κατ’ επανάληψη έχω αναφερθεί, έως παρεξηγήσεως, στην ανάγκη εθνικής συνεννόησης για εθνικά θέματα. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει συγκυβέρνηση. Η κυβέρνηση έχει την ευθύνη, η αντιπολίτευση κάνει τις προτάσεις της, αλλά σε θέματα που ξεπερνούν μια κυβερνητική θητεία, πρέπει να υπάρχει συνεννόηση ώστε να μπορεί να διαμορφώνεται ένα θετικό κλίμα που δεν θα εμποδίζει την ολοκλήρωση των μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων προς όφελος των πολιτών.