Ο Κυριάκος Μητσοτάκης συναντήθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου με τον συμπατριώτη μας αντιπρόεδρο της Κομισιόν αλλά δεν ήταν σαφές με ποια ιδιότητα τον είδε. Δεδομένου ότι οι Επίτροποι εκπροσωπούν την Κομισιόν και όχι χώρα τους, η διατύπωση «είμαστε στο «Champions League» του Ταμείου Ανάκαμψης» που χρησιμοποίησε ο Μαργαρίτης Σχοινάς, περισσότερο συζήτηση με κομματικός στέλεχος έδειχνε. Ποιοι «είμαστε»;
Ήταν απάντηση στη βεβαιότητα του Πρωθυπουργού ότι «είμαστε στην πρώτη γραμμή των εκταμιεύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης» χωρίς να υπάρχει επίσημος κοινοτικός απολογισμός επ’ αυτού.
Θα ήταν άλλωστε άκομψο να λέει σε κοινοτικό αξιωματούχο ότι «ο τρόπος αναθεώρησης του Ταμείου Ανάκαμψης είναι καθορισμένος από την ιδρυτική πράξη του» και συνεπώς «κουβέντες του αέρα περί επαναδιαπραγμάτευσης με ένα νόμο και με ένα άρθρο, καλό είναι να μην ακούγονται διότι ακόμα μια φορά παραπλανούν την ελληνική κοινή γνώμη».
Δεν πρόκειται ακριβώς για κουβέντες στον αέρα, αλλά για επίσημη τοποθέτηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που ενδέχεται να είναι Πρωθυπουργός σε λίγους μήνες.
Ο Αλέξης Τσίπρας – όπως έκανε και για τις αγορές πολεμικού υλικού από τη Γαλλία με μηδενική προστιθεμένη αξία για την ελληνική βιομηχανία – μίλησε για άσκηση του δικαιώματος αναδιαπραγμάτευσης, που έχει κάθε χώρα και μπορεί να την επιβάλει πολιτικά, απέναντι σε οποιαδήποτε γραφειοκρατία.
Στην πραγματικότητα αυτό που ζητάει ο Τσίπρας είναι η ουσιαστική αξιοποίηση του Ταμείου, με ανακατεύθυνση πόρων, προς όφελος της πραγματικής οικονομίας, με ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της αγροτικής παραγωγής.
Και αυτό που φοβάται ο Μητσοτάκης είναι η ανατροπή της επιλεκτικής διοχέτευσης των κονδύλων του Ταμείου σε λίγους και εκλεκτούς του- που βρίσκονται πίσω από τις κυβερνητικές συμφωνίες με μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους.
Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για εσωτερική πολιτική υπόθεση και ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν δεν μπορεί να πάρει μέρος. Γι’ αυτό άλλωστε μετά τον Μητσοτάκη – που του παρουσίασε ρόδινη κατάσταση στη χώρα, αποκρύπτοντας της «πομπές» του – έσπευσε να συναντήσει και τον Τσίπρα, ώστε να μεταφέρει ολόκληρη την εικόνα στο Μπερλεμόντ. Αυτό τουλάχιστον του ζήτησε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο τρόπος που διαχειρίζεται ο Πρωθυπουργός την πολιτική σύγκρουση αυτή την περίοδο υποδηλώνει ότι ο ίδιος έχει αίσθηση ότι οδεύει προς το τέλος του και αναζητά στα τυφλά υποστήριξη – που δεν βρίσκει.
Οι κοινοτικές αρχές από την πείρα τους γνωρίζουν ότι η συνεργασία με τον Τσίπρα όταν ήταν Πρωθυπουργός υπήρξε περισσότερο διαυγής και γόνιμη, παρότι προηγήθηκε η σκληρή διαπραγμάτευση του 2015.
Ούτως ή άλλως, τα κοινοτικά όργανα δεν προτίθενται να αναμειχθούν στα εσωτερικά της Ελλάδας, παρά μόνο στο επίπεδο που ήδη το κάνουν: να προστατεύσουν το κοινοτικό κεκτημένο και το κράτους δικαίου.
Αυτή την περίοδο σε όλα τα επίπεδα της κοινοτικής λειτουργίας – από τον υπηρεσιακό μηχανισμό και το Κολλέγιο των Επιτρόπων ως το Ευρωκοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και το Συμβούλιο Κορυφής – δεν εξετάζονται οι πολιτικές θέσεις του Αλέξη Τσίπρα.
Άλλωστε, ειδικά για το Ταμείο Ανάκαμψης είναι γνωστό ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει ζητήσει τη συγκρότηση διακομματικής Επιτροπής για τον πλήρη έλεγχο και τη διαφάνεια στα δισεκατομμύρια του Ταμείου και το απέρριψε η κυβέρνηση.
Εξετάζεται η συμπεριφορά τού Κυριάκου Μητσοτάκη. Όχι μόνο στα οικονομικά θέματα και την ορθή χρήση των πόρων, αλλά και σε ζητήματα Δικαιοσύνης, Ενημέρωσης, και γενικότερα συμμόρφωσης στο γράμμα και τον πνεύμα της «κοινοτικής νομοθεσίας».
Οι επίτροποι που έχουν την ευθύνη για τη Μετανάστευση, τη Δικαιοσύνη, τη Διαφάνεια και την Ενημέρωση, έχουν βάλει στο μικροσκόπιο κυβερνητικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένων και αποφάσεων του Πρωθυπουργού.
Το Ευρωκοινοβούλιο ερευνά τις υποκλοπές και παραβιάσεις του Διεθνούς Δίκαιου στο Αιγαίο ενώ το Συμβουλή Κορυφής εγκαινιάζει την εφαρμογή του «μηχανισμού αιρεσιμότητας».
Δηλαδή, την αξιολόγηση κυβερνήσεων στην εφαρμογή των κανόνων του κράτους δικαίου, αρχίζοντας από την Ουγγαρία του Ορμπάν. Αλλά όλοι γνωρίζουν ότι αν θα ακολουθήσει άλλη χώρα, θα είναι η Ελλάδα του Μητσοτάκη.
Σ’ αυτό το σκηνικό αποκτά ιδιαίτερη σημασία η ενδοκομματική κινητικότητα για τη Νεομητσοτακική αυθαιρεσία που επιβαρύνει τη χώρα και αφήνει έκθετη τη ΝΔ ως φιλοευρωπαϊκό κόμμα. Αν αυτό θα έχει συνέπειες για τον Μητσοτάκη, πριν τις εκλογές μετά την ήττα του θα είναι αυτονόητο – μένει να κριθεί.
Περιέργως – αν όχι και τόσο – με ευρωπαϊκά κριτήρια σε αυτές τις διεργασίες δεν κινείται ο Νίκος Δένδιας, αλλά η Όλγα Κεφαλογιάννη… Ενώ ο υπουργός Εξωτερικών καταπίνει, εκτός από την περιθωριοποίησή του, και τις πληροφορίες για την παρακολούθησή του, η βουλευτής της Α’ Αθηνών «στήνει στον τοίχο» τη συμπεριφορά Μητσοτάκη. Με τις τελευτές δημόσιες τοποθετήσεις της τάχθηκε ευθέως απέναντί του.
Επέκρινε τους χειρισμούς της κυβέρνησης στο σκάνδαλο των υποκλοπών και χαρακτήρισε »προβληματική» την απαγόρευση ενημέρωσης του παρακολουθούμενου. Κρίνοντας ότι »αυτά τα θέματα είναι θεσμικά, ξεπερνάνε μία κυβέρνηση και θα πρέπει να τα δούμε πολύ πιο προσεκτικά».
Σημείωσε ότι «δεν πρέπει να καταστρατηγούνται θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα και κανείς δεν μπορεί να επικαλείται απόρρητο απέναντι στην ΑΔΑΕ» και διαφώνησε με το εύρος ερμηνείας που δίνει στην «εθνική ασφάλεια» τον νομοσχέδιο για την ΕΥΠ.
Συμπέρασμα: Σε κάθε κίνησή του πλέον ο Κυριάκος Μητσοτάκης – στην Ελλάδα και την Ευρώπη – δείχνει σαν ψάρι έξω από το νερό. Η Κεφαλογιάννη μάλιστα απέρριψε και το ύφος του: «Εγώ δεν θα μιλούσα για Αριστερά του χαβιαριού και της σαμπάνιας».
Από αυτή την άποψη η δήλωσή της «μεγάλωσα πολιτικά σε μια παράταξη που τρέφεται και εξελίσσεται μέσα από τον διάλογο και την πολυφωνία, δεν φοβόμαστε να μιλάμε στη Νέα Δημοκρατία», ήταν βολή σε κάποιον που όλο και περισσότεροι στο κόμμα του δεν φοβούνται, ούτε υπολογίζουν πλέον ως σάρκα εκ της σαρκός τους.