Βραδιά εκλογών. 18 Οκτωβρίου του 1981. Ο Μίκης έφτασε στις οκτώ και τα λέγαμε στο γραφείο μου. Ο Χαρίλαος ήρθε ένα τέταρτο μετά, σενιαρισμένος, εορταστικός.
«Τι δηλώσεις ετοίμασες;» μου λέει.
«Δύο μια μέτρια προς τα κάτω, μια μέτρια προς τα πάνω, σε δυο παραλλαγές ανάλογα με την έκταση της νίκης του ΠΑΣΟΚ».
«Αυτή η ηττοπάθεια θα μας φάει. Γιατί δεν έφτιαξες και μία με το κόμμα να περνά το 17% και να μπαίνει στη Β΄ κατανομή;» Κάνει τον θυμωμένο. «Φτιάξε!»
«Καλά, καλά».
Δεν έφτιαξα. Ο Μίκης ανησυχεί, είναι υποψήφιος στη Β΄Πειραιά.
Όταν φάνηκε ότι επίκειται θρίαμβος του Ανδρέα, τα αισθήματα του Μίκη ήταν ανάμικτα. Σαν να ‘βλεπε τον Ανδρέα να του λέει ειρωνικά: «Νέο ΕΑΜ δεν ήθελες; Να το!» Ο Χαρίλαος ήταν ευχαριστημένος-ίσως, εκτός των άλλων γιατί φάνηκε ότι το ΚΚ εσωτερικού δεν μπαίνει στη Βουλή.
Όμως ο Μίκης πρώτος παρακίνησε τον Χαρίλαο, σχετικά νωρίς, πριν οριστικοποιηθεί το 48,07%, να τηλεφωνήσει στον Ανδρέα για να τον συγχαρεί.
«Ανδρέα, συγχαρητήρια. Η νίκη αυτή έχει την προσωπική σου σφραγίδα και μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να αποτελέσει τομή για τη χώρα. Εμείς θα στηρίζουμε με απόλυτη ανιδιοτέλεια ό,τι μέτρο οδηγεί σε πραγματική αλλαγή».
«Χαρίλαε, θέλω την ενεργό συμμετοχή σας σ’ αυτό το νέο ξεκίνημα. Αύριο, κάποια στιγμή, πρέπει να βρεθούμε να δούμε τα σχετικά με το πρόγραμμα και τη σύνθεση της κυβέρνησης».
Δεν πρόλαβε να κλείσει το τηλέφωνο κι ο Μίκης παγώνει τον Χαρίλαο:
«Δεν πρόκειται να σε πάρει. Σε δουλεύει».
«Δεν μπορεί. Γιατί τότε να μου το πει τη στιγμή του θριάμβου του;»
Εκείνη την ώρα οι δρόμοι κι οι πλατείες όλης της χώρας είχαν πλημμυρίσει από μια λαοθάλασσα με πράσινες και κόκκινες σημαίες.
Στη μία και μισή, καθώς έφευγε ο Χαρίλαος μου λέει:
«Τώρα θα το ξημερώσεις. Ετοίμασε τα μίνιμουμ που θα θέσω στον Ανδρέα και σκεφτείτε και μερικά πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, της ευρύτερης Αριστεράς και της προόδου, για την κυβέρνηση. Το κόμμα δεν πρέπει να συμμετέχει άμεσα. Να μη δώσουμε λαβή στο ντόπιο και ξένο κατεστημένο». Κοντοστάθηκε, στρέφεται στρέφεται πάλι προς εμένα. «Τον είδες; Ζήλεψε τον Ανδρέα. Πες του, ρε παιδάκι μου, ότι εμείς είμαστε Κομμουνιστικό Κόμμα, δεν φουσκώνουμε με εκλογικίστικη πολυσυλλεκτικότητα. Και στο κάτω κάτω το δικό του μπόι μετριέται αλλιώς, δεν συγκρίνεται με τους συνηθισμένους πολιτικούς».
«Ζηλεύει», θα μου πει ο Χαρίλαος, αλλά και ο ηττημένος των εκλογών, ο Γεώργιος Ράλλης, έγραψε εκείνη τη μέρα στο ημερολόγιό του: «Ζηλεύω τον Ανδρέα».
Ο Χαρίλαος θα επαναλάβει πολλές φορές, σε διαφορετικές περιστάσεις, όταν ο Ανδρέας φαινόταν να συναινεί και να υπερθεματίζει σε δικές του κριτικές και προτάσεις:
«Γιατί να μου το πει; Δεν είχε λόγο».
«Γιατί;» λοιπόν. Γιατί απολάμβανε μια πολύ σύντομη αλλά έντονη ψυχική ευφορία όταν πρόσφερε την ευχαρίστηση στον συνομιλητή του ότι συμφωνεί μαζί του; Ο γιος του, ο Νίκος, απαντά: «Για να μην τον χάσει κι αυτόν όπως έχασε τον πατέρα του στα παιδικά του χρόνια». Η αμφιθυμία προς τον «πατέρα» τροφοδοτεί την κυκλοθυμία του με τα εγγύς του πολιτικά πρόσωπα. Τη μια τους βάζει γαλόνια, την άλλη τούς τα ξηλώνει. Και ξανά…
Η ψυχανάλυση του Ανδρέα παραμένει ανολοκλήρωτη και δεν προσφέρουν οι χυδαίες απλοποιήσεις όπως «σχιζοειδής», «διπλός», «διπολικός» κ.ά. τις οποίες διακινούσαν μερικοί «επιστήμονες» και ένας δυο απ’ αυτούς κατέθεσαν την «επιστημονική» τους άποψη σ’ εκείνους της ξένης υπηρεσίας που έφτιαξε το υποτιθέμενο ψυχογράφημά του.
Την περίοδο Οκτώβρης ‘81 έως Ιούνιος ‘86, που ο Μίκης είναι βουλευτής του ΚΚΕ και το κεντρικό πρόσωπο στην ΚΕΑ, γκρινιάζει για τη μαλθακότητα του Κόμματος προς τον Ανδρέα και το ΠΑΣΟΚ. Η κριτική του παρέμενε σε αποδεκτά όρια, εκτός από μια χαρακτηριστική του πλάκα. Ήταν 23 Μαρτίου του 1985, όταν κατά τη διάρκεια της δεύτερης ψηφοφορίας για την εκλογή του Χ. Σαρτζετάκη ως Προέδρου της Δημοκρατίας η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ πολλαπλασίασε αφύσικα τον φωτισμό της αίθουσας και εισήγαγε τα χρωματιστά ψηφοδέλτια για να αποκλείσει τις διαρροές (υπέρ: γαλάζιο λευκό: κατά).
Ο Μίκης μου λέει:
«Μπαίνω μέσα για ηλιοθεραπεία».
Το πήρα γι’ αστείο αλλά καλού κακού είπα στον Χαρίλαο να ‘χει τον νου του. Έτσι όταν έβγαλε το σακάκι κι άρχισε να χαλαρώνει τη γραβάτα, ο Χαρίλαος τον πλησίασε λέγοντάς του αυστηρά: «Μίκη, σε παρακαλώ…»
Κι ένα ανέκδοτο που πληγώνει τον οραματικό συναισθηματισμό του Μίκη με την εαμογενή Αριστερά. Ο θρύλος, ο «Μάρκος», ο αρχηγός του Δημοκρατικού Στρατού, ο ηττημένος «Ζαπάτα» στον Εμφύλιο, επιστρέφει στην Ελλάδα τέλη Μάρτη του ‘83. Ο Μίκης, μάλιστα, το 1966 του είχε χαρίσει στη Ρωσία ένα μαγνητόφωνο για τα απομνημονεύματά του.[Ας σημειωθεί ότι την ίδια χρονιά ο συνθέτης-βουλευτής της ΕΔΑ εξασφάλισε από τους Σοβιετικούς την επιστροφή στις εστίες τους των εκτοπισμένων ζαχαριαδικών στελεχών που είχαν εμπλακεί στις βίαιες εκδηλώσεις της Τσακένδης.] Ο Μάρκος απαίτησε στις συνομιλίες του με το ΚΚΕ να έχει απέναντί του ένα στέλεχος της νέας γενιάς, άσχετο με τις παλαιές εσωκομματικές συγκρούσεις- συγκεκριμένα εμένα ονομαστικά. Έπαθα σοκ στις μακρές συζητήσεις μας στο φτωχικό του δωματιάκι σε ξενοδοχείο γωνία Ακαδημίας-Ιπποκράτους. Ήταν μια φωνή από τους τάφους. Τα βρήκαμε, όμως, σε όλα, με μία μόνο εκκρεμότητα, και οργανώθηκε θερμή υποδοχή του στον Περισσό με άφθονο τσίπουρο και μεζέδες και με τον Μίκη, ξανά οπλίτη, έφηβο στους επτά ουρανούς. Εννοείται ότι ταυτόχρονα βυσσοδομούσαν στο Κόμμα τόσο οι μεταλλαγμένοι ζαχαριαδικοί όσο και οι αντιζαχαριαδικοί. Η εκκρεμότητά του, που δεν την πήρα στα σοβαρά στην αρχή, ήταν: «Ή επιστρέφω εδώ και τώρα στη θέση μου, δηλαδή στο Π.Γ. του κόμματος απ’ όπου με καθαίρεσε άδικα ο Ζαχαριάδης, ή φεύγω. Αυτό για μένα είναι ηθική αποκατάσταση”. “Αν μπλέξουμε, βρε Μάρκο, πάλι σ’ αυτά τα παλιά, το διαλύσαμε το μαγαζί», θα του το ξεκόψει ο Χαρίλαος υποσχόμενος, ωστόσο, ότι υπάρχουν κι άλλοι τιμητικοί τρόποι για την κομματική αποκατάστασή του. Ο Μίκης σε σχετικό δείπνο στο σπίτι του θα πει στον Μάρκο: «Πρέπει να κάτσεις μπροστά στα έδρανα του ΚΚΕ στη Βουλή για να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση». «Ναι, αλλά πρέπει να ακολουθήσουμε τις διαδικασίες που προβλέπει το καταστατικό του κόμματος. Να υποβάλεις αίτηση αποκατάστασης στη σχετική επιτροπή», συμπλήρωσε ο Χαρίλαος. Ο Μίκης εξοργίζεται να βάζουν στον αρχηγό του Δημοκρατικού Στρατού διαδικαστικά ζητήματα. «Αμάν, βρε Χαρίλαε!»
Έτσι ο Μάρκος Βαφειάδης και ο Μανώλης Γλέζος, δυο εμβληματικές φυσιογνωμίες της εαμογενούς Αριστεράς, προς απογοήτευση του Μίκη, θα κοσμήσουν τα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση, μοίραζε τιμητικά διπλώματα, έκοβε αντιστασιακές συντάξεις, κάλυπτε συνταξιοδοτικά και στεγαστικά τους πολιτικούς πρόσφυγες που κατέφθαναν κι ήταν έρημοι κι απροστάτευτοι σαν την καλαμιά στον κάμπο. Είχαν εξαντληθεί να περιμένουν την πραγματική αλλαγή και τον χαμένο παράδεισο. Ήθελαν στην πλειονότητά τους μια άμεση εφικτή χειροπιαστή βελτίωση στην καθημαγμένη ζωή τους.
Στις 23 Αυγούστου του 1982 η αίθουσα της Βουλής σείεται από τα χειροκροτήματα των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ. Ήταν η μέρα ψήφισης του νόμου για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Χειροκρότησε ή όχι ο Μίκης; Σήμερα θυμάται πως δεν συγχρονίστηκε με τους άλλους βουλευτές, γιατί η αναγνώριση δεν κάλυπτε τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού.
Η ΝΔ αποχώρησε από τη Βουλή και ο αρχηγός της Ευάγγελος Αβέρωφ δηλώνει ότι θα αντικαταστήσει αυτό «το συγχωροχάρτι στο ΚΚΕ» με άλλον νόμο «εθνικόν».
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Σαλός Θεού-Ο Μυστικός Μίκης» (Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ)ο Μίμης Ανδρουλάκης)