«Το διάστημα μέχρι την ορκωμοσία Μπάιντεν θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, λόγω του κενού διακυβέρνησης, το οποίο επιτείνεται από την άρνηση του Προέδρου Τραμπ να επιτρέψει μια κανονική μετάβαση στην Προεδρία Μπάιντεν», εκτιμά ο Γιώργος Παγουλάτος με συνέντευξή του στο iEidiseis..gr.
«Αυξάνεται ο κίνδυνος ο Ερντογάν να κλιμακώσει την ένταση προκαλώντας θερμό επεισόδιο ελπίζοντας να παρασύρει την Αθήνα. Το “πικ-νικ” (κατά τη δική του φρασεολογία) που σχεδιάζει να οργανώσει στην Αμμόχωστο επίσης προσθέτει στην ίδια υπάρχουσα ένταση, όπως και οι νέες Navtex.Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχουν πολλά τετελεσμένα που να μπορεί να δημιουργήσει ο Ερντογάν στην Ανατολική Μεσόγειο ή το Αιγαίο που να μην μπορούν να ανατραπούν ή να επιφέρουν σοβαρές εις βάρος του κυρώσεις μετά τις 20 Ιανουαρίου», εκτιμά ο Γενικός Διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
«Δεν θα είναι εύκολη μια επιλογή περαιτέρω κλιμάκωσης κατά το επόμενο διάστημα, όχι τουλάχιστον μέχρι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 10-11 Δεκεμβρίου. Όμως μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και μέχρι τις 20 Ιανουαρίου το ρίσκο αυξάνεται σημαντικά», εκτιμά ο Γιώργος Παγουλάτος, ενώ σημειώνει πως δεν θα πρέπει να υπερβάλει κανείς τις βελτιώσεις που θα επέλθουν από την αλλαγή στο Λευκό Οίκο.
«Η πολιτική τήρησης των ισορροπιών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας θα συνεχιστεί. Όμως ο σταθεροποιητικός ρόλος της αμερικανικής κυβέρνησης, οι διπλωματικές παρεμβάσεις σε περιπτώσεις κλιμάκωσης της έντασης, θα είναι πιο αποτελεσματικές, καθώς ο Λευκός Οίκος θα λειτουργεί στενότερα εναρμονισμένος με την πολιτική του Στέιτ Ντιπάρτμεντ», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Μια Προεδρία Μπάιντεν αλλάζει αρκετά πράγματα προς το καλύτερο
Τι θα αλλάξει η εκλογή Μπάιντεν στην ευρύτερη περιοχή μας κ. καθηγητά;
Μια Προεδρία Μπάιντεν αλλάζει αρκετά πράγματα προς το καλύτερο. Οι ΗΠΑ είναι η «απαραίτητη» χώρα στο παγκόσμιο σύστημα (theindispensablenation). Η αλλοπρόσαλλη τετραετία Τραμπ, ενός ηγέτη με εθνικιστική στάση και αυταρχικά ένστικτα, λειτούργησε αποσταθεροποιητικά για όλο το διεθνές σύστημα. Τα παγκόσμια αγαθά των διεθνών θεσμών και συμφωνιών, των κανόνων του παγκόσμιου εμπορίου, των συμφωνιών για τον έλεγχο της διασποράς των πυρηνικών, της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα, είναι αγαθά που παρέχουν ασφάλεια και σταθερότητα στο παγκόσμιο σύστημα.
Μια ευρωπαϊκή χώρα όπως η Ελλάδα, έχει ανάγκη από ένα ρωμαλέο σύστημα διεθνούς δικαίου και νομιμότητας. Η αποδυνάμωσή του κατά την τετραετία Τραμπ είχε έμμεσες δευτερογενείς αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις και εις βάρος της περιοχής μας. Το ίδιο ισχύει με την παγκόσμια συμφωνία για το Κλίμα –μην ξεχνάτε ότι η χώρα μας ως χώρα εκτεταμένης νησιωτικότητας και θεσμού κλίματος είναι κατεξοχήν εκτεθειμένη στην κλιματική αλλαγή.
Σε όλα αυτά τα πεδία, μια Προεδρία Μπάιντεν θα επιφέρει σημαντική βελτίωση.
Οι ΗΠΑ θα περιοριστούν στην εξασφάλιση μιας ελάχιστης σταθερότητας στην περιοχή μας, χωρίς να επενδύουν το πολιτικοδιπλωματικό ή ακόμα περισσότερο στρατιωτικό κεφάλαιο που επένδυαν στο παρελθόν
Από κει και πέρα, δεν θα πρέπει να υπερβάλει κανείς τις βελτιώσεις που θα επέλθουν από την αλλαγή στο Λευκό Οίκο. Οι ΗΠΑ βρίσκονταν (και πριν από τον Τραμπ) σε πορεία σχετικής και σταδιακής απομάκρυνσης από την περιοχή μας, για τρεις λόγους:
Πρώτον, η αυξανόμενη ενεργειακή αυτάρκεια των ΗΠΑ.
Δεύτερον, ως νεότερο δεδομένο, η γεφύρωση των διαφορών του Ισραήλ με πλειάδα αραβικών χωρών.
Τρίτον, η γενικότερη στροφή των ΗΠΑ από την Ευρώπη προς την Ασία, αφενός, και η διευρυνόμενη στην κοινή γνώμη της Αμερικής τάση απομονωτισμού, το αίτημα τερματισμού των αμερικανικών εξωτερικών επεμβάσεων. Επομένως οι ΗΠΑ θα περιοριστούν στην εξασφάλιση μιας ελάχιστης σταθερότητας στην περιοχή μας, χωρίς να επενδύουν το πολιτικοδιπλωματικό ή ακόμα περισσότερο στρατιωτικό κεφάλαιο που επένδυαν στο παρελθόν.
Η νέα διοίκηση Μπάιντεν είναι πιο κοντά στα συμφέροντα της Ελλάδας σε σχέση με τον απρόβλεπτο Τραμπ, που είχε οικοδομήσει μια προσωπική «συναλλακτική» σχέση με τον Ερντογάν
Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Η νέα διοίκηση Μπάιντεν είναι πιο κοντά στα συμφέροντα της Ελλάδας σε σχέση με τον απρόβλεπτο Τραμπ, που είχε οικοδομήσει μια προσωπική «συναλλακτική» σχέση με τον Ερντογάν. Ο ίδιος ο Μπάιντεν και η στενή ομάδα των συμβούλων του εκτρέφουν αντιπάθεια προς τον Ερντογάν, αλλά αυτό δεν σημαίνει και πολλά πράγματα στην πολιτική. Από κει και πέρα η Τουρκία παραμένει μια πολύ σημαντική στρατηγικά χώρα για τις ΗΠΑ, αντιμετωπιζόμενη δυνητικά ως δύναμη εξισορρόπησης της επιρροής της Ρωσίας αλλά και της Κίνας στην περιοχή. Η Τουρκία βέβαια είναι εξαιρετικά ασυνεπές μέλος του ΝΑΤΟ, και η υπόθεση της αγοράς των σοβιετικών S400 είχε προκαλέσει οργή στο αμερικανικό κατεστημένο εξωτερικής πολιτικής.
Η ρεαλπολιτίκ την οποία θα αποκαταστήσει η Προεδρία Μπάιντεν θα είναι αυστηρότερη προς την Τουρκία επιδιώκοντας όμως να την κρατήσει στην βορειοατλαντική συμμαχία, αποφεύγοντας κυρώσεις. Επομένως η πολιτική τήρησης των ισορροπιών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας θα συνεχιστεί
Η ρεαλπολιτίκ την οποία θα αποκαταστήσει η Προεδρία Μπάιντεν θα είναι αυστηρότερη προς την Τουρκία επιδιώκοντας όμως να την κρατήσει στην βορειοατλαντική συμμαχία, αποφεύγοντας κυρώσεις. Επομένως η πολιτική τήρησης των ισορροπιών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας θα συνεχιστεί.
Όμως ο σταθεροποιητικός ρόλος της αμερικανικής κυβέρνησης, οι διπλωματικές παρεμβάσεις σε περιπτώσεις κλιμάκωσης της έντασης, θα είναι πιο αποτελεσματικές, καθώς ο Λευκός Οίκος θα λειτουργεί στενότερα εναρμονισμένος με την πολιτική του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Θεωρείτε πως στο διάστημα έως την ορκομωσία Μπάιντεν ο Ερντογάν θα επιδιώξει να δημιουργήσει νέα τετελεσμένα στην Ανατολική Μεσόγειο ή και το Αιγαίο ή θα ρίξει γέφυρες στη νέα ηγεσία της Ουάσιγκτον, αποφεύγοντας τυχόν θερμό επεισόδιο στην περιοχή;
Πράγματι το διάστημα μέχρι την ορκωμοσία Μπάιντεν θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, λόγω του κενού διακυβέρνησης, το οποίο επιτείνεται από την άρνηση του Προέδρου Τραμπ να επιτρέψει μια κανονική μετάβαση στην Προεδρία Μπάιντεν. Αυξάνεται ο κίνδυνος ο Ερντογάν να κλιμακώσει την ένταση προκαλώντας θερμό επεισόδιο ελπίζοντας να παρασύρει την Αθήνα. Το «πικ-νικ» (κατά τη δική του φρασεολογία) που σχεδιάζει να οργανώσει στην Αμμόχωστο επίσης προσθέτει στην ίδια υπάρχουσα ένταση, όπως και οι νέες Navtex.Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχουν πολλά τετελεσμένα που να μπορεί να δημιουργήσει ο Ερντογάν στην Ανατολική Μεσόγειο ή το Αιγαίο που να μην μπορούν να ανατραπούν ή να επιφέρουν σοβαρές εις βάρος του κυρώσεις μετά τις 20 Ιανουαρίου. Συνεπώς θεωρώ οριακά πιθανότερο η τουρκική ηγεσία να επιδιώξει να ρίξει γέφυρες προς τη Ουάσιγκτον.
Μην ξεχνάτε ότι η κυβέρνηση Ερντογάν αντιμετωπίζει και τη σκλήρυνση της ευρωπαϊκής στάσης απέναντί της, λόγω της έντασης με τη γαλλική κυβέρνηση, και την ισχυρή πιθανότητα να τεθεί το ζήτημα ενός εμπάργκο ευρωπαϊκών όπλων προς την Τουρκία.
Άρα δεν θα είναι εύκολη μια επιλογή περαιτέρω κλιμάκωσης κατά το επόμενο διάστημα, όχι τουλάχιστον μέχρι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 10-11 Δεκεμβρίου. Όμως μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και μέχρι τις 20 Ιανουαρίου το ρίσκο αυξάνεται σημαντικά.
Υπό την ηγεσία Μπάιντεν εκτιμάτε πως η Ουάσιγκτον θα αναλάβει και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο στα ελληνοτουρκικά ή το ρόλο αυτό θα εξακολουθήσει να έχει το Βερολίνο;
Η διοίκηση Μπάιντεν θα επιδιώξει να γίνει πιο ενεργή, επενδύοντας κυρίως στην αύξηση της αξιοπιστίας και συνέχειας της πολιτικής της, που είχε διαρραγεί εξαιτίας των αλλοπρόσαλλων χειρισμών Τραμπ. Με τον τρόπο αυτό θα επιχειρήσει να καλύψει το κενό που αφήνει η σταδιακή στρατηγική «αποεπένδυση» των ΗΠΑ από την περιοχή μας. Όμως η Ουάσιγκτον θα επιχειρεί να κάνει περισσότερα σε στενότερη συνεργασία με τους Ευρωπαίους εταίρους, με την ΕΕ. Η ενδυνάμωση της ευρωατλαντικής συνεργασίας θα είναι καθοριστικό στοιχείο της διοίκησης Μπάιντεν.
Στο πλαίσιο αυτό, και με δεδομένη τη σύγκλιση απόψεων με το Βερολίνο (πολύ περισσότερο από ό,τι με το Παρίσι) δεν αποκλείεται ένας στενότερος συντονισμός και «καταμερισμός εργασίας» και στην αντιμετώπιση της Τουρκίας. Το Βερολίνο από την άλλη, και η ΕΕ γενικότερα, έχει συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία, το ακριβές μείγμα πολιτικής όμως βρίσκεται υπό διαρκή ενδοευρωπαϊκή διαπραγμάτευση.
Η τάση αποχωρητισμού της Ουάσιγκτον από την Ευρώπη εκτιμάτε ότι θα συνεχιστεί; Και πώς πρέπει να προχωρήσει η ΕΕ;
Η τάση αποχωρητισμού από την Ευρώπη είναι μια μακρά σταδιακή διαδικασία που είχε ξεκινήσει και πριν από τον Τραμπ, απλώς ο Τραμπ της προσέδωσε και χαρακτηριστικά απροκάλυπτης αντιπαλότητας. Η αντιπαλότητα αυτή φυσικά θα εκλείψει, και η ΕΕ θα αναγορευθεί ξανά στον στενότερο εταίρο των ΗΠΑ. Άλλωστε αυτό κρίνεται αναγκαίο στη Ουάσιγκτον, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τόσο η Ρωσία όσο κυρίως η Κίνα. Επομένως η διοίκηση Μπάιντεν θα σπεύσει να ενισχύσει τον ευρωατλαντικό προσανατολισμό της, συμβολικά και ουσιαστικά. Αυτό θα αντισταθμίσει την επιδίωξη περισσότερης «στρατηγικής αυτονομίας» της ΕΕ, την οποία προωθεί κυρίως το Παρίσι. Από την άλλη πλευρά η ΕΕ πρέπει να ενισχύσει τη στρατηγική της αυτονομία για να οικοδομήσει μια σχέση μεγαλύτερης ισοτιμίας με τη Ουάσιγκτον, ιδίως μετά την τραυματική εμπειρία Τραμπ. Μια τέτοια επιδίωξη θα ήταν συμβατή και με την επιθυμία των ΗΠΑ να δουν τις αμυντικές δαπάνες των Ευρωπαίων, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, να αυξάνονται, αλλά και με την μείωση της Ευρωπαϊκής τεχνολογικής και επενδυτικής εξάρτησης από την Κίνα, την οποία οι ΗΠΑ επιθυμούν.