Το αναπτυξιακό σχέδιο για την μεταμνημονιακή Ελλάδα της δεκαετίας, 2020-2030, με την πολιτική σφραγίδα του του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και βέβαια του αντιπροέδρου της κυβέρνησης και υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης Γιάννη Δραγασάκη που έχει την εποπτεία, τέθηκε σε πλήρη εφαρμογή και αποτελεί πλέον, όπως τονίζουν ανώτερες κυβερνητικές πηγές, «ένα πολύτιμο πολιτικό εργαλείο» στον δρόμο προς τις εκλογές.
Ο βασικός στόχος της κυβέρνησης είναι να προβάλλει αυτό το συνεκτικό σχέδιο για την επόμενη μέρα ως την βασικότερη εγγύηση, ότι η έξοδος από τα μνημόνια θα έχει κοινωνικό και αναπτυξιακό αντίκρυσμα. Εξάλλου, είναι η πρώτη φορά, σύμφωνα και με τα όσα έχει πει και ο Γ. Δραγασάκης, που η χώρα απέκτησε αναπτυξιακό σχέδιο, καθώς δεν διέθετε ποτέ, ούτε πριν από την κρίση, ούτε μετά από αυτή και όπως υπογραμμίζει σε συνομιλητές του: «πλέον διαθέτει μια συνεκτική ολιστική αναπτυξιακή στρατηγική που αποτελεί τον οδικό χάρτη για το μέλλον, την αφετηρία για το σχεδιασμό σε ορίζοντα τετραετίας και δεκαετίας των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και μετασχηματισμών».
Η συγκεκριμένη αναπτυξιακή στρατηγική έχει αξιοποιήσει τη συμβολή των περιφερειακών αναπτυξιακών συνεδρίων για την παραγωγική ανασυγκρότηση που πραγματοποιήθηκαν το δεύτερο εξάμηνο του 2017 και τους πρώτους μήνες του 2018.
Σε μια χρονική στιγμή που πρωταρχικός στόχος είναι η επιτάχυνση των ενεργειών για τη βελτίωση του επιχειρηματικού και επενδυτικού περιβάλλοντος και την στήριξη της επιχειρηματικότητας με νέες δράσεις του ΕΣΠΑ και την προώθηση χρηματοδοτικών εργαλείων –όπως π.χ. είναι και η Αναπτυξιακή Τράπεζα- που θα στηρίζουν την καινοτομία, την εξωστρέφεια και τη συνεργασία.
Το αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης, βασικά σημεία του οποίου παρουσιάζει το iEidiseis.gr αναμένεται να αποτελέσει ένα από τα όπλα της κυβέρνησης στη μάχη των εθνικών εκλογών. Και όπως παραδέχονται στο οικονομικό επιτελείο, τόσο στο γραφείο του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου όσο και στο επιτελείο του Γ. Δραγασάκη, αλλά και στο πρωθυπουργικό περιβάλλον, η έξοδος από τα μνημόνια δεν αρκεί για να λυθούν όλα τα προβλήματα και από εδώ και πέρα η χώρα πρέπει να προχωρήσει γρήγορα στη νέα γενιά αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων, ώστε να κερδίσει το χαμένο έδαφος από τα χρόνια της κρίσης.
Οι βασικοί στόχοι της κυβέρνησης είναι από εδώ και πέρα: α) ανάκτηση της εμπιστοσύνης των ευρωπαϊκών θεσμών στην αξιοπιστία και τη συνέπεια της χώρας, β) ανάκτηση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας στις δυνατότητές της και στη δυνατότητα της δημοκρατίας και της πολιτικής να επιλύουν προβλήματα και να απαντούν στις ανάγκες και τις προσδοκίες των πολιτών, γ) ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Και όπως έχει πει ο Γ. Δραγασάκης, «στόχος θα είναι οι μεγάλοι μετασχηματισμοί που θα προετοιμάσουν την κοινωνία να ξεφύγει οριστικά από τις παθογένειες του παρελθόντος και τα τραύματα της κρίσης, να σχεδιάσει το μέλλον και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που ανακύπτουν από την 4η Βιομηχανική Επανάσταση, την κλιματική αλλαγή, τη μείωση των ανισοτήτων και των αρνητικών δημογραφικών τάσεων».
Οι κεντρικές προτεραιότητες αυτού του φιλόδοξου σχεδιασμού είναι: α) η ισχυρή, βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη σε ανανεωμένη βάση και με ολιστικό περιεχόμενο (οικονομικό, κοινωνικό, περιβαλλοντικό), β) η προσέλκυση ξένων επενδύσεων και η συνολική τόνωση της εγχώριας επενδυτικής δραστηριότητας, γ) η δημιουργία πολλών και ποιοτικών θέσεων εργασίας και η δραστική μείωση της ανεργίας, δ) η συγκρότηση του νέου Κοινωνικού Κράτους και η καταπολέμηση των ανισοτήτων και ε) η ριζική αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων, της βαριάς κληρονομιάς της κρίσης, αλλά και την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων.
Τα αίτια της κρίσης
Το συγκεκριμένο σχέδιο της δεκαετίας 2020-2030 που προωθεί η κυβέρνηση αποτελεί κατά ανώτερα κυβερνητικά στελέχη, «μια ολιστική αναπτυξιακή στρατηγική», η απουσία της οποίας οδήγησε στην κατάρρευση του άναρχου μοντέλου ανάπτυξης της χώρας με την κρίση που ξεκίνησε το 2009.
Σύμφωνα με την περιγραφή που γίνεται στο αρχικό κείμενο του σχεδίου, η πορεία της Ελλάδας είχε διαγραφεί πολύ νωρίτερα, καθώς με την είσοδο στην περίοδο της παγκοσμιοποίησης τη δεκαετία του 1980 και καθώς οι δασμολογικοί και μη δασμολογικοί φραγμοί μειώνονταν σταθερά, η χώρα ήρθε αντιμέτωπη με την αποβιομηχάνιση και με την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και των περιφερειακών ανισορροπιών.
Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι με την είσοδο στο ευρώ, η Ελλάδα έχασε τη χρήση της συνήθους πολιτικής ύστατης καταφυγής της, δηλαδή της υποτίμησης του νομίσματός της. «Το αναπτυξιακό αυτό μοντέλο, το οποίο στηριζόταν κυρίως σε μεγάλα έργα υποδομής και φθηνό δανεισμό, ήταν σχεδόν απίθανο να ανατρέψει την παραπάνω δυναμική, πόσο μάλλον να αντιμετωπίσει το μακροχρόνιο έλλειμμα παραγωγικότητας της οικονομίας» σημειώνεται. Επίσης γίνεται αναφορά ότι για κάποιο χρονικό διάστημα, το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών δεν εκδηλωνόταν, χάρη στις εισροές κεφαλαίων από τα εμβάσματα, τη ναυτιλία, τον τουρισμό, τα ιδιωτικά κεφάλαια και τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία.
Ειδική αναφορά γίνεται για τα αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα και το υψηλό χρέος που κατά τους συγγραφείς του σχεδίου, ήταν αποτέλεσμα διαδοχικών προσπαθειών των κυβερνήσεων να μετριάσουν τις επιπτώσεις ενός στρεβλού αναπτυξιακού μοντέλου και της πενιχρής δημοσιονομικής διαχείρισης.
«Για τους παραπάνω λόγους, η Ελλάδα εισήλθε στην κρίση με σοβαρές εσωτερικές και εξωτερικές ανισορροπίες. Μέρος του προβλήματος ήταν ότι η Ελλάδα δεν είχε ικανότητα συλλογικής σκέψης σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, για να μπορέσει να ανταποκριθεί σε αυτές τις προκλήσεις» σημειώνεται. Στη συνέχεια υπογραμμίζουν οι συγγραφείς του σχεδίου, ότι υπό αυτές τις συνθήκες, δεν υπήρξε ποτέ μια συντονισμένη προσπάθεια διαμόρφωσης μιας στρατηγικής ανάπτυξης για την κινητοποίηση τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα, για την αξιοποίηση του εγχώριου ανθρώπινου δυναμικού και για να διασφαλιστεί ότι η υψηλή, αν και μη βιώσιμη ανάπτυξη, όπως αποδείχτηκε, μπορούσε να αφορά όλες τις κοινωνικές τάξεις και όλες τις περιοχές της χώρας» .
Ιδιαίτερα γίνεται αναφορά στις απόπειρες αντιμετώπισης του προβλήματος που βασίστηκαν αφενός σε ένα πελατειακό πολιτικό σύστημα και σε έναν γραφειοκρατικό δημόσιο τομέα με περιορισμένη ικανότητα ή και βούληση για την αναδιάρθρωση των δημόσιων επιχειρήσεων και για την ουσιαστική αξιοποίηση των άλλων περιουσιακών στοιχείων του και αφετέρου σε έναν ιδιωτικό τομέα ο οποίος επικεντρωνόταν περισσότερο στην εκμετάλλευση των σχέσεών του με το κράτος παρά στην αναζήτηση νέων αγορών και προϊόντων, στην αναδιοργάνωση της παραγωγής και στην επένδυση στην Έρευνα και Ανάπτυξη.
«Οι χαμηλοί μισθοί, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή και η διαφθορά, έδιναν τη δυνατότητα άφθονων ευκαιριών για ιδιωτικά κέρδη χωρίς να απαιτούνται πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων» συνεχίζει το εισαγωγικό κείμενο του σχεδίου.
Το στρατηγικό σχέδιο 2020-2030
Σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, η ολιστική στρατηγική που προωθεί η κυβέρνηση επιδιώκει να αντιμετωπίσει ορισμένες από αυτές τις ελλείψεις και ενσωματώνει, όπως υπογραμμίζεται, τον ολιστικό και βιώσιμο τρόπο σχεδιασμού που ορίζεται στους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ) του ΟΗΕ και υπερθεματίζουν ως προς την κυβερνητική προσπάθεια, με την σημείωση, ότι «σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, η Ελλάδα έχει εφαρμόσει, υπό εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, έναν εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό μεταρρυθμίσεων, το εύρος των οποίων δεν έχει προηγούμενο».
Παράλληλα, διευκρινίζουν ότι οι προσπάθειες αυτές έγιναν σε όλους τους τομείς: ασφαλιστικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη και για την καταπολέμηση της διαφθοράς, στις αγορές προϊόντων, μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, στις δημόσιες επενδύσεις, στις υποδομές, ιδιωτικοποιήσεις, καθώς και μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, στην κοινωνική πολιτική, στην ενέργεια και στην περιβαλλοντική πολιτική.
«Η Ελλάδα πέτυχε, επίσης, σε σύντομο χρονικό διάστημα, υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα και μείωσε το εμπορικό της έλλειμμα. Ορισμένες μεταρρυθμίσεις ολοκληρώθηκαν, ενώ άλλες που βρίσκονται σε διαδικασία υλοποίησης ή χρειάζονται εμβάθυνση, συνιστούν μέρος της παρούσας ολιστικής στρατηγικής» τονίζουν.
Σύμφωνα με την κυβέρνηση, «η Ολιστική Στρατηγική Ανάπτυξης αποσκοπεί στην αντιστροφή της αποβιομηχάνισης της Ελλάδας, καθώς και στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας» και αυτό κατά τα κυβερνητικά στελέχη, θα επιτευχθεί εν μέρει, εστιάζοντας σε βασικούς τομείς καινοτομίας και υψηλής προστιθέμενης αξίας, αναπτύσσοντας μία ισχυρή κουλτούρα κοινωνικά και περιβαλλοντικά υπεύθυνης επιχειρηματικότητας αλλά και μέσω της δικτύωσης δυναμικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
«Ένα άλλο στοιχείο της στρατηγικής είναι να σχεδιάσουμε την ψηφιακή εποχή, να χρησιμοποιήσουμε και να επωφεληθούμε από την καινοτομία Ελλάδα: Μια στρατηγική ανάπτυξης για το μέλλον 4 και τις δυνατότητες του Διαδικτύου των Πραγμάτων (IoT) και των Μεγάλων Δεδομένων (Big Data). Ταυτόχρονα, θα εστιάσουμε στην αξιοποίηση του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού της χώρας, ώστε να αυξήσουμε τις δυνατότητες των βασικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας: μεταφορές και εφοδιαστική αλυσίδα, ενέργεια, κυκλική οικονομία, αγροδιατροφικός τομέας, μεταποίηση, ναυτιλία, φαρμακευτική βιομηχανία, υγεία και περιβάλλον, τουρισμός και πολιτισμός.
Επίσης, γίνεται υπόμνηση, ότι η Ελλάδα θα αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και θα ενισχύσει την ανάπτυξη ομάδων παραγωγών, βοηθώντας τις επιχειρήσεις να αναπτυχθούν και να καινοτομήσουν, επιτρέποντας στην οικονομία να επεκτείνει την εγχώρια αγορά της και να εξασφαλίσει μεγαλύτερα μερίδια στις διεθνείς αγορές, προσελκύοντας παράλληλα σημαντικές ξένες επενδύσεις.
Το ενδιαφέρον σημείο είναι η διευκρίνιση, ότι πρόθεση της κυβέρνησης είναι να κινητοποιήσει τον συνεταιριστικό και τον κοινωνικό τομέα της οικονομίας και να στηρίξει το μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της χώρας προς βιώσιμα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης. «Ενώ η αύξηση του μεγέθους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αποτελεί σημαντική προτεραιότητα, ο εγχώριος μεταποιητικός τομέας, πόσο μάλλον ο αγροτικός, θα έχουν πάντα ένα σημαντικό αριθμό μικρότερων μονάδων οι οποίες μπορούν να επωφεληθούν από το συνεταιρίζεσθαι στην παραγωγή, στη διανομή και την εμπορία, στην έρευνα και ανάπτυξη, κλπ» υπογραμμίζεται.
Ακόμη, σημειώνεται ότι αυτή η στρατηγική θα εξασφαλίσει την παροχή βασικών υποδομών, επενδύοντας παράλληλα στο εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό της χώρας. Η αναβάθμιση των υποδομών στον τομέα των μεταφορών, της ψηφιακής τεχνολογίας και της ενέργειας θα παράσχει στην οικονομία τα απαραίτητα θεμέλια ώστε να αναπτυχθεί, αξιοποιώντας τόσο τη στρατηγική γεωγραφική θέση της χώρας όσο και τους ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς πόρους.
Σε άλλο σημείο προβάλλεται το επιχείρημα ότι η Ελλάδα διαθέτει, επίσης, αφθονία σε ανθρώπινο δυναμικό υψηλής ειδίκευσης το οποίο δεν αξιοποιείται επαρκώς και σημειώνεται πως η γνώση έχει καταστεί ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες της ανάπτυξης, οι επενδύσεις στο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας θα προετοιμάσουν το έδαφος για μια μακρόπνοη βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία.
Τα βήματα που προτείνονται
Το στρατηγικό σχέδιο της κυβέρνησης προωθεί:
• Τη συνέχιση και ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων με αξιολόγηση του αντικτύπου τους. Για τον συγκεκριμένο σκοπό, θα ληφθούν υπόψη σχετικές αξιολογήσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ECA) κ.τ.λ. Θα συνεχιστεί η παροχή τεχνικής στήριξης στις μεταρρυθμίσεις με στόχο τη σύγκλιση με τις καλύτερες ευρωπαϊκές πρακτικές.
• Οριζόντιες μεταρρυθμίσεις. Οι τρεις βασικές περιοχές που έχουν εντοπισθεί είναι η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, του δικαστικού συστήματος, καθώς και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Η προσπάθειά μας θα βασιστεί στις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη υλοποιηθεί. Ωστόσο, ακόμη και εδώ, είναι εξαιρετικής σημασίας η διασφάλιση της συνεργασίας. Για παράδειγμα, η μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, συναρτάται με την πρόοδο και στους τρεις αυτούς τομείς.
• Δημιουργία και ενίσχυση θεσμών. Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας, το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας, το Συντονιστικό Συμβούλιο Βιομηχανικής και Επιχειρηματικής Πολιτικής, η υπό ίδρυση Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, τα Περιφερειακά Αναπτυξιακά Συνέδρια για την Παραγωγική Ανασυγκρότηση, το Εθνικό Κέντρο Αξιολόγησης Ποιότητας & Τεχνολογίας στην Υγεία και η Εθνική Κεντρική Αρχή Προμηθειών Υγείας, η δημιουργία του Μηχανισμού Διάγνωσης Αναγκών της Αγοράς Εργασίας και του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης κ.λπ., έχουν όλα το ρόλο τους στο σχεδιασμό και την εφαρμογή πολιτικών φιλικών προς την ανάπτυξη. Η βελτίωση της διακυβέρνησης σε αυτούς τους θεσμούς που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια θα αποτελέσει ισχυρό πλεονέκτημα.
• Συντονισμό. Για να πετύχουμε τους στόχους, δεν αρκεί να επικεντρώσουμε την προσοχή μας μόνο σε ειδικά ζητήματα, αλλά και να υπερβούμε εμπόδια και διαχρονικές αδυναμίες, να αντιμετωπίσουμε τα ελλείμματα στον συντονισμό και να επιδιώξουμε συνέργιες, τόσο μεταξύ του ιδιωτικού, του δημόσιου και του κοινωνικού τομέα, όσο και μεταξύ όλων των μορφών παραγωγής, του εκπαιδευτικού συστήματος και των ερευνητικών ιδρυμάτων.
Η κοινωνική διάσταση του σχεδίου
Με βάση όσα αναφέρονται στο στρατηγικό αναπτυξιακό σχέδιο, μια Ολιστική Στρατηγική Ανάπτυξης δε θα ήταν ολιστική, εάν δεν ενσωμάτωνε και έναν κοινωνικό πυλώνα. «Το θέμα δεν αφορά μόνο την κοινωνική δικαιοσύνη – την οποία είναι δεδομένο ότι αφορά – αλλά και την ίδια την ανάπτυξη» υπογραμμίζουν οι συντάκτες και συμπληρώνουν: «Οι πενιχροί μισθοί και η έλλειψη δικαιωμάτων συνεπάγονται, στην πραγματικότητα, σιωπηρή επιδότηση για τους ‘‘κακούς’’ και μη καινοτόμους εργοδότες και, ως εκ τούτου, δεν είναι συμβατή με την αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου στην οποία στοχεύει η αναπτυξιακή στρατηγική».
Επίσης, αναφέρεται ότι οποιαδήποτε στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις ανισότητες ώστε να εξασφαλίσει μια ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς. «Ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα είναι ο σχεδιασμός μιας σταδιακής αύξησης του κατώτατου μισθού που να συμβαδίζει με τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας. Η επιτυχία της Ελλάδας εξαρτάται από την ικανότητά της να χαράξει ένα δίκαιο και βιώσιμο οικονομικό μοντέλο, χωρίς αποκλεισμούς, όπου όλοι μοιράζονται τα οφέλη της ανάπτυξης» σημειώνεται.
Επίσης, υπογραμμίζεται ότι η στρατηγική επιδιώκει να αξιοποιήσει τη δυναμική των μεταρρυθμίσεων για να σχεδιάσει ένα σύγχρονο κράτος πρόνοιας και ένα δίχτυ κοινωνικής προστασίας που θα βοηθά πραγματικά τους ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη, διασφαλίζοντας ότι κανείς από αυτούς δεν μένει πίσω.
Χρηματοδότηση της Ανάπτυξης
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), το οποίο αποτελείται κυρίως από τα Εθνικά Δημόσια Κεφάλαια και τους πόρους των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών Ταμείων που είναι ένας από τους κύριους πυλώνες για τη χρηματοδότηση του Αναπτυξιακού Σχεδίου της κυβέρνησης. Τα διαρθρωτικά ταμεία εξυπηρετούν τους στόχους της Έξυπνης Ανάπτυξης
(Smart Growth), της Δίκαιης (χωρίς αποκλεισμούς)
Ανάπτυξης (Inclusive Development) και της Βιώσιμης Ανάπτυξης (Sustainable Growth) και συμπληρώνονται ταυτόχρονα από οριζόντιες πολιτικές.
Η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα θα συντονίζει όλα τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία, θα λειτουργήσει συμπληρωματικά με τις εμπορικές τράπεζες, θα μεταφέρει και θα εφαρμόσει τις βέλτιστες πρακτικές από διεθνείς οργανισμούς και θα εξασφαλίσει πρόσθετη χρηματοδότηση για μεγάλα επενδυτικά σχέδια και επιχειρήσεις.