Σε τροχιά πλήρους σύγκρουσης οι σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας μετά και τις απελάσεις των οκτώ Ελλήνων διπλωματών, που ανακοίνωσε η Μόσχα. Η πλήρης ευθυγράμμιση της Αθήνας στην πολιτική κυρώσεων κατά της Ρωσίας μετά την εισβολή στην Ουκρανία, το γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες που επέλεξαν να στείλουν όπλα στην Ουκρανία, αλλά και η απέλαση Ρώσων διπλωματών που ανακοίνωσε το ΥΠΕΞ τον περασμένο Απρίλιο ήταν μερικά από τα κομμάτια του παζλ που οδήγησαν σε ρήξη Αθήνα και Μόσχα.
Κι όμως. Μόλις λίγους μήνες νωρίτερα οι σχέσεις Ρωσίας και Ελλάδας ήταν εντελώς διαφορετικές.
Τον Δεκέμβριο του 2021, εν μέσω της κρίσης στην Ουκρανία και σχεδόν τρεις μήνες πριν από την εισβολή της Ρωσίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συναντούσε τον Βλαντιμίρ Πούτιν στη Μόσχα. Τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ τότε είχαν αποφύγει να αναδείξουν την προτροπή που εξέφρασε ο Πούτιν στον Μητσοτάκη κατά τη συνέντευξη τύπου: Ότι η αναμένει από την Ελλάδα θα δείξει «εγκράτεια» στο πλαίσιο των ραγδαίως επιδεινούμενων σχέσεων του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία και την αυξανόμενη ένταση στη Μαύρη θάλασσα.
Λίγες μέρες μετά ήρθε το καθαρό μήνυμα από τον διπλωματικό Σύμβουλο του Πούτιν με ευθεία αναφορά στην ελληνοαμερικανική συμφωνία για την Αλεξανδρούπολη.
Ήταν τότε που η Ευρώπη δεν είχε βάλει ακόμη στο στόχαστρο την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε μεταβεί στη Μόσχα προσδοκώντας να πετύχει καλύτερες τιμές. Αλλά ούτε και σε αυτόν τον τομέα της διαπραγμάτευσης οι εξελίξεις ήταν είναι θετικές παρότι ήταν ο βασικός στόχος του ταξιδιού. Στη σχετική ερώτηση ο Πεσκόφ είχε απαντήσει με ένα ξερό «όχι» και είχε ρωτήσει ειρωνικά τη δημοσιογράφο: «Θέλετε να σας στέλνουμε δωρεάν φυσικό αέριο;». Και προέτρεψε την ελληνική κυβέρνηση να κάνει μακροχρόνιες συμφωνίες με την εταιρεία GAZPROM.
Και ήταν τότε που οι κυβερνητικοί κύκλοι έπλεκαν το εγκώμιο για τη Ρωσία, ως χώρα που συνδέεται με την Ελλάδα με ιστορικούς δεσμούς φιλίας, μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με βαρύνοντα ρόλο και υπενθύμιζαν ότι η Μόσχα έχει επανειλημμένα διαμηνύσει την προσήλωσή της στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.
Αλλά και η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια στη Μόσχα, μόλις 6 ημέρες πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί επιτυχημένη. Ήταν ο τελευταίο δυτικός ηγέτης που είχε συνάντηση με τον Λαβρόφ πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
«Η Ελλάδα ακούει με προσοχή τις ανησυχίες της Ρωσίας», είχε δηλώσει ο Νίκος Δένδιας, προεξοφλώντας ότι δεν θα γίνει εισβολή στην Ουκρανία. «Συζητήσαμε για την Ουκρανία και στάθηκα σε τρία πράγματα. Πρώτον την ανάγκη άμεσης αποκλιμάκωσης. Δεύτερον στηρίζουμε πλήρως ως Ελλάδα τις συμφωνίες του Μινσκ Ι και ΙΙ και τρίτον αναφέρθηκα στην ελληνική ομογένεια, ιδιαίτερα στην Ουκρανία και τη Μαριούπολη. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεσμεύεται να πράξει όσα χρειάζονται για την προστασία της ομογένειας» πρόσθεσε.
Λίγο καιρό μετά, η ελληνική ομογένεια έμεινε στο έλεος του πολέμου και ο Έλληνας πρέσβης φυγαδεύτηκε με ειδική επιχείρηση. Η στάση της Ελλάδας είχε πλέον αλλάξει και το γεγονός ότι ήταν ανάμεσα στις πρώτες χώρες που απέστειλαν όπλα στην Ουκρανία είχε προκαλέσει την οργή της Μόσχας.
Οργισμένες αντιδράσεις από Ζαχάροβα
«Η ηγεσία της Ελλάδας είναι έτοιμη να μηδενίσει την ίδια την κοινή μας ιστορική κληρονομιά, που μόλις χθες η ίδια χαρακτήριζε ως φυσικό της πλεονέκτημα στη συνεργασία με τη Ρωσία. Ο χρόνος θα τα βάλει όλα στη θέση τους, θα δείξει ποιος είχε δίκιο και ποιος – την κρίσιμη στιγμή – έδειξε έλλειψη διορατικότητας, έκανε λάθος επιλογή. Πιστεύουμε, ότι οι αιώνιοι δεσμοί που συνδέουν τους λαούς της Ρωσίας και της Ελλάδας θα αντέξουν και σ’ αυτές τις δοκιμασίες», ήταν από τις πρώτες αντιδράσεις της Μαρίας Ζαχάροβα.
Όταν δε, στις αρχές Απριλίου η Αθήνα προχώρησε σε απελάσεις 12 Ρώσων διπλωματών», η Μαρία Ζαχάροβα μίλησε για μία «άνευ προηγουμένου κίνηση» στις ρωσοελληνικές σχέσεις. «Επιβεβαιώνει και μόνο πόσο ζήλο επιδεικνύουν οι ελληνικές αρχές στο να ακολουθούν την πορεία αποδόμησης των διμερών μας σχέσεων και της αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας. Είναι λυπηρό που αιώνες ιστορικών, πολιτιστικών και οικονομικών δεσμών θυσιάζονται σε χρόνο μηδέν στο όνομα της «διατλαντικής αλληλεγγύης»», δήλωσε και πρόσθεσε:
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτοί που έλαβαν αυτή την αβάσιμη απόφαση για την απέλαση του προσωπικού μας από τη χώρα ήθελαν να σπείρουν τη διχόνοια μεταξύ του ρωσικού και του ελληνικού λαού. Παρόλο που τώρα γίνονται τα πάντα για να δυσφημιστεί η Ρωσία, να προκληθεί η μεγαλύτερη δυνατή ζημιά στις διμερείς μας σχέσεις και να εξαντληθούν οι διπλωματικές μας αποστολές, είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτά τα σχέδια είναι καταδικασμένα να αποτύχουν μακροπρόθεσμα. Η Αθήνα είναι πλήρως υπεύθυνη για αυτή την εχθρική κίνηση. Θα απαντήσουμε κατάλληλα».
Είχε συνδέσει δε, τις απελάσεις των Ρώσων διπλωματών με την επίσκεψη της Αμερικανίδας υφυπουργού Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ στην Ελλάδα την ίδια περίοδο. «Και αυτό παρά το γεγονός ότι μοιραζόμαστε την πίστη με τους Έλληνες, κληρονομούμε την ίδια παράδοση και γενικά δεν αρνηθήκαμε ποτέ να βοηθήσουμε τους Έλληνες φίλους μας», τονίζει, υπενθυμίζοντας την περσινή βοήθεια στην κατάσβεση των πυρκαγιών.
Τότε ο Νίκος Δένδιας είχε δηλώσει: «Η Ελλάδα ήταν και παραμένει στη σωστή πλευρά της Ιστορίας και όχι επιτήδειος ουδέτερος».
Η απάντηση από τη Ρωσία
Περνώντας από 40 κύματα οι σχέσεις Αθήνας και Μόσχας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, φτάσαμε στο σήμερα με την απέλαση οκτώ Ελλήνων διπλωματών από τη Ρωσία ως «personae non grata». Σύμφωνα με την ανακοίνωση το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών κάλεσε τον Έλληνα πρεσβευτή για να διαμαρτυρηθεί για «την πορεία αντιπαράθεσης των ελληνικών αρχών με τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της προμήθειας όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού στο καθεστώς του Κιέβου».
Επίσης, κατά τις ίδιες πληροφορίες το ΥΠΕΞ της Ρωσίας ανέφερε ότι είχε επίσης διαμαρτυρηθεί για την απόφαση της Ελλάδας να χαρακτηρίσει ομάδα Ρώσων διπλωματών «personae non grata».
«Στις 27 Ιουνίου, η Πρέσβειρα της Ελληνικής Δημοκρατίας στη Ρωσική Ομοσπονδία, Α.Ε. Νασίκα, κλήθηκε στο ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών, όπου διαμαρτυρήθηκε έντονα για την συγκρουσιακή πορεία των ελληνικών αρχών προς τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της προμήθειας όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού στο καθεστώς του Κιέβου και της ανακήρυξης ομάδας Ρώσων διπλωματών στην Ελλάδα ως «persona non grata».
Ένα σημείωμα παραδόθηκε στην Πρέσβειρα, το οποίο την ενημέρωνε ότι, σε απάντηση, οκτώ Έλληνες διπλωματικοί υπάλληλοι στη Ρωσία είχαν κηρυχθεί persona non grata και έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα εντός οκτώ ημερών. Αναφέρονται και άλλα μέτρα που έλαβε η ρωσική πλευρά σε σχέση με τη λειτουργία των ελληνικών αποστολών στο εξωτερικό στη Ρωσία.
Τονίζεται ότι πρόκειται για τις άμεσες συνέπειες των μη φιλικών ενεργειών των ελληνικών αρχών. Κάθε ευθύνη γι’ αυτό ανήκει αποκλειστικά στην Αθήνα. Επισημαίνεται ότι σε περίπτωση συνέχισης της αντιρωσικής πολιτικής, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματος να προβούμε σε αντίποινα».
Η απάντηση από το ΥΠΕΞ
Την έντονη λύπη του εξέφρασε από την πλευρά του το Ελληνικό ΥΠΕΞ. Όπως αναφέρει «Δεν υφίσταται καμία βάση για την απόφαση των ρωσικών Αρχών για την απέλαση μελών του προσωπικού ελληνικής διπλωματικής και προξενικής αρχής στη Ρωσία, τα οποία, διακρινόμενα για τον επαγγελματισμό τους και υψηλό αίσθημα ευθύνης, επιτελούσαν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τις προβλέψεις των Συμβάσεων της Βιέννης για τις Διπλωματικές και Προξενικές Σχέσεις» και συμπληρώνει:
«Η Ελλάδα τηρεί στάση αρχής, με γνώμονα τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου».
Συγκεκριμένα αναφέρει:
«Εκφράζουμε την έντονη λύπη μας για την απόφαση των ρωσικών Αρχών για την κήρυξη οκτώ στελεχών της Ελληνικής Πρεσβείας στη Μόσχα, καθώς και του Γενικού Προξενείου στη Μόσχα, ως personae non grata.
Δεν υφίσταται καμία βάση για την απόφαση των ρωσικών Αρχών για την απέλαση μελών του προσωπικού ελληνικής διπλωματικής και προξενικής αρχής στη Ρωσία, τα οποία, διακρινόμενα για τον επαγγελματισμό τους και υψηλό αίσθημα ευθύνης, επιτελούσαν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τις προβλέψεις των Συμβάσεων της Βιέννης για τις Διπλωματικές και Προξενικές Σχέσεις.
Η Ελλάδα τηρεί στάση αρχής, με γνώμονα το σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου.
Εξυπακούεται ότι η Πρεσβεία στη Μόσχα, καθώς και οι Προξενικές Αρχές στη Ρωσία θα συνεχίσουν να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια με όλα τα μέσα στη διάθεση τους προκειμένου να συνεχίσουν να επιτελούν την αποστολή τους υπό ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες».