Πολιτική

«Γαλάζια Πατρίδα» και εθνική στρατηγική το 2021, γράφει Ειδικός Συνεργάτης

Οι τέσσερις μήνες που «γκρίζαραν» το Καστελόριζο και τα πέντε μαθήματα που μπορεί να φανούν χρήσιμα τη νέα περίοδο.

Πέραν της πανδημίας και των συντριπτικών της υγειονομικών και οικονομικών επιπτώσεων, η πιο κρίσιμη πρόκληση του 2020 για την Ελλάδα, υπήρξε η δυναμική, σταθερή προώθηση της στρατηγικής της «Γαλάζιας Πατρίδας» από την Τουρκία.

Η στρατηγική υλοποιήθηκε με πολύ ξεκάθαρο, γραμμικό τρόπο: Πρώτα, διατυπώθηκε σε ολοένα και πιο υψηλό επίπεδο, μέχρι να αναδειχθεί με σαφήνεια από τον Πρόεδρο Ερντογάν. Στο σκέλος της που αφορά στην Ανατολική Μεσόγειο, συνδυάσθηκε και με την προάσπιση της Κυβέρνησης της Λιβύης.

Στις 8 Αυγούστου 2019 το Λιβυκό ΥΠΕΞ απέστειλε ρηματική διακοίνωση στην Ελλάδα διαμαρτυρόμενη για την εκ μέρους της «παραβίαση των δικαιωμάτων της Λιβύης» με την προκήρυξη οικοπέδων νοτίως της Κρήτης. Το παράνομο μνημόνιο της Τουρκίας με την Κυβέρνηση Σαράζ (που «προστατεύει και τα Λιβυκά συμφέροντα») υπεγράφη στις 27/11/2019, κατατέθηκε στον ΟΗΕ και πρωτοκολλήθηκε στις 1/10/2020.

Οι συντεταγμένες και ο χάρτης της «Γαλάζιας Πατρίδας» κατατέθηκαν στις 19/3/2020 στον ΟΗΕ, ενώ στις 1/6/20 η TPAO (Τουρκική Εταιρεία Πετρελαίου) υπέβαλε αίτημα για να λάβει άδειες ερευνών σε 24 οικόπεδα στην περιοχή του τουρκολιβυκού μνημονίου.

Στις 21/7/20 η Τουρκία κατέθεσε την πρώτη Navtex για έρευνες μεταξύ Καστελόριζου και Ρόδου, τις οποίες άρχισε στις 10/8/20 και συνέχισε (με ένα διάλειμμα την περίοδο των δύο Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου) μέχρι τις 29/11/20 οργώνοντας όλη την περιοχή. Παράλληλα, στις 18/10/20 η Τουρκία όρισε αυθαίρετα και μονομερώς νέα περιοχή ευθύνης έρευνας και διάσωσης επικαλύπτοντας περιοχές ελληνικής κυριαρχίας και δικαιοδοσίας, όχι μόνο μέχρι τη μέση του Αιγαίου (όπως είχε γίνει και στο παρελθόν), αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ως προς το σκέλος της «Γαλάζιας Πατρίδας» που αφορά το Αιγαίο, η Τουρκία πολλαπλασίασε τις παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου κάτω των 6 νμ, σε νησιά που θεωρεί «γκρίζες ζώνες», αλλά και –για πρώτη φορά– σε νησιά που θεωρεί ότι πρέπει να είναι «αποστρατιωτικοποιημένα» όπως η Λέσβος, η Χίος και η Σάμος. Παράλληλα, πολλαπλασίασε τις NAVTEX και τις ασκήσεις πλησίον αυτών των νησιών, αναδεικνύοντας ότι θα έπρεπε να βρίσκονται υπό καθεστώς «αποστρατιωτικοποίησης».

Μέρος της φαρέτρας του αναθεωρητισμού

Είναι προφανές ότι όλα τα μεμονωμένα στοιχεία της στρατηγικής της «Γαλάζιας Πατρίδας» (η θεωρία ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα, οι «γκρίζες ζώνες», τα «αποστρατιωτικοποιημένα νησιά», οι τουρκικές διεκδικήσεις στην περιοχή αρμοδιότητας έρευνας και διάσωσης της Ελλάδας) είναι εδώ και δεκαετίες μέρος της φαρέτρας του αναθεωρητισμού που χρησιμοποιεί η Τουρκία για τις παράνομες διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις της έναντι της Ελλάδα.

Ωστόσο, είναι η πρώτη φορά που συνδυάζονται όλα αυτά τα στοιχεία μαζί, σε ένα συνεκτικό –αν και στερούμενου νομικής βάσης– αφήγημα που αναδεικνύεται σταθερά στο πιο υψηλό επίπεδο της τουρκικής ηγεσίας, εκλαϊκεύεται στα τουρκικά ΜΜΕ, και προωθείται με τόσο δυναμικό τρόπο σε όλες τις εκφάνσεις του, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.

Τα νέα δεδομένα με την εκλογή Μπάιντεν

Σαφώς, η στρατηγική της «Γαλάζιας Πατρίδας» αποτελεί ένα μόνο μέρος της ευρύτερης προσπάθειας της Τουρκίας να αναβαθμίσει την γεωπολιτική της θέση και τη διαπραγματευτική της δύναμη έναντι των ΗΠΑ και της ΕΕ. Την ίδια στιγμή είναι προφανές ότι υλοποιήθηκε αξιοποιώντας την ίδια την αδυναμία της ΕΕ να προωθήσει μια κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική έστω εντός της περιοχής της, αλλά, κυρίως, αξιοποιώντας την ανοχή των ΗΠΑ και ιδίως του Προέδρου Τραμπ έναντι των τουρκικών σχεδιασμών. Άλλωστε ο ίδιος ο Πρόεδρος Τραμπ, διατυμπανίζοντας τον σχεδιασμό του για σταδιακή απεμπλοκή από την περιοχή, είχε εμμέσως πλην σαφώς αναγνωρίσει ότι η Τουρκία ήταν η μόνη μεγάλη συμμαχική δύναμη πρόθυμη να υποκαταστήσει την αμερικανική παρουσία.

biden new

Με τα νέα δεδομένα που δημιουργεί η εκλογή Μπάιντεν, η Τουρκία γνωρίζει καλά ότι το 2021 αναμένεται να αποτελέσει χρονιά κρίσιμων εξελίξεων, σημαντικών διεργασιών και ανακατατάξεων σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο.

Σε σχέση με τη δική μας ευρύτερη περιοχή, ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος φαίνεται ότι θα προσπαθήσει το συντομότερο δυνατόν:

– να αποκαταστήσει τις διατλαντικές σχέσεις δίνοντας σαφώς το στίγμα για το μέλλον του ΝΑΤΟ και για μια κοινή στάση ΗΠΑ-ΕΕ απέναντι στη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και την Τουρκία,

– να επανεκκινήσει την –εμβληματική για την στρατηγική των Δημοκρατικών– Συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και να θέσει τις σχέσεις με την Τεχεράνη σε νέες βάσεις,

– την ίδια στιγμή, να στηρίξει τις ολοένα αυξανόμενες σχέσεις του Αραβικού Κόσμου με το Ισραήλ που πολλές φορές έχουν αντι-ιρανικό πρόσημο,

– να στηρίξει την σταθεροποίηση της κατάστασης στην Λιβύη, αποτρέποντας όσο γίνεται την επιρροή της Ρωσίας,

– να αποδεσμεύσει σταδιακά τις ΗΠΑ από την Συρία, εξασφαλίζοντας τη μικρότερη δυνατή επιρροή του Ιράν και εξασφαλίζοντας τουλάχιστον μια στοιχειώδη προστασία του κουρδικού στοιχείου,

– να αποφασίσει αν θα ξαναπιάσει το νήμα των Προεδριών Μπους (νεότερου) και Ομπάμα, σε σχέση με τον ρόλο της Δύσης στον Καύκασο.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος

Ο Πρόεδρος Ερντογάν έχει εξασφαλίσει ότι η Τουρκία αποτελεί κρίσιμο παράγοντα σε όλα αυτά τα μέτωπα. Κατά συνέπεια, η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία την επόμενη περίοδο δεν είναι η στρατηγική της «Γαλάζιας Πατρίδας» αυτή καθαυτή, ή τα «προηγούμενα» που η Τουρκία θεωρεί ότι έχει δημιουργήσει. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να επιδειχθεί ανοχή –ή ακόμα χειρότερα– να υπάρξει ενσωμάτωση των τουρκικών θέσεων για τα ελληνοτουρκικά ή το κυπριακό, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου αμερικανοτουρκικού, ευρωτουρκικού, διατλαντικού ή περιφερειακού διαλόγου, από τον οποίο η Ελλάδα θα είναι απούσα ή στον οποίο θα είναι αδύναμη ακόμα και να συμβάλλει.

Ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί αυτή η προοπτική –και το 2021 να μην αποδειχθεί στα εθνικά θέματα, ακόμα χειρότερο από το 2020– είναι η Ελλάδα να χαράξει μια συνεκτική εθνική στρατηγική με όραμα που να συμπεριλαμβάνει, αλλά να υπερβαίνει τα ελληνοτουρκικά και να αναδεικνύει τον ρόλο της ως τον κύριο πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.

ERDOGAN

Τα πέντε μαθήματα

Πέντε μαθήματα του 2020 μπορεί να φανούν χρήσιμα σε αυτήν την προσπάθεια, σε σχέση ειδικά με τα ελληνοτουρκικά.

Πρώτον, οι «συμμαχίες» μας εντός της ΕΕ ή στην περιοχή πρέπει να αξιοποιηθούν προκειμένου να είμαστε παρόντες και ενεργοί σε όλες τις διεργασίες που μας αφορούν. Η «διπλωματία της ενημέρωσης και της απόσπασης δηλώσεων» και η συνεχής αναφορά στην «απομόνωση της Τουρκίας» μπορούν να βοηθήσουν στη δημιουργία αρνητικού κλίματος για την Τουρκία και θετικού για την Ελλάδα, αλλά ελάχιστα μπορούν να συνεισφέρουν απέναντι στις σκληρές γεωπολιτικές πραγματικότητες που έχουμε μπροστά μας.

Η προώθηση του σχήματος συνεργασίας με Γαλλία-ΗΑΕ-Αίγυπτο και Κύπρο, όπως και η ενίσχυση των διμερών και τριμερών σχημάτων συνεργασίας στην περιοχή, αποτελούν θετικά βήματα. Ωστόσο, μια συνάντηση με την Μέρκελ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχία αν λίγες βδομάδες μετά, η χώρα μένει έξω από τη Διαδικασία του Βερολίνου.

Όπως δεν μπορούμε να μιλάμε για ισχυρό ρόλο εντός της ΕΕ όταν επιλέγουμε να απέχουμε από τον ευρωτουρκικό διάλογο που έχει αρχίσει από τις 17/3/2020. Όπως δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα να μένει έξω από τη –10μελή– Ομάδα Εμπειρογνωμόνων που προετοιμάζει την Έκθεση για το Μέλλον του ΝΑΤΟ, στην οποία συμμετέχει η Δανία και –ασφαλώς– με δυναμικό τρόπο, η Τουρκία. Όπως δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα, που ίδρυσε τη «Σύνοδο των ευρωπαϊκών χωρών του Νότου» να αδιαφορεί για την ενεργοποίησή της για πάνω από έναν χρόνο, τη στιγμή που γνωρίζει την ολοένα εντεινόμενη συνεργασία της Τουρκίας με Ιταλία, Ισπανία και Μάλτα.

Δεύτερον, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βασίζονται σε ένα σημαντικό πλέγμα συνεργασίας που είναι πολύτιμο σε σχέση με την Τουρκία (Στρατηγικός Διάλογος, αναθεωρημένη Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας, σχήμα 3+1 με Ισραήλ και Κύπρο, EastMed Act που οδήγησε στην άρση εμπάργκο όπλων στην Κύπρο). Πρέπει να αξιοποιήσουμε με τον μέγιστο και πιο διεκδικητικό τρόπο, αυτό το πλαίσιο, υπέρ των συμφερόντων μας, χωρίς να προστρέχουμε στη λογική του «πιστού και προβλέψιμου συμμάχου». Η απόφαση του Πρωθυπουργού, να υπογράψει χωρίς ανταλλάγματα την αναθεώρηση της Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας πριν την επίσκεψη στις ΗΠΑ τον Ιανουάριο 2020 όπως και να αλλάξει πάγιες θέσεις της χώρας (π.χ. στήριξη εκτέλεσης Ιρανού στρατηγού στο Ιράκ) ήταν σαφώς λανθασμένη. Στους 10 μήνες που ακολούθησαν τη συνάντησή του με τον Αμερικανό Πρόεδρο, η ανοχή του τελευταίου στις τουρκικές ενέργειες –παρά τις δηλώσεις του State Department– ήταν καθοριστική για τις δυσμενέστατες για την Ελλάδα εξελίξεις. H πρόσφατη δημοσίευση μέρους της Έκθεσης του State Department που προβλέπεται στο East Med Act, όπου δεν αναγνωρίζεται καμία παραβίαση του εθνικού εναερίου χώρου για τα τελευταία 2,5 χρόνια, είναι ενδεικτική της ανάγκης για έναν πιο δυναμικό και ειλικρινή ελληνοαμερικανικό διάλογο. Ειδικά ενόψει της συζήτησης για πενταετή ανανέωση της άδειας για τη βάση της Σούδας.

Τρίτον, η ισορροπία ειδικά με τους στενότερους συμμάχους μας, πρέπει να βασίζεται σε μια ξεκάθαρη στρατηγική. Η Κυβέρνηση επέλεξε ορθώς να επενδύσει στη μεσολάβηση της Γερμανικής Προεδρίας τον Ιούλιο-Αύγουστο 2020. Στη συνέχεια, όμως, υπέγραψε την Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία ΑΟΖ χωρίς σχέδιο για το πώς θα κρατήσει κοντά στις θέσεις μας τη Γερμανία με αποτέλεσμα το Βερολίνο να αποξενωθεί και να αποκλείει για μήνες οποιαδήποτε συζήτηση για κυρώσεις.

Την ίδια στιγμή, η Κυβέρνηση διαπραγματεύθηκε, ορθώς, με το Παρίσι για τη σύναψη Αμυντικής Συμφωνίας που συνδέεται με την αγορά φρεγατών, με σκοπό η Γαλλία να συνεισφέρει στην προάσπιση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας με την στρατιωτική παρουσία της στην περιοχή.

Αλλά μετά ανέβαλε αυτές τις συζητήσεις προκειμένου να μπει σε διαπραγματεύσεις για την κατασκευή φρεγατών από αμερικανική εταιρεία σε ελληνικά ναυπηγεία, χωρίς ύπαρξη αντίστοιχης αμυντικής συμφωνίας. Σε συνέχεια αυτής της απόφασης, η μείωση του γαλλικού ενδιαφέροντος για την αμυντική θωράκιση της περιοχής ήταν ξεκάθαρη. Παράλληλα, η Κυβέρνηση δεν διεξάγει κανέναν ουσιαστικό στρατηγικής φύσης διάλογο με τη Ρωσία για τις εξελίξεις στην περιοχή, παρά το γεγονός ότι ο ρόλος της Μόσχας ενισχύεται ραγδαία.

Τέταρτον, η Κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει αν στηρίζει όντως την προσφυγή στη Χάγη για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ και την προόδο των διερευνητικών στη βάση που έχουν τεθεί εδώ και χρόνια. Το μείζον δεν είναι αν η Τουρκία έχει εξαρχής τη βούληση για μια λύση στη βάση της ανωτέρω ατζέντας, με προσφυγή στη Χάγη.

Ούτε εάν μπορούν να διεξαχθούν διερευνητικές υπό καθεστώς εκβιασμού –που προφανώς δεν μπορούν. Το σημαντικό είναι πως εάν υπάρχει όντως ειλικρινής κυβερνητική στήριξη σε αυτήν την προοπτική, η πίεση στην Τουρκία για τερματισμό των προκλήσεων, τόσο μέσω τρίτων όσο και σε διμερές επίπεδο, μπορεί να γίνει πολύ πιο αποτελεσματική. Το ίδιο ισχύει για τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στη βάση των Αποφάσεων του ΟΗΕ, χωρίς εγγυήσεις και κατοχικά στρατεύματα

Η κυβέρνηση να είναι σαφής ως προς τις κόκκινες γραμμές της

Γενικότερα, η Κυβέρνηση πρέπει να είναι σαφής ως προς τις κόκκινες γραμμές της, αλλά και ενεργητική έναντι της Τουρκίας ως προς τους τομείς που μπορεί να υπάρξει πρόοδος. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία συζήτηση για δήθεν «γκρίζες ζώνες». Μπορεί να υπάρξει εντατικοποίηση των διερευνητικών με σαφή ορίζοντα, στη βάση που έχουν τεθεί εδώ και 20 χρόνια. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία συζήτηση για δήθεν «αποστρατιωτικοποιημένα νησιά».

Μπορεί να υπάρξει επανεκκίνηση του διαλόγου για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης με προτάσεις στο τραπέζι –όπως επεδίωξε ο πρώην ΥΠΑΜ Αποστολάκης και αποφεύγει συστηματικά ο νυν ΥΠΑΜ Παναγιωτόπουλος. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία συζήτηση για εγγυήσεις ή παρεμβατικά δικαιώματα στην Κύπρο. Μπορεί να υπάρξει μια σοβαρή συζήτηση για τη σταδιακή αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων και το πλαίσιο ασφαλείας στο οποίο θα βασίζεται η διζωνική, δικοινοτική, ομοσπονδιακή Κύπρος. Όπως άρχισε να συζητιέται στο Κρανς Μοντάνα.

Πέμπτον, η Ελλάδα πρέπει να έχει ένα δικό της όραμα για τις διατλαντικές και ευρωτουρκικές σχέσεις. Είναι σαφές π.χ. ότι πρέπει να επενδύσει στις διμερείς σχέσεις με τις ΗΠΑ, αλλά πρέπει παράλληλα να στηρίξει και την προώθηση της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ σε επίπεδο εξωτερικών και αμυντικών σχέσεων –σε σχέση με το ΝΑΤΟ.

Σε οποιαδήποτε συζήτηση για στρατηγική αυτονομία, λοιπόν, η απάντηση της Ελλάδας δεν μπορεί να είναι γενική και αόριστη όπως αυτή που έδωσε ο Πρωθυπουργός πρόσφατα στο Web Summit της Λισσαβόνας («πρέπει να προσδιορίσουμε ξεκάθαρα τους τομείς που θεωρούμε στρατηγικής σημασίας και στους οποίους θα θέλαμε την ανεξαρτησία της Ευρώπης από άλλες μεγάλες δυνάμεις»). Ούτε πρέπει να επιτραπεί –για μια ακόμη φορά– να ανασταλεί η προοπτική ευρωπαϊκών κυρώσεων στο επικείμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, προκειμένου να υπάρξει συντονισμός της ΕΕ με τις ΗΠΑ τον Μάρτιο.

Πρωταγωνιστές στην ευρωτουρκική ατζέντα

Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα πρέπει να πρωταγωνιστεί στη διαμόρφωση της ευρωτουρκικής ατζέντας. Είναι σαφές π.χ. ότι η υιοθέτηση ευρωπαϊκών κυρώσεων μπορεί να συνεισφέρει στην αποκλιμάκωση της κρίσης μόνο αν συνδυαστεί με μια θετική ατζέντα για την τελωνειακή ένωση, το προσφυγικό, τη φιλελευθεροποίηση θεωρήσεων, τον διάλογο για την επίλυση του λιβυκού, καθώς και τη συνεργασία για ειρήνη και ανοικοδόμηση της Συρίας και την εκεί επιστροφή Σύρων προσφύγων από την Τουρκία.

Για να γίνει αυτό όμως, η Ελλάδα πρέπει να πιέσει την Γερμανία, την Γαλλία και άλλες ισχυρές χώρες να βάλουν –παρά το πολιτικό και ενδεχομένως οικονομικό κόστος– την ανωτέρω θετική ατζέντα πραγματικά στο τραπέζι (χωρίς δημοσιότητα) και όχι μόνο διακηρυκτικά.

Παράλληλα, η Ελλάδα πρέπει να δρα εγκαίρως στο πλαίσιο της στρατηγικής της (χαρακτηριστικό παράδειγμα, η υποβολή αιτήματος για κυρώσεις οκτώ μήνες μετά την υπογραφή του τουρκολιβυκού συμφώνου). Πρέπει να είναι έτοιμη να επιβάλει βέτο αντί να ξορκίζει εκ των προτέρων αυτήν την προοπτική (στον ανά υπουργείο ετήσιο απολογισμό της Κυβέρνησης του 2020, το ΥΠΕΞ αναφέρεται στην «εγκατάλειψη πολιτικής μαζικών και αχρείαστων βέτο στην εξωτερική πολιτικής της ΕΕ»).

Τέλος, πρέπει να μη διστάσει να χρησιμοποιήσει όλα τα εργαλεία της –όπως η επέκταση χωρικών υδάτων στην Ανατολική Μεσόγειο και η επίκληση του άρθρου 42.7 της Συνθήκης της Λισαβόνας περί αλληλεγγύης έναντι «ένοπλης επίθεσης στην επικράτεια κράτους-μέλους»– όσο η Τουρκία επιμένει στην κλιμάκωση των προκλήσεων και η ΕΕ επιμένει στην αποφυγή ξεκάθαρων απαντήσεων.

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Μητσοτάκης αδειάζει Βρούτση για τις συντάξεις
Ασφαλιστικό: Οι αλλαγές σε συντάξεις, φορολογία και αναδρομικά το 2021
Chevron Right