Η Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ δρομολόγησε τη διοργάνωση ανοιχτού συνεδρίου προς το τέλος του χρόνου, με τον Αλέξη Τσίπρα να χαρακτηρίζει «στρατηγική επιλογή» την προοδευτική συμμαχία, την επικύρωση της οποίας θα ζητήσει και από την κεντρική επιτροπή.
Όπως φέρεται να είπε, η σημερινή οργανωτική δομή και πολιτική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να εκφράσει το ποσοστό του στις εκλογές, το οποίο -σημείωσε- αποτελεί ισχυρή επιβεβαίωση της εδραίωσης του χώρου ως αδιαμφισβήτητου εκφραστή των αριστερών, προοδευτικών και δημοκρατικών δυνάμεων και διασφαλίζει μια ισχυρή, μαχητική και προγραμματική αξιωματική αντιπολίτευση.
«Το ποσοστό των εθνικών εκλογών δεν πρέπει να οδηγήσει σε επανάπαυση, αλλά αντίθετα να δρομολογήσει άμεσα τις διαδικασίες για την ανασυγκρότηση του κόμματος και την αντιστοίχισή του με την ευρεία εκλογική του βάση», ανέφερε.
Η εκλογή Τσίπρα δείχνει βέβαιη. Ζητούμενο αποτελεί αν θα προκύψει ένα εντελώς νέο κόμμα ή αν θα διευρυνθεί το υφιστάμενο. Ανοιχτό είναι το ζήτημα της ονομασίας.
Ανάμεσα στα στελέχη που φέρονται να φιλοδοξούν να ενταχθούν στη νέα ηγετική ομάδα του χώρου είναι η Έφη Αχτσιόγλου, ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, ο Αλέξης Χαρίτσης, ο Νάσος Ηλιόπουλος, ο Γιώργος Τσίπρας, η Όλγα Γεροβασίλη αλλά και η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, η Νίνα Κασιμάτη και ο Γιάννης Ραγκούσης που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ.
Σε νούμερο 2 ανάγεται ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Έτσι ανοικτή είναι η πλέον η συζήτηση στον ΣΥΡΙΖΑ για τον μετασχηματισμό του σε κόμμα νέου τύπου.
Ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ, Πάνος Σκουρλέτης, προανήγγειλε τη διεξαγωγή συνεδρίου εντός του 2019, το οποίο -σύμφωνα με πληροφορίες- θα γίνει τέλη Νοεμβρίου ή το αργότερο αρχές Δεκεμβρίου.
Πριν το συνέδριο θα προηγηθεί μία μεγάλη συζήτηση για το πολιτικό στίγμα, την πολιτική φυσιογνωμία του κόμματος για να ολοκληρωθεί η διαδικασία του μετασχηματισμού.
Ο κ. Σκουρλέτης έδωσε το στίγμα με δηλώσεις του στον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο»: «Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα που από το 2010, αλλά και πριν, βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Είναι πιο σύνθετα τα πράγματα από τα περί “μετάλλαξης” ή “εγκατάλειψης” του χώρου της ιστορικής ή σύγχρονης Αριστεράς. Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να μη βιαστούμε να τα απαντήσουμε με επιδερμικό τρόπο, αλλά να κοιτάξουμε το περιεχόμενό τους».