Η όσο το δυνατόν στενότερη κι αποτελεσματικότερη σύνδεση μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της κοινωνίας είναι ο πρώτος στόχος της Έφης Αχτσιόγλου για την επόμενη μέρα και ενόψει των εσωκομματικών εκλογών, στις 10 Σεπτεμβρίου (και στις 16 Σεπτεμβρίου, εφόσον χρειαστεί δεύτερος γύρος).
Η Έφη Αχτσιόγλου επισήμανε, κατά τη διάρκεια συνέντευξής της στο voria.gr, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ανανεώσει τις ιδέες και τις προτάσεις του, ώστε να μπει σε τροχιά ανάκαμψης και επαναπροσέγγισης «με έναν κόσμο που στις τελευταίες εκλογές είτε προτίμησε κάποιο άλλο κόμμα είτε δεν πήγε καν να ψηφίσει».
Απαντώντας σε ερώτηση για τους λόγους της βαριάς ήττας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις δύο εκλογικές μάχες, η κ. Αχτσιόγλου υπογραμμίζει πως «έχει πολλές αιτίες», όπως για παράδειγμα ότι έγιναν «σφάλματα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, άστοχες δηλώσεις, αδυναμία επικοινωνίας του προγράμματος αλλά και οργανωτικές και επικοινωνιακές αδυναμίες καθ’όλη τη διάρκεια της τετραετίας», αλλά τονίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να αρκεστεί σε αυτά και την επομένη των εσωκομματικών εκλογών θα ανοίξει μια συζήτηση για όλες τις αιτίες.
Όσον αφορά την πολυσυλλεκτικότητα εντός του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, η Έφη Αχτσιόγλου επισημαίνει ότι «ένα μεγάλο κυβερνητικό κόμμα, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, δεν θα ήταν μεγάλο και δεν θα είχε κυβερνήσει αν δεν εξέφραζε πολίτες με διαφορετικές πολιτικές καταγωγές, παραδόσεις και προσεγγίσεις σε επιμέρους θέματα». Όμως, τονίζει, «το στοίχημά μας για την επόμενη ημέρα είναι αυτή η πολυσυλλεκτικότητα να συντίθεται σε μια ενιαία πολιτική πρόταση και να μην μετατρέπεται σε έναν λαβύρινθο θέσεων».
Για τη Θεσσαλονίκη, τέλος, που θεωρεί δεύτερη πατρίδα της, καθώς έχει ζήσει στην πόλη για πολλά χρόνια, τονίζει ότι «η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν προσέδωσε τον απαιτούμενο σεβασμό στην πόλη», υπογραμμίζοντας πως «η πόλη αξίζει μια διαφορετική πορεία, που δεν θα την υποτιμά, αλλά θα την αναδεικνύει». Τέλος, εν όψει και των επερχόμενων δημοτικών εκλογών, αναφέρει ότι για να συνδεθεί ξανά η πόλη με την παράδοσή της «χρειάζεται οπωσδήποτε αλλαγή της δημοτικής αρχής».
Αναλυτικά η συνέντευξη:
- Το πολιτικό σκηνικό στις τελευταίες εκλογές μετατοπίστηκε προς τα δεξιά σε μεγάλο βαθμό. Αντίστοιχα τα κόμματα με αναφορά στην Αριστερά, πλην ΚΚΕ, είχαν σημαντικές απώλειες. Πώς ένα κόμμα με αναφορές στη Ριζοσπαστική Αριστερά, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, θα καταφέρει να ανακόψει αυτές τις ροές προς τη Δεξιά και να αποτελέσει κυβερνητική επιλογή;
«Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από την επόμενη ημέρα της νέας ηγεσίας πρόκειται να ανοίξει μια συζήτηση όχι μόνο για τα αίτια της ήττας, αλλά παράλληλα πώς θα θεραπεύσουμε παθογένειες απαντώντας στα αιτήματα των πολιτών. Ο στόχος μας είναι να συνδέσουμε στενότερα και κυρίως πιο αποτελεσματικά τον ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνία, ώστε αυτός να πετύχει να εκφράσει τους στόχους και τις επιθυμίες της μεγάλης πλειοψηφίας των προοδευτικών και αριστερών πολιτών, όπως είχε συμβεί και στο παρελθόν.
Προσωπικά, πιστεύω πως για να μπορέσει να γίνει αυτό θα πρέπει πρώτα να δουλέψουμε μεθοδικά μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σε επίπεδο δομών και μετά σε επίπεδο προσώπων. Νομίζω ότι αυτή η μεθοδολογία θα μας βοηθήσει να ανανεώσουμε τις ιδέες και τις προτάσεις μας και να μας βάλει σε μια τροχιά ανάκαμψης και επαναπροσέγγισης με έναν κόσμο που στις τελευταίες εκλογές είτε προτίμησε κάποιο άλλο κόμμα είτε δεν πήγε καν να ψηφίσει».
- Αρκετοί εκτιμούν, και εντός του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ότι η μη ολοκληρωμένη στροφή του κόμματος προς το Κέντρο ήταν αυτή που έδωσε πολιτικό χώρο στους αντιπάλους και οδήγησε στις δύο βαριές εκλογικές ήττες. Από την άλλη, υπάρχει η κριτική και πάλι εντός του κόμματος, που λέει ότι το κόμμα παραδόθηκε σε έναν ασπόνδυλο πολυσυλλεκτισμό. Ποια είναι η δική σας θέση; Τι έκανε λάθος ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και έχασε σχεδόν 14% μέσα σε μια τετραετία;
«Η πολυσυλλεκτικότητα σε ένα κόμμα είναι ένα υγιές φαινόμενο και όχι κάτι το αρνητικό. Ένα μεγάλο κυβερνητικό κόμμα, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, δεν θα ήταν μεγάλο και δεν θα είχε κυβερνήσει αν δεν εξέφραζε πολίτες με διαφορετικές πολιτικές καταγωγές, παραδόσεις και προσεγγίσεις σε επιμέρους θέματα. Το στοίχημά μας για την επόμενη ημέρα είναι αυτή η πολυσυλλεκτικότητα να συντίθεται σε μια ενιαία πολιτική πρόταση και να μη μετατρέπεται σε έναν λαβύρινθο θέσεων που τελικά ο κόσμος να δυσκολεύεται να καταλάβει τι πραγματικά θέλουμε να κάνουμε κερδίζοντας τις εκλογές.
Ως προς τη δεύτερη ερώτησή σας, πρόκειται για μια απάντηση που δεν μπορεί να εξαντληθεί σε μερικές γραμμές και βιαστικά αν δεν θέλουμε η προσέγγισή μας να είναι επιφανειακή. Μια τέτοια βαριά ήττα έχει πολλές αιτίες. Σφάλματα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, άστοχες δηλώσεις, αδυναμία επικοινωνίας του προγράμματος αλλά και οργανωτικές και επικοινωνιακές αδυναμίες καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετίας έπαιξαν τον ρόλο τους. Κάποιες φορές ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έδινε την εικόνα ενός κόμματος με θολή προγραμματική ταυτότητα. Όμως δεν πρέπει να αρκεστούμε σε αυτά, οπότε, όπως σας είπα, την επόμενη των εσωκομματικών εκλογών θα ανοίξουμε μια συζήτηση ακριβώς με αυτό το ερώτημα που θέτετε».
- Είστε η δεύτερη γυναίκα στην ελληνική πολιτική σκηνή που διεκδικεί την προεδρία κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία ισοδυναμεί -τρόπον τινά- με θέση εν δυνάμει πρωθυπουργού. Στις προηγμένες χώρες το φύλο προφανώς δεν αποτελεί ζήτημα για την επιλογή ή όχι κάποιου/ας σε ανώτατο πολιτικό αξίωμα. Πιστεύετε ότι η μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας έχει ξεπεράσει, επίσης, τα έμφυλα στερεότυπα σε σχέση με τις πολιτικές επιλογές της, ακόμα και στο πιο κορυφαίο επίπεδο;
«Νομίζω ότι έχουμε προχωρήσει πολύ σε σχέση -ας πούμε- με το τι συνέβαινε 20 χρόνια πριν, ωστόσο έχουμε πολλά ακόμα βήματα να κάνουμε, όχι μόνο στον χώρο της πολιτικής -με τη στενή έννοια, αλλά ευρύτερα ως κοινωνία. Όπως ξέρετε στο τελευταίο του συνέδριο ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αποφάσισε την ίση συμμετοχή φύλων στην Κεντρική Επιτροπή. Αλλά ακόμα και η δική σας ερώτηση πριν από κάποια χρόνια ίσως να μην ετίθετο από κάποιον παλιότερο συνάδελφό σας καν ως προβληματισμός.
Πράγματι η Ντόρα Μπακογιάννη ήταν η πρώτη που διεκδίκησε την αρχηγία κόμματος αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά μην ξεχνάτε ότι ο προοδευτικός – αριστερός χώρος έχει ξεπεράσει προ πολλού αυτά τα στερεότυπα. Η Μαρία Δαμανάκη, η Αλέκα Παπαρήγα και η Φώφη Γεννηματά υπήρξαν τρεις γυναίκες που ανέλαβαν τα ηνία του κόμματός τους επί ίσοις όροις. Οπότε θέλω να σας πω πως, στο πλαίσιο των κεκτημένων που έχουμε ήδη σε πολιτικό επίπεδο ως χώρος, νομίζω μπορούμε να κάνουμε πολλά περισσότερα που θα ξεπερνούν το στενό κομματικό πλαίσιο και θα προκαλέσουν την εξαφάνιση των στερεοτύπων σε επίπεδο, πλέον, κοινωνίας».
- Έχοντας ζήσει, σπουδάσει και δουλέψει στη Θεσσαλονίκη, ποια είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα που εντοπίζετε στην πόλη; Σε ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθεί η Θεσσαλονίκη για να υπάρξει ένα καλύτερο μέλλον για τους κατοίκους;
«Έχοντας ζήσει στην πόλη της Θεσσαλονίκης για πολλά χρόνια, τη θεωρώ σε μεγάλο βαθμό ιδιαίτερη πατρίδα μου. Είναι η πόλη που στο πανεπιστήμιό της, το ΑΠΘ, σπούδασα και έλαβα το διδακτορικό μου, είναι η πόλη που έζησα για χρόνια στην αγκαλιά της. Η Θεσσαλονίκη είναι μια γοητευτική πόλη με μια μακρά πολύπλευρη ιστορία. Δυστυχώς η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν προσέδωσε τον απαιτούμενο σεβασμό στην πόλη, με αποκορύφωμα το Μετρό. Είναι ένα έργο που τώρα θα μπορούσε να έχει παραδοθεί, όμως ακόμα θα πρέπει να περιμένουμε αρκετά για να γίνει αυτό, εξαιτίας ιδεολογικών εμμονών που είχαν ως αποτέλεσμα, πέρα από τις καθυστερήσεις, την αφαίρεση των βυζαντινών μνημείων του σταθμού «Βενιζέλου».
Αναφέρω αυτό το παράδειγμα γιατί το θεωρώ ενδεικτικό τού τι έγινε τα τελευταία χρόνια. Η πόλη αξίζει μια διαφορετική πορεία, που δεν θα την υποτιμά, αλλά θα την αναδεικνύει. Είναι μια πόλη που η παράδοσή της θέλει να έχει στραμμένο το βλέμμα της στον κόσμο και όχι να ομφαλοσκοπεί. Με αυτή τη μεγάλη της παράδοση θα πρέπει να επανασυνδεθεί και για να γίνει αυτό χρειάζεται παράλληλα οπωσδήποτε και αλλαγή της δημοτικής αρχής».