Σε λίγες ημέρες θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία το νέο βιβλίο του εκ των κορυφαίων καθηγητών της χώρας Κωνσταντίνου Φίλη.
Ο Εκτελεστικός Διευθυντής του ΙΔΙΣ και Αναλυτής Διεθνών Θεμάτων του ΑΝΤ1 επέλεξε αυτή τη φορά ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, όπως φαίνεται και από τον τίτλο: «Διεκδικητικός πατριωτισμός- Ανατομία μιας συζήτησης που δεν έγινε ποτέ», σε συνεργασία με τον Μάκη Προβατά (από τις πολύ καλές Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ).
Στη χώρα, άλλωστε, έχει υπάρξει πατριωτισμός και «πατριωτισμός», ενώ, κατά τη γνώμη του υπογράφοντος, ο «υπερπατριωτισμός» έχει υπάρξει ουκ ολίγες φορές ένα από τα πλέον επικερδέστερα πολιτικά –ενίοτε και οικονομικά- «επαγγέλματα» στη χώρα.
Ο Κωνσταντίνος Φίλης, στη συζήτηση με τον Μάκη Προβατά, σχολιάζει και αναλύει όλο το πλέγμα της ελληνικής εξωτερικής στις νέες συνθήκες.
Τα «Παιχνίδια Εξουσίας» τις επόμενες ημέρες, εφόσον το βιβλίο κυκλοφορήσει, θα επανέλθει με λεπτομερή αναφορά στο βιβλίο. Σήμερα το iEidiseis προδημοσιεύει την εισαγωγή του νέου βιβλίου του Κωνσταντίνου Φίλη, σε συνεργασία με τον Μάκη Προβατά.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ας κάνουμε την αρχή με μια ματιά στον τρόπο με τον οποίο ασκείται η εξωτερική πολιτική από τους Έλληνες πολιτικούς τους τελευταίους δύο αιώνες. Τι γενικά συμπεράσματα βγαίνουν;
Το πρώτο και βασικότερο συμπέρασμα όλων είναι ότι η εξωτερική μας πολιτική πρέπει να γίνει περισσότερο προδραστική και λιγότερο αντιδραστική, δηλαδή περισσότερο να προλαμβάνει παρά να γίνεται παρακολούθημα των εξελίξεων. Αυτό είναι κάτι που έχουμε καταφέρει κάποιες φορές, αλλά όχι όσες θα έπρεπε.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι ακόμη και όταν αντιδρούμε σε ένα γεγονός, πρέπει να αναλαμβάνουμε περισσότερες πρωτοβουλίες. Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι το πώς αντιμετωπίζουμε την αμφισβήτηση διεθνών συνθηκών από την Τουρκία: Ποια είναι η θέση μας, πώς τη διατυπώνουμε και πώς την προωθούμε στο εξωτερικό; Γιατί δεν έχουμε κινητοποιήσει τον διεθνή παράγοντα, αλλά και τις εμπλεκόμενες χώρες στις διεθνείς συνθήκες που επανεξετάζει η Τουρκία, ώστε να συγκροτηθεί ένα μέτωπο σε βάρος της πριν να είναι αργά; Προφανώς δεν αρκεί να διαμαρτυρόμαστε ή να καταδικάζουμε.
Από εκεί και πέρα, έχουμε αποδείξει πως το διεθνές δίκαιο δεν είναι για εμάς σημαία ευκαιρίας· έχει πρόνοιες και προσφέρει δυνατότητες, αρκεί να τις χρησιμοποιούμε. Η αρχή έγινε με την επέκταση των χωρικών μας υδάτων στο Ιόνιο – με χαρακτηριστική ωστόσο καθυστέρηση. Ελπίζω ότι θα συνεχίσουμε ανάλογα.
Εξίσου, δεν είναι ορθό να αρκούμαστε σε απόσπαση θετικών δηλώσεων, των οποίων το άθροισμα προσθέτει μεν κάτι, όχι όμως καθοριστικό για τον πυρήνα των εθνικών μας θεμάτων. Χρειαζόμαστε στρατηγικές συνέργειες που οδηγούν σε ισχυρές εταιρικές σχέσεις ώστε να ενισχύεται το διπλωματικό μας αποτύπωμα. Είναι αυτονόητο ότι η εξωτερική μας πολιτική πρέπει να είναι πρώτα εθνοκεντρική και μετά συμμαχική, παρότι αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει πάντα.
Το τρίτο συμπέρασμα είναι ότι χρειάζεται, σε έναν βαθμό, να «αποτουρκοποιήσουμε» την εξωτερική μας πολιτική και να μην προσδιορίζουμε τις ενέργειές μας σχεδόν αποκλειστικά υπό το πρίσμα της προστασίας μας από την τουρκική απειλή.
Ναι μεν η Τουρκία είναι ένα διαρκές πρόβλημα εδώ και πολλές δεκαετίες, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί τον μοναδικό σχεδόν γνώμονα της εξωτερικής μας πολιτικής. Με αυτή την οπτική εγκλωβιζόμαστε σε μία ατέρμονη διαδικασία άμυνας, διότι η γειτονική μας χώρα, με την αναθεωρητική της στάση, έχει συχνά την πρωτοβουλία των κινήσεων, παρόλο που οι Τούρκοι διπλωμάτες αποδίδουν την επιθετικότητα της χώρας τους στη δήθεν ανάγκη της να απαντά στις ελληνικές ενέργειες.
Το τέταρτο συμπέρασμα είναι πως συχνά διακατεχόμαστε από παραδοχές και σύνδρομα, όπως στην περίπτωση της Συμφωνίας Λονδίνου-Ζυρίχης, τα οποία παράγουν αγκυλώσεις και φοβικότητα στην ανάληψη πρωτοβουλιών, εξαιτίας του πολιτικού κόστους. Στη δημόσια σφαίρα κυκλοφορούν και αναπαράγονται ψευδαισθήσεις και στερεότυπα που επηρεάζουν το πολιτικό προσωπικό, αλλά και τους υπηρεσιακούς παράγοντες. Είναι εντυπωσιακό πόσο μακριά είναι πολλές φορές η δημόσια συζήτηση, που διαμορφώνει το εσωτερικό κλίμα, από την πραγματικότητα. Αυτό δεν επιτρέπει, και είναι το πέμπτο μου συμπέρασμα, να αναστοχαζόμαστε και να σχεδιάζουμε ανάλογα τις πολιτικές μας. Απόρροια αυτής της κατάστασης είναι πως ξέρουμε μεν τι δεν θέλουμε αλλά όχι απαραίτητα τι επιθυμούμε και με ποιον τρόπο να το διεκδικήσουμε.
Επεξήγηση: Η Τουρκία αμφισβητεί διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες, ξεκινώντας από τη Συνθήκη της Λωζάνης, την οποία έτσι κι αλλιώς έχει αναιρέσει πολλές φορές στην πράξη. Περιφρονεί ψηφίσματα και αποφάσεις του ΟΗΕ για το Κυπριακό, παραβιάζει το εμπάργκο όπλων του ΟΗΕ στη Λιβύη, μετατρέπει την Αγία Σοφία σε τέμενος, εισβάλλει και κατέχει εδάφη γειτονικών κρατών. Εσχάτως, ο Ερντογάν άνοιξε και το ζήτημα της αναθεώρησης της Συνθήκης του Μοντρέ. Συνδέει έτσι την εθνική ανεξαρτησία της χώρας του, αλλά και την ισχύ που έχει αποκτήσει με αυτόν στο τιμόνι, με την εν τοις πράγμασι αναίρεση κοινά αποδεκτών νορμών. Αμφισβητεί έτσι μέρος του μεταπολεμικού status quo, ζητώντας δημοσίως ένα αναλογικότερο των τωρινών συσχετισμών ισχύος και επιδιώκοντας μία μόνιμη θέση για την Τουρκία στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Σε μια τέτοια οπτική, ποια νέα στοιχεία θεωρείτε ότι πρέπει να υπάρχουν;
Συνολικά, μπορούμε να πούμε ότι είναι αναγκαία μια κουλτούρα ευέλικτης, προσαρμοστικής ευφυίας και στιβαρότητας στην άσκηση της εξωτερικής μας πολιτικής, καθώς και ένας σχεδιασμός που θα μετριάζει τα λάθη και τον αντίκτυπο αυτών. Οι ισχυρές χώρες έχουν την πολυτέλεια του λάθους, γιατί μπορούν ευκολότερα να το διορθώσουν. Όμως, κάτι πολύ κρίσιμο και εκ των ων ουκ άνευ είναι ότι πρέπει να υπάρχει συνέχεια στην εξωτερική μας πολιτική και κυρίως πρέπει να υπάρχει θεσμική μνήμη.
Η πολιτική ελίτ δεν έχει πάντοτε την αντίληψη της αναγκαιότητας ανάπτυξης ενός ολοκληρωμένου σχεδίου. Η συμμετοχή μας σε δυτικούς υπερεθνικούς οργανισμούς –την ΕΕ και το ΝΑΤΟ– προσφέρει βέβαια μια εξασφάλιση. Ωστόσο, απαιτούνται συνεχείς μάχες και μέσα σε αυτούς τους θεσμούς, γιατί τα συμφέροντα των κρατών-μελών δεν είναι πάντα ταυτόσημα. Επίσης, το γεγονός ότι, με εξαίρεση την Τουρκία, δεν αισθανόμαστε κάποιον εθνικό κίνδυνο, έβαζε συχνά σε δεύτερη μοίρα τα εθνικά θέματα. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα του 2021 δεν έχουμε ακόμα υιοθετήσει μία εμπεριστατωμένη εθνική στρατηγική. Ένα δόγμα εξωτερικής πολιτικής, όχι με την έννοια του δογματισμού, αλλά της «Λευκής Βίβλου».
Ένα κεντρικό ζήτημα, που επανέρχεται διαρκώς, είναι η ενότητα του πολιτικού κόσμου της χώρας πάνω σε μια εθνική στάση σε σημαντικά εξωτερικά ζητήματα.
Στους βασικούς άξονες υπάρχει συναντίληψη και έχει επιτευχθεί ενότητα μεταξύ των τριών κομμάτων που έχουν κυβερνήσει μετά το 1974. Ένας τέτοιος άξονας είναι ο στρατηγικός μας προσανατολισμός προς τη Δύση και οι δεσμοί με τις ΗΠΑ, που ενισχύθηκαν μετά το 2015. Ένας άλλος είναι οι συμπράξεις της χώρας, όπως το άνοιγμα που έγινε τα τελευταία χρόνια προς το Ισραήλ και την Αίγυπτο και εν συνεχεία προς τις αραβικές μοναρχίες του Κόλπου. Επίσης, τα περισσότερα πολιτικά στελέχη –με εξαίρεση ένα αξιοπρόσεκτο ποσοστό εντός της ΝΔ, και ένα μικρότερο σε ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ– συμφωνούν για την προοπτική της Χάγης ως βέλτιστης λύσης για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ σε περίπτωση που δεν ευδοκιμήσουν οι απευθείας συνομιλίες με την Τουρκία. Σημειώνω πως, σύμφωνα με μετρήσεις, στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι πολίτες. Και βέβαια, όλοι σχεδόν συμφωνούν στην ανάγκη για μια έξυπνη αμυντική θωράκιση της χώρας. Κοινά αποδεκτός είναι και ο τρόπος διευθέτησης του Κυπριακού, με μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία. Οι διαφωνίες αφορούν την εξειδίκευση, τους επιμέρους χειρισμούς, αλλά και τη χρήση των εργαλείων που έχουμε στη διάθεσή μας. Ακόμη, όμως, και ο διχασμός για τη Συμφωνία των Πρεσπών, σε επίπεδο ηγεσιών, ήταν περισσότερο επίπλαστος, καθώς υπήρχε συναντίληψη για την ανάγκη επίλυσης της διαφοράς γύρω από το ονοματολογικό.
Όμως, επειδή τα δύσκολα είναι μπροστά μας, σε ένα σύνθετο και ευμετάβλητο περιβάλλον, είναι επιτακτική ανάγκη να χαραχθεί μία λεπτομερής εθνική στρατηγική, στην οποία θα συμφωνήσουν οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις. Δεν θα υποδείξω τον τρόπο που μπορεί να γίνει αυτό, αλλά κάτι τέτοιο θα έστελνε προς όλους, την Τουρκία και τους εταίρους μας, ένα μήνυμα ενότητας και αποφασιστικότητας. Επίσης, είναι σημαντικό να υπάρχει συνεχής διαβούλευση και συνεννόηση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, ώστε να αναπτυχθεί η αναγκαία εμπιστοσύνη και να μπορεί η αντιπολίτευση, μέσω της άσκησης κριτικής, και κυρίως πίεσης, να ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση της χώρας. Σε ένα τέτοια σενάριο, η εκάστοτε κυβέρνηση θα επικαλείται την εσωτερική πίεση ή και την ανάγκη σύμπηξης ενός εθνικού μετώπου προκειμένου να αποφεύγει κακοτοπιές στα εθνικά, να εκτονώνει την πίεση που δέχεται από το εξωτερικό και να ελίσσεται διαπραγματευτικά. Να πω ότι κάτι τέτοιο συνέβη, όπως φαίνεται, το 1976 μεταξύ Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου με το περιβόητο «βυθίσατε το Χόρα» του δεύτερου. Τότε η θετική «πίεση» του αντιπολιτευόμενου Παπανδρέου βοήθησε, σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή, τον πρωθυπουργό Καραμανλή. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε την ανάγκη διακομματικής στήριξης για τη δημιουργία ενός κραταιού, συγκροτημένου θεσμικού συστήματος εξωτερικής πολιτικής. Υπάρχει, εξάλλου, η απαραίτητη θεσμική μνήμη στα αρμόδια υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας, που πρέπει να αξιοποιηθεί ορθά.
Είναι δεδομένο λοιπόν ότι το κεντρικό ζήτημα της εξωτερικής μας πολιτικής παραμένει η Τουρκία. Σε αυτό, υπάρχει κοινή στάση, μεταξύ τουλάχιστον των μεγάλων κομμάτων, ή εντοπίζετε κρίσιμες διαφοροποιήσεις που δεν είναι ορατές σε εμάς;
Υπάρχουν σαφείς διαφορές και μάλιστα θα έλεγα καθετοποιημένες, δηλαδή στο εσωτερικό των κομμάτων, όχι μόνο ανάμεσα σε αυτά. Τέσσερις είναι οι κεντρικές σχολές για την αντιμετώπιση της Τουρκίας, υποστηρικτές των οποίων εντοπίζουμε σε όλα το πολιτικό φάσμα:
Η πρώτη αντίληψη οδηγεί σε μια στρατηγική αναβλητικότητα, στη θεώρηση ότι η κατάσταση είναι αδιέξοδη, λόγω της τουρκικής επιθετικότητας και αδιαλλαξίας, άρα ο μόνος εφικτός στόχος είναι η ύφεση της έντασης. Αυτή η προσέγγιση έχει αποδειχθεί βολική, διότι δεν συνεπάγεται πρωτοβουλίες που θα είχαν πολιτικό κόστος. Μάλιστα, όσο επιθετικότερη γίνεται η Τουρκία τόσο περισσότερο νομιμοποιείται στο μυαλό μας μια πολιτική «παθητικής και αδρανούς ανάσχεσής της». Εντούτοις, το μεγαλύτερο πρόβλημα εδώ είναι να συμβεί αυτό που θέλουμε να αποφύγουμε: Με τη συνεχή παραπομπή της επίλυσης στο μέλλον, δίνεται η ευκαιρία στην Τουρκία, ως ισχυρότερο δρώντα, να επιχειρεί να μας φθείρει και να μας καταπονήσει σε τέσσερα επίπεδα: οικονομικό, διπλωματικό, επιχειρησιακό και ανθρώπινου δυναμικού. Και εφόσον δεν καταφέρουμε να ελέγξουμε αυτή τη φθορά, σκοπός της είναι να μας οδηγήσει σε μια συνθηκολόγηση και όχι σε μια ισορροπημένη διαπραγμάτευση.
Η δεύτερη προσέγγιση προκρίνει την ανάληψη δράσης στα πρότυπα της τουρκικής στάσης. Είναι η γραμμή της προσχώρησης στην τουρκική λογική και ικανοποίησης του θυμικού μας ώστε να απαντούμε κάθε φορά δυναμικά στην τουρκική προκλητικότητα, με το σκεπτικό ότι έτσι μόνο θα εξισορροπηθεί η κατάσταση. Το εγγενές πρόβλημα εδώ είναι ότι, παίζοντας στο γήπεδο της άλλης πλευράς, αναιρούμε τη φυσιογνωμία μας ως πυλώνα σταθερότητας και ειρήνης και, το κυριότερο, ότι αποδεχόμαστε ντε φάκτο τους κανόνες της Άγκυρας, ενόσω της ζητάμε να εναρμονιστεί με τους δικούς μας και κατ’ επέκταση τους ευρωπαϊκούς όρους. Είναι άλλο, και καθ’ όλα θεμιτό, να κάνουμε χρήση προνοιών του διεθνούς δικαίου για να ενισχυθούμε έναντι της Τουρκίας και εντελώς λάθος να απαντούμε με ασύμβατο με το διεθνές δίκαιο τρόπο, μόνο και μόνο για «να τους δείξουμε ποιοι είμαστε». Τότε χάνεται ο πυρήνας των επιχειρημάτων μας. Ευτυχώς αυτή η άποψη, παρότι απηχεί κάποιους κύκλους, δεν έχει εφαρμοστεί ως κυβερνητική πολιτική.
Η τρίτη άποψη ισχυρίζεται ότι το μέγεθος της Τουρκίας καθιστά υποχρεωτικό τον κατευνασμό. Δηλαδή, να μην προκαλούμε την Τουρκία, να τη σεβόμαστε, να μη συνάπτουμε εταιρικές σχέσεις που την ενοχλούν και γενικά να σκεπτόμαστε πάντα τον αντίκτυπο των ενεργειών μας πριν τις προωθήσουμε. Αυτή η άποψη εμφανίζει την Τουρκία ως –περιφερειακή, τουλάχιστον– υπερδύναμη, τη στρατιωτική της υπεροχή αδιαμφισβήτητη και την Ελλάδα παντελώς αδύναμη να την ανταγωνιστεί. Ψελλίζουν οι υποστηρικτές της ότι η μόνη λύση είναι η άμεση διευθέτηση όλων των εκκρεμοτήτων (ακόμη και διμερώς), έστω και με «γενναίες» υποχωρήσεις, πως η συνεκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου δεν θα πρέπει να είναι ταμπού, ενώ χρεώνουν αποκλειστικά στη Λευκωσία τις επιθετικές ενέργειες της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο και θέτουν το ψευτοδίλημμα «πόλεμος ή Χάγη». Ανάλογα με τις δύο προηγούμενες, η εν λόγω άποψη προσεγγίζει μονοδιάστατα τα ελληνοτουρκικά ζητήματα, δημιουργώντας φοβικά σύνδρομα στην κοινωνία. Τη θεωρώ ομοίως ατελέσφορη με την πρώτη και εξίσου επικίνδυνη με τη δεύτερη, γιατί θα μας οδηγούσε στη φινλανδοποίηση.
Η τέταρτη αντίληψη προκρίνει αυτό που ονομάζω ορθολογικό και διεκδικητικό πατριωτισμό και με εκφράζει απόλυτα. Ο στόχος της είναι, μέσα από την ενεργητική διπλωματία και την ενίσχυση των εργαλείων σε επίπεδο συμμαχιών, συνεργειών και άμυνας, συνδυαστικά με συνεπή επικοινωνία με την τουρκική πλευρά, να καλλιεργήσουμε τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να οδηγηθούμε στη λύση, με τους καλύτερους δυνατούς όρους για εμάς. Εξισορρόπηση, δηλαδή, του τουρκικού αναθεωρητισμού, όχι με τη διαιώνιση του προβλήματος, που δίνει στην Άγκυρα τη δυνατότητα να διανθίζει την ατζέντα με ακραίες διεκδικήσεις χωρίς να υφίσταται συνέπειες, αλλά με αύξηση της πίεσης για να επιλύσουμε οριστικά τα προβλήματά μας. Έτσι, η Ελλάδα θα αυξάνει συνεχώς το αποτύπωμά της και θα ενδυναμώνεται διαπραγματευτικά. Η φθορά μιας επιθετικής δύναμης, όπως είναι η Τουρκία, δεν προέρχεται από τη συνεχή άμυνα ή την άλογη επίθεση, ούτε βέβαια από την τακτική ή άτακτη υποχώρηση. Προκύπτει από τη συνέπεια, τις σχέσεις εμπιστοσύνης με εταίρους, καθώς και την ίδια την Τουρκία, την αποτρεπτική ισχύ και φυσικά το σαφές μήνυμα ότι η ορθή και μόνο διευθέτηση των διαφορών μας συνεπάγεται σοβαρά οφέλη, ενώ η συντήρησή τους πολλαπλασιάζει το τίμημα για αυτή.
Επεξήγηση: Η φινλανδοποίηση είναι όρος στη διεθνή πολιτική σκηνή που περιγράφει την κατάσταση στην οποία περιήλθε η Φινλανδία μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Δηλαδή στη διατήρηση, ύστερα από ακρωτηριασμό, της εδαφικής ανεξαρτησίας της, αλλά με τίμημα την πειθήνια στάση της στη Σοβιετική Ένωση. Είναι η διαδικασία με την οποία μια ισχυρή χώρα αναγκάζει μια μικρότερη γειτονική χώρα να συμμορφώνεται με τους κανόνες εξωτερικής πολιτικής της ισχυρής χώρας, επιτρέποντάς της ταυτόχρονα να διατηρήσει την ανεξαρτησία της και το δικό της πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Η υιοθέτηση αυτής της στάσης ήταν απότοκο του φόβου ότι η μικρή χώρα, αν οδηγούταν σε σύρραξη με τη γείτονά της, θα έχανε πολλά περισσότερα.