Το πώς θα διαμορφωθεί ο κόσμος τη χρονιά που έρχεται περιγράφει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου, δημοσιογράφος και συγγραφέας, με συνέντευξή του στο iEidiseis:
Τι νέες προτεραιότητες θέτει ο Τζο Μπάιντεν στην αμερικάνικη εξωτερική πολιτική, τι ρόλο θα παίξουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, τι αλλαγές θα επιφέρει το «τέλος εποχής» Μέρκελ στην Γερμανία, αλλά και τι θα επιδιώξει η Κίνα για την εξισορρόπηση της πολιτικής της ισχύος με την οικονομική. Ακόμα πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση και πώς θα επιδράσει στις γεωπολιτικές συνθήκες η πανδημία, ειδικά δε στην Ευρώπη, με την επαπειλούμενη ρήξη ανάμεσα σε ευρωπαϊκό Βορρά και Νότο, παρά το συμβιβασμό Βερολίνου με Παρίσι για το Ταμείο Ανάκαμψης.
Τι σηματοδοτεί η εκλογή Μπάινεν για την αμερικανική εξωτερική πολιτική;
Τα μεγάλα καράβια δεν στρίβουν εύκολα, κι αυτό ισχύει κατ’ εξοχήν για την Αμερική, το πιο βαρύ, το μόνο πλανητικής εμβέλειας «αεροπλανοφόρο» στους ωκεανούς της σύγχρονης γεωπολιτικής. Σε γενικές γραμμές, θα λέγαμε ότι ο Τζο Μπάιντεν θα επιδιώξει τους ίδιους, λίγο- πολύ, στόχους με τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά με διαφορετικά μέσα. Ο κεντρικός στόχος και των δύο είναι να ανακόψουν τη σχετική υποχώρηση της αμερικανικής ηγεμονίας προς όφελος νέων αναδυόμενων ανταγωνιστών, πρωτίστως της Κίνας.
“Ο Μπάιντεν θα επιδιώξει να αναστυλώσει το κύρος της χώρας του, που υπέστη βαρύ πλήγμα από την αλλοπρόσαλλη, άκρως αντιδραστική πολιτική Τραμπ και να θωρακίσει τις διεθνείς συμμαχίες των ΗΠΑ, που υπέστησαν σοβαρούς κλονισμούς”
Ο Τραμπ διακήρυξε ότι θα το κάνει με βάση το δόγμα «Πρώτα η Αμερική», σε ρήξη με την παγκοσμιοποίηση- αν και στην πράξη περιορίστηκε να διεκδικήσει μια πιο προνομιακή θέση της Αμερικής μέσα σ’ αυτήν. Ο Μπάιντεν θα επιδιώξει να αναστυλώσει το κύρος της χώρας του, που υπέστη βαρύ πλήγμα από την αλλοπρόσαλλη, άκρως αντιδραστική πολιτική Τραμπ και να θωρακίσει τις διεθνείς συμμαχίες των ΗΠΑ, που υπέστησαν σοβαρούς κλονισμούς.
Σ΄αυτή τη λογική κινείται η ιδέα που διατύπωσε προεκλογικά για μια νέα «Συμμαχία των Δημοκρατιών» Αμερικής, Ασίας και Ωκεανίας με προφανείς στόχους την Κίνα και τη Ρωσία. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο Μπόρις Τζόνσον με την ιδέα του για διεύρυνση- μετατροπή της G7 σε D10 (το Dαπό το Democracy) με ένταξη στο κλαμπ της Ινδίας, της Νότιας Κορέας και της Αυστραλίας.
“Ειδικά απέναντι στη Ρωσία ο Μπάιντεν θα είναι πιο επιθετικός από τον Τραμπ, όχι γιατί πραγματικά πιστεύει ότι αντιπροσωπεύει σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια της Δύσης, αλλά γιατί ο φόβος της αρκούδας είναι ο μόνος χειροπιαστός λόγος ύπαρξης του ΝΑΤΟ”
Ειδικά απέναντι στη Ρωσία, πρέπει να περιμένουμε ότι ο Μπάιντεν θα είναι πιο επιθετικός από τον Τραμπ, όχι γιατί πραγματικά πιστεύει ότι αντιπροσωπεύει σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια της Δύσης, αλλά γιατί ο φόβος της αρκούδας είναι ο μόνος χειροπιαστός λόγος ύπαρξης του ΝΑΤΟ, αποστολή του οποίου, όπως κυνικά το είχε θέσει ο πρώτος γενικός γραμματέας του, λόρδος Ισμέι, ήταν και είναι «να κρατά τους Ρώσους έξω, τους Αμερικανούς μέσα και τους Γερμανούς (τους Ευρωπαίους, θα λέγαμε σήμερα) κάτω». Ασφαλώς, θα υπάρξουν πεδία όπου ο Μπάιντεν θα υιοθετήσει πιο λογικές θέσεις από τον Τραμπ (κλιματική αλλαγή, πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, έλεγχος στρατηγικών όπλων), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο αμερικανικός τυρανόσαυρος θα γίνει ξαφνικά χορτοφάγος.
Και ως προς το ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου;
Μπορεί για την Ελλάδα και, από άλλη σκοπιά, για σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία, το βασικό πρόβλημα ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο να εστιάζεται στην Τουρκία, αλλά για τις ΗΠΑ κεντρικό μέλημα αποτελεί η θεαματική διείσδυση της Ρωσίας. Τα τελευταία χρόνια η Ρωσία αναβάθμισε τη μοναδική ναυτική της βάση στις θερμές θάλασσες που της είχε απομείνει από την εποχή της ΕΣΣΔ, στην Ταρτούς της Συρίας, έφτιαξε αεροπορική βάση στο Χμεϊμίμ, διέσωσε το καθεστώς Άσαντ, έγινε δύναμη συγκυριαρχίας με την Τουρκία στη Λιβύη και έβαλε μια βαθειά σφήνα στο ΝΑΤΟ μέσω της στρατιωτικής και ενεργειακής συνεργασίας της με την Τουρκία ύστερα από το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν, το 2016.
“Μπορεί για την Ελλάδα και, από άλλη σκοπιά, για σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία, το βασικό πρόβλημα ασφαλείας στην Αν. Μεσόγειο να εστιάζεται στην Τουρκία, αλλά για τις ΗΠΑ κεντρικό μέλημα αποτελεί η θεαματική διείσδυση της Ρωσίας”
Παρότι ο Μπάιντεν θα είναι γενικά πιο παρεμβατικός από τον Τραμπ (μην ξεχνάμε ότι, σε αντίθεση με τον Ομπάμα, είχε υποστηρίξει τον πόλεμο στο Ιράκ), δεν νομίζω ότι θα αναιρέσει την κοινή παραδοχή των Ομπάμα και Τραμπ ότι οι πόλεμοι της Αμερικής στη Μέση Ανατολή έχουν δυσανάλογα μεγάλο κόστος και δεσμεύουν πολύτιμο στρατιωτικό, οικονομικό και πολιτικό κεφάλαιο, το οποίο θα έπρεπε να επενδυθεί στη μάχη του Ειρηνικού με την Κίνα. Επομένως, επί Μπάιντεν η Αμερική θα συνεχίσει να κάνει κατά κάποιο τρόπο εξωτερικές αναθέσεις (outsourcing) των συμφερόντων της στην περιοχή σε περιφερειακούς συμμάχους όπως το Ισραήλ, τα Εμιράτα, αλλά και η Τουρκία.
Την Τουρκία τελικά εκτιμάς ότι θα την κερδίσει η Δύση; Τι πιστεύεις ότι θα συμβεί;
Από την εποχή του Κεμάλ Ατατούρκ, το σύγχρονο τουρκικό κράτος είχε εγγεγραμμένο στο DNA μια αντίφαση. Από τη μια πλευρά, γεννήθηκε μέσα από έναν εθνικό αγώνα εναντίον των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από την άλλη, ο Κεμαλισμός χάραξε μια στρατηγική πολιτιστικού και ως ένα βαθμό πολιτικού εκδυτικισμού για να ξεφύγει από την καθυστέρηση και την παρακμή που απειλούσαν να οδηγήσουν τη χώρα σε συρρίκνωση και αποικιοποίηση. Ο Ερντογάν, ο οποίος, στο μυαλό του, διαλέγεται με την Ιστορία ως ανταγωνιστής του Ατατούρκ, άλλαξε πολλά, αλλά δεν έλυσε αυτή την αντίθεση, αντίθετα την οδήγησε σε παροξυσμό. Θέλει μια θέση στο κλαμπ των ισχυρών της Δύσης, ει δυνατόν και στην G7, ενώ ταυτόχρονα υποπτεύεται ότι η Δύση αντιμετωπίζει τη χώρα του στη νοοτροπία της γαλλοβρετανικής Αντάντ και επιδιώκει να την αποκλείσει από τη Μεσόγειο, χρησιμοποιώντας ως αναλώσιμο, πολιορκητικό κριό την Ελλάδα.
Η Αμερική δεν φοβάται ότι η Τουρκία μπορεί να “φύγει” από τη Δύση γιατί δεν έχει που αλλού να πάει
Η Αμερική δεν φοβάται ότι η Τουρκία μπορεί να «φύγει» από τη Δύση γιατί δεν έχει που αλλού να πάει. Η Κίνα δεν μπορεί να αποτελέσει οικονομική εναλλακτική και στις σχέσεις της με τη Ρωσία τα κοινά συμφέροντα είναι δευτερεύοντα και προσωρινά, ενώ ο ανταγωνισμός πρωτεύων και μόνιμος. Μετά την εκλογή Μπάιντεν, και σε πείσμα των περιορισμένων κυρώσεων στην τουρκική πολεμική βιομηχανία για τους S-400, ο Ερντογάν διαμηνύει πως είναι έτοιμος για βελτίωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, διαφημίζοντας την ισχυρή ανασχετική δύναμη της χώρας του έναντι της Ρωσίας από τον Καύκασο, την Κριμαία και τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τη Συρία και τη Λιβύη. Ο Μπάιντεν θα ήθελε ενδεχομένως να απαλλαγεί από τον Ερντογάν, μια και δίνει το κακό παράδειγμα ενός αυτόνομου παίχτη, που είναι μεν στο ΝΑΤΟ, αλλά κάνει παιχνίδι και με τον Πούτιν. Σε καμία περίπτωση όμως δεν θα το επιδιώξει ρισκάροντας να χάσει την Τουρκία, μια χώρα με πολύ μεγάλη γεωπολιτική αξία για την Αμερική.
“Ο Μπάιντεν θα ήθελε ενδεχομένως να απαλλαγεί από τον Ερντογάν, μια και δίνει το κακό παράδειγμα ενός αυτόνομου παίχτη, που είναι μεν στο ΝΑΤΟ, αλλά κάνει παιχνίδι και με τον Πούτιν. Σε καμία περίπτωση όμως δεν θα το επιδιώξει ρισκάροντας να χάσει την Τουρκία”
Εκλογές έχει όμως το 2021 και η Γερμανία. Η αλλαγή Μέρκελ τι αλλαγές μπορεί να επιφέρει;
Θα μπορούσαμε να περιμένουμε κάποιες σημαντικές αλλαγές στη γερμανική εξωτερική πολιτική αν το σοσιαλδημοκρατικό SPD είχε ελπίδες να κερδίσει τις εκλογές του 2021 και να σχηματίσει κυβέρνηση με προοδευτικούς συμμάχους του. Ιστορικά, αλλά και σήμερα, το SPD, αν και δεν αμφισβητεί τη θέση της χώρας στο ΝΑΤΟ, παίρνει μεγαλύτερες αποστάσεις από τις ΗΠΑ, είναι λιγότερο πρόθυμο να ενταχθεί σε αντιρωσικές σταυροφορίες και ευνοεί μια πιο αυτόνομη Ευρώπη, σε συνεργασία με τη Γαλλία.
“Είναι βέβαιο ότι οι Χριστιανοδημοκράτες θα κερδίσουν τις εκλογές και θα κυβερνήσουν, είτε με το SPD, είτε με τους Φιλελεύθερους, είτε και με τους Πράσινους ακόμη”
Ύστερα όμως από την αυτοχειριαστική επιλογή του SPD να συμμετάσχει σε κυβερνήσεις «μεγάλου συνασπισμού» με τη Μέρκελ, το ιστορικό αυτό κόμμα βρίσκεται σε διαρκή συρρίκνωση και κινδυνεύει ακόμη και να υποσκελιστεί από τους Πράσινους στη θέση της δεύτερης πολιτικής δύναμης. Είναι βέβαιο ότι οι Χριστιανοδημοκράτες θα κερδίσουν τις εκλογές και θα κυβερνήσουν, είτε με το SPD, είτε με τους Φιλελεύθερους, είτε και με τους Πράσινους ακόμη.
Αν εκλεγεί ο Φρίντριχ Μερτς, η Γερμανία θα βρεθεί πιο κοντά στις πλούσιες, βόρειες χώρες της “δημοσιονομικής” πειθαρχίας (Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία) και το ρήγμα με τον Νότο στο εσωτερικό της ευρωζώνης θα γίνει πιο επικίνδυνο
Εν όψει του συνεδρίου της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), που αρχίζει στις 16 Ιανουαρίου, επικρατέστερος εμφανίζεται ο Φρίντριχ Μερτς, εκλεκτός του γνωστού μας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και του επιχειρηματικού κόσμου. Αν εκλεγεί, η Γερμανία θα βρεθεί πιο κοντά στις πλούσιες, βόρειες χώρες της «δημοσιονομικής πειθαρχίας» (Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία) και το ρήγμα με τον Νότο στο εσωτερικό της ευρωζώνης θα γίνει πιο επικίνδυνο, καθώς το τρομερό οικονομικό κόστος της πανδημίας απαιτεί γενναίες λύσεις.
Τα δύο αουτσάιντερ στην κούρσα της διαδοχής είναι ο Άρμιν Λάσερ, εκπρόσωπος του κεντρώου ρεύματος και ο Νόρμπερτ Ρέγκεν, ο οποίος τάσσεται υπέρ της οριστικής διακοπής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία. Ίδωμεν…
Και η Κίνα; Μπορεί μια υπερδύναμη να υστερεί στον στρατιωτικό τομέα; Ποια είναι η στρατηγική της;
Παρά την εντυπωσιακή της πρόοδο στην οικονομία και την τεχνολογία, η Κίνα απέχει πολύ από το να μπορεί να χαρακτηριστεί υπερδύναμη. Στο στρατιωτικό πεδίο είναι σε θέση να κάνει προβολές ισχύος μόνο στον άμεσο περίγυρό της και όχι μόνο ωχριά έναντι της Αμερικής, αλλά δεν κάνει καν προσπάθεια να κλείσει την ψαλίδα: ενώ η οικονομία της ως συνολικό μέγεθος είναι πλέον της ίδιας τάξης μεγέθους με εκείνη των ΗΠΑ, ο στρατιωτικός της προϋπολογισμός είναι το ένα τέταρτο του αμερικανικού. Το πρώτο μέλημα της Κίνας στο πεδίο της ασφάλειας είναι να ολοκληρώσει την εθνική της ενοποίηση, η οποία εκκρεμεί λόγω του θέματος της Ταϊβάν και αποτρέψει τις αποσχιστικές τάσεις που ενισχύουν ορισμένα κέντρα της Δύσης, στο Χονγκ Κονγκ και το Σινγιάνγκ. Πέρα από το εγγύς εξωτερικό της, η Κίνα θα προσπαθεί σταδιακά να μεταφράζει την οικονομική της ισχύ, τα επενδυτικά της κεφάλαια και τα μεγαλόπνοα προγράμματα υποδομών σε πολιτική επιρροή (ήδη έχει αποκτήσει μια κάποια απήχηση όχι μόνο στην περιφέρεια, αλλά και σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες), αλλά θα κρατάει πάντα χαμηλές προφίλ σε επαπειλούμενες κρίσεις και συγκρούσεις όταν δεν θίγονται ζωτικά της συμφέροντα, είτε στη Βενεζουέλα, είτε στο Αιγαίο.
“Παρά την εντυπωσιακή της πρόοδο στην οικονομία και την τεχνολογία, η Κίνα απέχει πολύ από το να μπορεί να χαρακτηριστεί υπερδύναμη”
Η πανδημία τι γεωπολιτικές επιπτώσεις μπορεί να επιφέρει;
Η χειρότερη υγειονομική κρίση που βίωσε, ή μάλλον βιώνει η ανθρωπότητα εδώ και έναν αιώνα έχει προκαλέσει ήδη ανατροπές στη διεθνή σκηνή, αν και οι πιο θεαματικές βρίσκονται πιθανότατα μπροστά μας. Μια από τις πιο σημαντικές είναι ο κλονισμός της ήδη αμφισβητούμενης παγκοσμιοποίησης και η γενική έξαρση των εθνικών ανταγωνισμών- ακόμη και η κούρσα για το εμβόλιο εξελίχθηκε σε γεωπολιτικό αγώνα κύρους, θυμίζοντας τη διαστημική κούρσα στον Ψυχρό Πόλεμο. Η Αμερική με τους μεσαιωνικού τύπου ομαδικούς τάφους στη Νέα Υόρκη, τους νοσοκόμους που πέθαιναν γιατί δεν είχαν μάσκες των πενήντα σεντς και τις τρομερές κοινωνικές ανισότητες στη ζωή και στο θάνατο, δέχθηκε σοβαρό πλήγμα– αν και τα πρώτα εμβόλια που εγκρίθηκαν έδειξαν τον επιστημονικό και τεχνολογικό δυναμισμό της- ενώ οι χώρες της Ανατολικής Ασίας βγήκαν τελικά ενισχυμένες. Σοβαρά διλήμματα θα αντιμετωπίσει η ήδη βαριά ακρωτηριασμένη από το Brexit Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η μετατόπιση της Μέρκελ πιο κοντά στις γαλλικές θέσεις με την αποδοχή του Ταμείου Ανάκαμψης, μια κίνηση που έσπασε παραδοσιακά γερμανικά ταμπού και έβαλε στην κατάψυξη το δόγμα του ordoliberalismus, απέτρεψε σε πρώτο χρόνο την επαπειλούμενη ρήξη ανάμεσα σε ευρωπαϊκό Βορρά και Νότο, αλλά τα πιο δύσκολα έπονται και το 2021 μας επιφυλάσσει μεγάλες συγκρούσεις με ανοιχτή έκβαση.