Σοβαρούς προβληματισμούς διατυπώνει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής για το περιεχόμενο της ρύθμισης του νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας για την αναγραφή της διαγωγής των µαθητών της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης στο σύνολο των πιστοποιητικών σπουδών και των αποδεικτικών απόλυσης προτείνοντας να διευκρινιστεί, εκτός των άλλων, εάν «η εν λόγω αναγραφή σε δηµόσια έγγραφα εξυπηρετεί θεµιτό σκοπό δηµόσιου συµφέροντος και τηρεί την αρχή της αναλογικότητας».
Ειδικότερα όπως σημειώνει στην έκθεσή της: «προβληµατισµός γεννάται ως προς το περιεχόµενο της προτεινόµενης ρύθµισης σε σχέση µε τις ρυθµίσεις του Γενικού Κανονισµού Προστασίας Δεδοµένων (ΕΕ) 2016/679 που αφορούν στην επεξεργασία προσωπικών δεδοµένων µε νόµιµο σκοπό» υπενθυμίζοντας ότι σύμφωνα με πρόσφατη νομολογία «οι απολυτήριοι τίτλοι και τα πιστοποιητικά σπουδών συνιστούν έγγραφα αποδεικτικά της φοίτησης, της επίδοσης και της ολοκλήρωσης ενός σταδίου εκπαίδευσης των µαθητών και όχι µη συναφών προς τα πραγµατικά αυτά γεγονότα πληροφοριών, επιδεικνύονται δε σε κάθε αρχή και υπηρεσία καθώς και σε οποιονδήποτε ιδιώτη για την πιστοποίηση των σπουδών και γνώσεων του κατόχου τους σε όλη τη διάρκεια του µετέπειτα βίου του».
«Θα πρέπει, συνεπώς, να διευκρινισθεί κατά πόσον σχετίζεται η αναγραφή της διαγωγής των κατόχων των εν λόγω τίτλων µε τους σκοπούς έκδοσής τους, οι οποίοι συνίστανται στην απόδειξη της επιτυχούς ολοκλήρωσης ενός σταδίου εκπαίδευσης, καθώς και κατά πόσον η εν λόγω αναγραφή σε δηµόσια έγγραφα εξυπηρετεί θεµιτό σκοπό δηµόσιου συµφέροντος και τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, λαµβανοµένου υπόψη ότι η αναγραφόµενη στο απολυτήριο διαγωγή κατά τον χρόνο κτήσης του τίτλου θα αποκαλύπτει στο διηνεκές στοιχεία που µπορούν να οδηγήσουν σε δυσµενή αξιολόγηση, στιγµατισµό ή ακόµη και δυσµενή διακριτική µεταχείριση, ιδίως σε διαδικασίες πρόσληψης».
Αυτό ωστόσο, δεν είναι το μόνο σημείο του νομοσχεδίου, που προκαλεί ενστάσεις και αντιδράσεις.
Το άρθρο που αφορά στην ίδρυση ξενόγλωσσων προγραμμάτων προπτυχιακών σπουδών με δίδακτρα, από τη μεριά του υπουργείου ενισχύει την «εξωστρέφεια των πανεπιστημίων», αλλά έχει προκαλέσει αντιδράσεις, καθώς έδωσε «πάτημα» για το επιχείρημα, ότι προωθείται η δια της πλαγίας κατάργηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, για το δικαίωμα όλων των Ελλήνων στη δωρεάν παιδεία, σε όλες τις βαθμίδες, στα κρατικά εκπαιδευτήρια.
«Τα Ξενόγλωσσα Προγράμματα Σπουδών απευθύνονται αποκλειστικά σε αλλοδαπούς πολίτες χωρών εντός ή εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι είναι απόφοιτοι Λυκείων ή αντίστοιχων σχολείων με φυσική έδρα στην αλλοδαπή», αναφέρει ρητά η διάταξη του νομοσχεδίου.
Αντιρρήσεις επί του θέματος εκφράστηκαν στη Βουλή από την Αντιπολίτευση, για να έρθουν στη συνέχεια οι παρατηρήσεις της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, που υπογράμμισε, ότι από τη στιγμή που ιδρύονται τα προγράμματα δεν μπορούν να αποκλειστούν Έλληνες φοιτητές και αλλοδαποί που αποφοίτησαν από λύκεια της Ελλάδας.
«H διάταξη αποκλείει, χωρίς να διευκρινίζεται στην Αιτιολογική Έκθεση ο λόγος, πέραν των Ελλήνων πολιτών, αλλοδαπούς πολίτες οι οποίοι είναι απόφοιτοι λυκείου ή αντίστοιχου σχολείου με φυσική έδρα στην ημεδαπή, και οι οποίοι, ιδίως μάλιστα αν το πρόγραμμα του λυκείου στηρίζεται στη γλώσσα στην οποία παρέχεται Ξ.Π.Σ., τελούν σε όμοια κατάσταση με τους αποφοίτους λυκείων με έδρα στην αλλοδαπή. Το ζήτημα εμπλέκει πτυχές και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως, π.χ., στην περίπτωση κατά την οποία τα εν λόγω πρόσωπα φοιτούν στην ημεδαπή λόγω της άσκησης από τους γονείς τους ελευθερίας που κατοχυρώνει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εργασία ή εγκατάσταση στην ημεδαπή)», ανέφερε χαρακτηριστικά.