Φάνηκε ότι για την κυβέρνηση ακόμα και μια μικρή απόκλιση από το αναμενόμενο μπορεί να εξελιχθεί σε «μαύρο κύκνο» έκφραση που κανονικά αντιστοιχεί σε τελείως απροσδόκητα γεγονότα, τα οποία θεωρείται απίθανο να συμβούν (όπως οι μαύροι κύκνοι που θεωρούνται ανύπαρκτοι μέχρι το 1697, οπότε ανακαλύφθηκαν στην Αυστραλία) σύμφωνα με τη θεωρία του Λιβανέζου δοκιμιογράφου Νασίμ Νικολά Τάλεμπ.
Το μέτωπο που είναι κατ΄εξοχήν υποψήφιο να παρουσιάσει νέους «μαύρους κύκνους» είναι η οικονομία, όπου η κυβέρνηση Μητσοτάκη επαφίεται σε ένα αφήγημα επιτυχίας και αποτελεσματικής διαχείρισης το οποίο κινδυνεύει να συγκρουστεί με τα δεδομένα.
Το πρώτο και σοβαρότερο μέτωπο είναι εκείνο του πληθωρισμού, ο οποίος οδήγησε τον τιμάριθμο (δείκτης τιμών καταναλωτή) στο 5,1% το Δεκέμβριο, αναμένεται να κλείσει στο 5,7-5,8% τον Ιανουάριο, ενώ οι αναλυτές της ΕΛΣΤΑΤ αλλά και της Τράπεζας της Ελλάδος εκτιμούν ότι το επόμενο τρίμηνο θα φτάσει στην περιοχή του 6-7%.
Στην πραγματικότητα η αύξηση του κόστους είναι μεγαλύτερη από αυτό το μέσο όρο ανατιμήσεων, τόσο για τα νοικοκυριά ανάλογα με το στυλ κατανάλωσης που έχουν, όσο και για τις επιχειρήσεις, οι οποίες επιβαρύνονται περισσότερο από το ενεργειακό κόστος που πρωταγωνιστεί στο ύψος των αυξήσεων.
Το πολιτικό πρόβλημα είναι ότι οι λύσεις είναι «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα».
Οι μεν αυξήσεις του κατώτατου μισθού δύσκολα θα καλύψουν την απώλεια πραγματικού εισοδήματος που «αισθάνονται» κυρίως τα πιο αδύναμα νοικοκυριά. Ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε 2% την πρωτοχρονιά και ο πρωθυπουργός έχει εξαγγείλει μια δεύτερη «μεγαλύτερη» αύξηση το Μάιο, η οποία πιθανόν να ανεβάσει συνολικά 6-7% τον κατώτατο μισθό. Κάτι τέτοιο δεν αρκεί όμως να καλύψει τις απώλειες του πραγματικού εισοδήματος τη στιγμή που το μέσο καλάθι βασικών αγαθών έχει ανατιμηθεί κατά 25% σύμφωνα με υπολογισμούς που έχουν στα χέρια τους οι επιτελείς του Μαξίμου.
Από την άλλη πλευρά, οι αυξήσεις των μισθών είναι μεν απαραίτητες κοινωνικά, αλλά η οικονομική αναπόδραστη πραγματικότητα είναι ότι μπορεί να τροφοδοτήσουν τον πληθωρισμό δευτερογενώς στην Ελλάδα, ακόμα κι αν εκτονωθούν διεθνώς οι πιέσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα περί τα τέλη του έτους.
Επιπλέον, μια τέτοια αύξηση του κατώτατου μισθού, μαζί με τα επιδόματα και τις εισφορές θα ανεβάσει το εργοδοτικό κόστος περισσότερο, επιβαρύνοντας όλες τις επιχειρήσεις, αλλά για τις μικρές και μεσαίες το βάρος θα είναι μεγαλύτερο, σε μια χρονιά που δεν θα υπάρχουν τα χρήματα της στήριξης και των επιδοτήσεων τα οποία έρευσαν το προηγούμενο διάστημα.
Αντίθετα, η πρόσβαση των μικρών στη χρηματοδότηση δυσκολεύει, ακόμα και στις αναπτυξιακές επιδοτήσεις, όπως συμβαίνει με το νέο αναπτυξιακό νόμο που συζητειται από σήμερα στη Βουλή.
Πέρα από τις μισθολογικές αυξήσεις, το άλλο «εργαλείο» που έχει η κυβέρνηση για να παρέμβει στις τιμές είναι οι έλεγχοι και η αντιμετώπιση των ολιγοπωλιακών καταστάσεων που είναι παγιωμένες στην ελληνική αγορά και ανεβάζουν το επίπεδο τιμών, διαχρονικά (όπως επισημαίνουν παγίων οι μελέτες του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ), πολλώ δε μάλλον σε περίοδο πληθωρισμού. Η κυβέρνηση όμως δεν δείχνει αποφασισμένη να παρέμβει δραστικά, πιθανόν επειδή οι ολιγοπωλιακοί αυτοί παίκτες διαθέτουν κατά κανόνα μεγάλη επιρροή σε πολλά επίπεδα.
Με άλλα λόγια, το πρόβλημα της ακρίβειας λειτουργεί διαβρωτικά για την οικονομία, αφορά μικρούς και μεγάλους παίκτες και θα οξύνεται καθώς τα δημοσιονομικά περιθώρια της κυβέρνησης για παρεμβάσεις θα στενεύουν.
Το δεύτερο μέτωπο που μπορεί να εξελιχθεί σε μαύρο κύκνο είναι τα περίφημα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης στα οποία η κυβέρνηση έχει επενδύσει μεγάλες ελπίδες για την οικονομία, αλλά δημιουργούνται όλο και περισσότερες αμφιβολίες σχετικά με τη δυνατότητα απορρόφησης τους έγκαιρα και αποτελεσματικά.
Η Ελλάδα πάσχει διαχρονικά από πρόβλημα απορρόφησης και είναι χαρακτηριστικό ότι ποτέ δεν κατάφερε να απορροφήσει το σύνολο των χρημάτων που ήταν διαθέσιμα από το ΕΣΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στον προϋπολογισμό του 2020 είχαν γραφτεί περί τα 2,5 δισ. ευρώ δαπανών από τα νέα κονδύλια, τελικά πραγματοποιήθηκαν μόνο γύρω στα 200 εκατ. ευρώ.
Έτσι, μένει να φανεί πώς θα κινηθεί η απορρόφηση των κονδυλίων καθώς η κατάσταση θα περάσει από τον σχεδιασμό στη φάση της υλοποίησης του επόμενους μήνες, όπου τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης θα πρέπει να αποτελέσουν τη «μηχανή» της οικονομικής ανάπτυξης.