Προ ολίγων ημερών ο Τούρκος Υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ δήλωσε ότι ‘Μαθηματικά, δεν νομίζω ότι η Ελλάδα θέλει πόλεμο μαζί μας’, υπονοώντας το υψηλό κόστος μιας πολεμικής σύγκρουσης. Και ασφαλώς έχει δίκιο, αλλά μόνο κατά το ήμισυ. Για λόγους που ο ίδιος ο κ. Ακάρ, ως πρώην Α/ΓΕΕΘΑ, και οι σύμβουλοί του γνωρίζουν πολύ καλά, και για την Τουρκία το κόστος θα ήταν υψηλό και το αποτέλεσμα εξαιρετικά αβέβαιο. Αν λοιπόν αποκλειστεί μια ηθελημένη πολεμική σύγκρουση λόγω του υψηλότατου κόστους εκατέρωθεν και με δεδομένο ότι η Τουρκία δεν φαίνεται επί του παρόντος διατεθειμένη να αποδεχθεί τις μεθόδους επίλυσης διαφορών που προβλέπει το διεθνές δίκαιο αλλά και το αξιακό και κανονιστικό πλαίσιο της ευρωατλαντικής κοινότητας κρατών, η μόνη επιλογή για τη χώρα μας είναι η αποτελεσματική διαχείριση των διμερών σχέσεων για να περιοριστεί η τουρκική επιθετικότητα και να διατηρηθεί η ένταση σε ανεκτά επίπεδα.
Πριν μιλήσουμε, όμως, για την ελληνική πολιτική διαχείρισης, ας προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε τον αντίπαλο (κατ’ ανάγκη, με πολύ συνοπτικό τρόπο). Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η Τουρκία επιδιώκει την ανάδειξή της σε περιφερειακή δύναμη σε μια περιοχή όπου οι ισορροπίες αλλάζουν, οι παραδοσιακοί δρώντες έχουν απολέσει μέρος της επιρροής τους και η ‘τράπουλα ισχύος’ ξαναμοιράζεται. Στο δίλημμα ‘καλοπροαίρετη περιφερειακή δύναμη ή επιδίωξη περιφερειακής ηγεμονίας μέσω καταναγκαστικής διπλωματίας’, η Τουρκία φαίνεται τα τελευταία χρόνια να επιλέγει το δεύτερο. Επιπλέον, ο πρόεδρος Ερντογάν θέλει να παρουσιάσει το 2023 (100η επέτειο από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας) απτές επιτυχίες σε ένα ευρύ φάσμα τομέων και να δείξει ότι η Τουρκία επί των ημερών του έχει ‘μεγαλώσει’ και εμφανώς ισχυροποιηθεί.
«Η σημερινή Τουρκία φαίνεται να έχει προσβληθεί από το μικρόβιο της ‘αλαζονείας της ισχύος’ και να έχει απολέσει σε πολλά ζητήματα την αίσθηση του μέτρου»
Φαίνεται δε να έχει πειστεί ότι στην κατεύθυνση αυτή το αφήγημα της ‘Γαλάζιας Πατρίδας’ είναι ένα χρήσιμο εργαλείο. Σημειωτέον ότι το μέγεθος των μέχρι τώρα ανακαλυφθέντων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο στηρίζει την εκτίμηση ότι επί του παρόντος το κεντρικό διακύβευμα για την Τουρκία στην περιοχή δεν είναι οικονομικό/ενεργειακό, αλλά γεωπολιτικό.
Ωστόσο, η σημερινή Τουρκία φαίνεται να έχει προσβληθεί από το μικρόβιο της ‘αλαζονείας της ισχύος’ και να έχει απολέσει σε πολλά ζητήματα την αίσθηση του μέτρου. Η υπερέκταση (ασυμμετρία στόχων και μέσων) ιστορικά δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο στη διεθνή πολιτική. Σήμερα διαπιστώνει κανείς μια συστηματική τάση να υπερτονίζονται οι, πραγματικά μεγάλες, δυνατότητες που έχει η Τουρκία ως χώρα και να υποτιμούνται συστηματικά τα μεγάλα προβλήματα. Τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών εντάσεων δυσχεραίνει περαιτέρω ο τρόπος λήψης αποφάσεων από ένα κλειστό περιβάλλον και ένα στενό κύκλο συμβούλων όπου η διαφορετική γνώμη δεν ενθαρρύνεται, ενώ έχουν περιθωριοποιηθεί φορείς όπως το Υπουργείο Εξωτερικών. Τέλος, η όλη κατάσταση καθίσταται ακόμη πιο πολύπλοκη λόγω της ανασφάλειας του Τούρκου προέδρου, τόσο προσωπικής (μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016), όσο και πολιτικής (ανησυχία για ενδεχόμενη απώλεια εσωτερικής κυριαρχίας λόγω οικονομικών και άλλων προβλημάτων).
«Η Ελλάδα επικεντρώνει τις προσπάθειές της σε μια πολιτική ‘έξυπνης ισχύος’, δηλαδή ένα συνδυασμό ‘ήπιας’ και ‘σκληρής’ ισχύος με τρεις βασικούς άξονες»
Απέναντι σε αυτή την επιθετική τουρκική πολιτική, η Ελλάδα επικεντρώνει τις προσπάθειές της σε μια πολιτική ‘έξυπνης ισχύος’, δηλαδή ένα συνδυασμό ‘ήπιας’ και ‘σκληρής’ ισχύος με τρεις βασικούς άξονες:
(α) εσωτερική εξισορρόπηση (ενδυνάμωση), με στόχο την αύξηση της αποτρεπτικής της ικανότητας μέσω επιτάχυνσης των προσπαθειών που έχουν ξεκινήσει στους τομείς της εθνικής άμυνας, αμυντικής βιομηχανίας, στρατηγικών επικοινωνιών (με ταυτόχρονο περιορισμό των δηλώσεων), στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων και με απαραίτητο συνδετικό ιστό την εθνική συνεννόηση.
(β) εξωτερική εξισορρόπηση, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των σημαντικών δρώντων, την υψηλή ρευστότητα και τη δυναμική και όχι στατική φύση του περιβάλλοντος ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο. Θα επιδιωχθεί η περαιτέρω εμβάθυνση και ενίσχυση περιφερειακών και άλλων συνεργασιών και συμμαχιών και αξιοποίηση εργαλείων στο πλαίσιο της ΕΕ.
«Ελπίζεται ότι, ενώπιον και των σοβαρών εσωτερικών προβλημάτων της, η τουρκική ηγεσία θα πορευθεί με αίσθημα ρεαλισμού και εθνικού συμφέροντος και θα επιλέξει το δρόμο της σταδιακής βελτίωσης των σχέσεων με την Ελλάδα, επενδύοντας στη συνεργασία και όχι την αντιπαράθεση. Ανοίγοντας εκ νέου τα κανάλια επικοινωνίας που έχουν κλείσει το τελευταίο διάστημα, με δική της απόφαση»
(γ) Διαμόρφωση μια πολιτικής κινήτρων και αντικινήτρων που θα φέρει την Τουρκία μπροστά στο δίλημμα ‘ομαλοποίηση των σχέσεων, με αμοιβαίο όφελος, υπό την προϋπόθεση της εγκατάλειψης μαξιμαλιστικών προσεγγίσεων και πολιτικών καταναγκασμού’ ή ‘συνέχιση της συγκρουσιακής πολιτικής με ορατό κόστος’, και σε αυτό περιλαμβάνονται οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών με γειτονικά κράτη, προσπάθεια επιβολής κυρώσεων στο πλαίσιο της ΕΕ και διπλωματικές εκστρατείες που ενοχλούν την Τουρκία, καθώς υπογραμμίζουν την εικόνα κράτους που κινείται εκτός διεθνούς νομιμότητας. Μια Τουρκία που επιζητεί αναγνώριση του ρόλου της ως περιφερειακής δύναμης δεν μπορεί ασφαλώς να είναι ικανοποιημένη με τη φήμη του ‘κράτους-ταραξία’. Το ίδιο ισχύει και για τον Πρόεδρο Ερντογάν, που εύλογα ενδιαφέρεται όχι μόνο για την υστεροφημία του, αλλά και για την προσπάθεια οικοδόμησης της σημερινής του εικόνας ως ηγέτη (statesman) παγκόσμιου επιπέδου.
Στο πλαίσιο της προσπάθειας επηρεασμού της σχέσης κόστους-οφέλους για την Άγκυρα, εκτός από την αύξηση του κόστους μέσω της αποτελεσματικής χρήσης των περιεχομένων της ‘εργαλειοθήκης’ που περιγράψαμε παραπάνω, θα ήταν ενδεχομένως χρήσιμο να επενδύσουμε και σε μια ‘θετική ατζέντα’ έναντι της Τουρκίας, που δεν θα αφορά σε αμιγώς εθνικά ζητήματα. Στο πλαίσιο αυτό, προωθείται η έγκαιρη δραστηριοποίηση με στόχο τη συνδιαμόρφωση, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, της μελλοντικής σχέσης ΕΕ-Τουρκίας με τρόπο που να κατοχυρώνει τα ελληνικά συμφέροντα, ενώ εξετάζεται και η ενδεχόμενη ανάληψη ρυθμιστικού ρόλου στα σχήματα συνεργασίας στην Αν. Μεσόγειο, συνδέοντας τη σταδιακή άρση του αποκλεισμού της Τουρκίας με την αλλαγή συμπεριφοράς της.
«Μια Τουρκία που επιζητεί αναγνώριση του ρόλου της ως περιφερειακής δύναμης δεν μπορεί ασφαλώς να είναι ικανοποιημένη με τη φήμη του ‘κράτους-ταραξία’»
Ελπίζεται ότι, ενώπιον και των σοβαρών εσωτερικών προβλημάτων της, η τουρκική ηγεσία θα πορευθεί με αίσθημα ρεαλισμού και εθνικού συμφέροντος και θα επιλέξει το δρόμο της σταδιακής βελτίωσης των σχέσεων με την Ελλάδα, επενδύοντας στη συνεργασία και όχι την αντιπαράθεση. Ανοίγοντας εκ νέου τα κανάλια επικοινωνίας που έχουν κλείσει το τελευταίο διάστημα, με δική της απόφαση. Θα βοηθήσει δε σημαντικά την περιφερειακή σταθερότητα αν οι λήπτες αποφάσεων δεν ξεχνούν ότι η είσοδος στο ‘φρενοκομείο’ είναι σχετικά απλή υπόθεση, η έξοδος πολύ δυσκολότερη, η δε παραμονή σκέτη κόλαση.