«Το εύρος των χωρικών υδάτων συνιστά το θέμα – κλειδί στη διαδικασία εξεύρεσης κάποιας λύσης στην αντιπαράθεση με την Τουρκία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας δεν είναι σημαντικά θέματα επίσης», τονίζει με συνέντευξή του στο iEidiseis o Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρεσβευτής-σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης εκτιμά ότι στις διερευνητικές επαφές που ξεκινούν τη Δευτέρα «το εύρος των χωρικών υδάτων θα συζητηθεί και πρέπει να συζητηθεί, έστω κι αν σύμφωνα με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS – 1982) συνιστά μονομερές κυριαρχικό δικαίωμα της χώρας». Παράλληλα αποκαλύπτει ότι πράγματι Ελλάδα και Τουρκία είχαν συγκλίνει προς μια συμφωνία το 2004. «Στο θέμα των χωρικών υδάτων είχε γίνει αποδεκτή μια formula για διαφοροποιημένη επέκταση (12, 10, 8, 6) με εναρμόνιση και του εύρους του εναέριου χώρου, ενώ κάποια άλλα θέματα (οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας, κλπ.) θα παραπέμπονταν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ωστόσο η κυβέρνηση της ΝΔ που ανέλαβε την εξουσία το Μάρτιο 2004 εγκατέλειψε αυτό το πακέτο μαζί με τις ρυθμίσεις του Ελσίνκι (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 1999) καθώς δεν ήθελε η Ελλάδα να πάει στη Χάγη. Έτσι χάθηκε τότε μια ευκαιρία για την ενδεχόμενη επίλυση των κύριων ελληνοτουρκικών ζητημάτων», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Εκτιμά δε ότι «το 2021 θα είναι (κατά πάσα πιθανότητα) ο χρόνος επιστροφής της Τουρκίας στην Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ)» και αναπτύσσει τους λόγους που αυτό θα συμβεί, αλλά και παραθέτει τους τέσσερις άξονες πάνω στους οποίους θα διαμορφωθεί η ειδική σχέση ΕΕ-Τουρκίας.
Μπορεί να μην συζητηθούν τα χωρικά ύδατα στις διερευνητικές επαφές που ξεκινούν τη Δευτέρα – όπως δημοσιεύματα υποστηρίζουν;
Οι διερευνητικές επαφές/διάλογος συνιστούν μια άτυπη διαδικασία ιχνηλάτησης των προθέσεων, δυνατοτήτων, ορίων της κάθε πλευράς. Κύριο αντικείμενο της ατζέντας είναι, όπως λέγει ο Πρωθυπουργός, οι θαλάσσιες ζώνες οι οποίες περιλαμβάνουν το εύρος των χωρικών υδάτων, την οριοθέτηση ΑΟΖ (Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης) και υφαλοκρηπίδας. Θεωρώ επομένως ότι το εύρος των χωρικών υδάτων θα συζητηθεί και πρέπει να συζητηθεί, έστω κι αν σύμφωνα με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS – 1982) συνιστά μονομερές κυριαρχικό δικαίωμα της χώρας. Άλλωστε το εύρος των χωρικών υδάτων αποτελούσε το κύριο θέμα των διερευνητικών μεταξύ 2002-2003. Το εύρος των χωρικών υδάτων συνιστά το θέμα – κλειδί στη διαδικασία εξεύρεσης κάποιας λύσης στην αντιπαράθεση με την Τουρκία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας δεν είναι σημαντικά θέματα επίσης.
Το εύρος των χωρικών υδάτων συνιστά το θέμα – κλειδί στη διαδικασία εξεύρεσης κάποιας λύσης στην αντιπαράθεση με την Τουρκία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι
η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας δεν είναι σημαντικά θέματα επίσης
Οι πληροφορίες επιμένουν πως επί κυβερνήσεως Σημίτη είχαμε φτάσει κοντά σε συμφωνία στις διερευνητικές επαφές. Τις επιβεβαιώνετε; Πότε και πάνω σε ποιά βάση;
Απ’ ότι γνωρίζω πράγματι Ελλάδα και Τουρκία είχαν συγκλίνει προς μια συμφωνία το 2004. Στο θέμα των χωρικών υδάτων είχε γίνει αποδεκτή μια formula για διαφοροποιημένη επέκταση (12, 10, 8, 6) με εναρμόνιση και του εύρους του εναέριου χώρου, ενώ κάποια άλλα θέματα (οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας, κλπ.) θα παραπέμπονταν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ωστόσο η κυβέρνηση της ΝΔ που ανέλαβε την εξουσία το Μάρτιο 2004 εγκατέλειψε αυτό το πακέτο μαζί με τις ρυθμίσεις του Ελσίνκι (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 1999) καθώς δεν ήθελε η Ελλάδα να πάει στη Χάγη. Έτσι χάθηκε τότε μια ευκαιρία για την ενδεχόμενη επίλυση των κύριων ελληνοτουρκικών ζητημάτων.
Είναι ειλικρινής η Τουρκία όταν λέγει ότι θέλει το διάλογο με την Ελλάδα;
Κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα εάν η Τουρκία θέλει πραγματικά το διάλογο ως διαδικασία που οδηγεί σε συγκεκριμένα αποτελέσματα ή όχι. Σε ρητορικό επίπεδο πάντως εμφανίζεται να επιθυμεί το διάλογο, αν και με την εξόχως διευρυμένη agenda όλων των θεμάτων ή διεκδικήσεων που θέτει στο τραπέζι. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε περίπτωση αποτυχίας θα επιχειρήσει να θέσει την ευθύνη στην ελληνική πλευρά. Ωστόσο η Ελλάδα θα πρέπει να προσέλθει στο διάλογο χωρίς φοβικά σύνδρομα, καθώς έχει το διεθνές δίκαιο και ισχυρά επιχειρήματα με το μέρος της αλλά και τους κατάλληλους ανθρώπους (στο πρόσωπο του πρέσβυ κ. Π. Αποστολίδη) να προστατεύσουν τα ελληνικά συμφέροντα.
Η Ελλάδα θα πρέπει να προσέλθει στο διάλογο χωρίς φοβικά σύνδρομα, καθώς έχει το διεθνές δίκαιο και ισχυρά επιχειρήματα με το μέρος της αλλά και τους κατάλληλους ανθρώπους (στο πρόσωπο του πρέσβυ κ. Π. Αποστολίδη) να προστατεύσουν τα ελληνικά συμφέροντα
Εκτιμάτε πως κυβέρνηση, μέσα ενημέρωσης και πανεπιστημιακοί προετοιμάζουν σωστά τους πολίτες ή φοβούνται το πολιτικό κόστος, με αποτέλεσμα μετά να είναι αιχμάλωτοί του;
Θα πρέπει να υπάρξει καλύτερη ενημέρωση και προετοιμασία της κοινής γνώμης για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και ιδιαίτερα τα ελληνοτουρκικά. Όσο τούτο είναι εφικτό, θα πρέπει να παρέχεται αντικειμενική πληροφόρηση χωρίς κραυγές και μαξιμαλισμούς απ’ όλους. Τα μαζικά μέσα επικοινωνίας θα πρέπει να επιδείξουν κάποια αυτοσυγκράτηση και να μην αναπαράγουν με ευκολία τον τοξικό λόγο που εκπέμπεται από την Άγκυρα εις βάρος της χώρας μας.
Μπορεί να υπάρξει βελτίωση στις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης –Τουρκίας;
Η εκτίμησή μου είναι ότι το 2021 θα είναι (κατά πάσα πιθανότητα) ο χρόνος επιστροφής της Τουρκίας στην Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Η “επιστροφή” αυτή έχει καταστεί για την Τουρκία μια αδήριτη αναγκαιότητα πρωτίστως για οικονομικούς λόγους αλλά και ευρύτερους γεωπολιτικούς. Άλλωστε κάτι τέτοιο επιδιώκεται από την Άγκυρα από τον περασμένο χρόνο χωρίς επιτυχία.
Η εκτίμησή μου είναι ότι το 2021 θα είναι (κατά πάσα πιθανότητα) ο χρόνος επιστροφής της Τουρκίας στην Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ)
Η επιστροφή στην Ευρώπη δεν σημαίνει ότι η Άγκυρα θα εγκαταλείψει το στόχο να αναδειχθεί σε «περιφερειακή δύναμη». Θα τον επιδιώξει με επιμονή αλλά τα δεδομένα αλλάζουν στην περιοχή και αυτό θα πρέπει να το λάβει σοβαρά υπόψη, όπως λ.χ. την ομαλοποίηση των σχέσεων των χωρών του Κόλπου (Σ. Αραβίας, Μπαχρέιν, Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων/ ΗΑΕ και Αιγύπτου) με το Κατάρ, τον κύριο σύμμαχο της Τουρκίας στην περιοχή. Από την άλλη μεριά, η άνοδος του Τζο Μπάιντεν στην εξουσία στις ΗΠΑ δημιουργεί επίσης μια άλλη κατάσταση όχι και τόσο ευνοϊκή για την Τουρκία. Αλλά ενώ θα εμμείνει στο στόχο της περιφερειακής δύναμης, θα εγκαταλείψει ή πάντως θα συρρικνώσει τις νεο-οθωμανικές φιλοδοξίες της καθώς δεν οδηγούν πουθενά.
Η μόνη ρεαλιστική επιλογή για την Τουρκία παραμένει η Ευρώπη ως στήριγμα στην οικονομία της και σταθερότερο γεωπολιτικό πλαίσιο. Και για την προώθηση του στόχου αυτού η Άγκυρα έχει ήδη εγκαινιάσει μια σειρά επαφών με τη νέα προεδρία του Συμβουλίου ΕΕ (Πορτογαλία) αλλά και με την ηγεσία της Ένωσης (Πρόεδρο Επιτροπής φον ντερ Λάιεν, Ύπατο Εκπρόσωπο Ζ. Μπορέλ, κ.α.). Στη λογική αυτή θα ορίσει, ως φαίνεται, και ημερομηνία για έναρξη του διαλόγου/ διερευνητικών επαφών με την Ελλάδα. Από την πλευρά της και η ΕΕ στοχεύει στην κανονικοποίηση της σχέσης της με την Τουρκία υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις βέβαια. Και αυτό θα είναι το περιεχόμενο της σχετικής συζήτησης στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου με βάση και την έκθεση Μπορέλ.
Η μόνη ρεαλιστική επιλογή για την Τουρκία παραμένει η Ευρώπη ως στήριγμα στην οικονομία της και σταθερότερο γεωπολιτικό πλαίσιο
Για την Ελλάδα, η προοπτική της “επιστροφής” προσφέρει ένα μεγάλο παράθυρο ευκαιρίας που πρέπει να αξιοποιήσει δυναμικά και ευρηματικά. Και για το σκοπό αυτό θα πρέπει να ετοιμάσει ένα ολοκηρωμένο paper με τις ελληνικές θέσεις και επιδιώξεις. Αντίθετα με ότι γράφει (ΝΕΑ, 9/1) ο καθηγητής Δ. Τριανταφύλλου (εξαίρετος γνώστης του θέματος “Τουρκία”), δεν χρειάζεται καμιά επιτροπή σε επίπεδο Ένωσης για να επεξεργασθεί προτάσεις για τη σχέση με την Τουρκία. Ξέρουμε πού πρέπει να κινηθούμε εδώ και χρόνια. Με δεδομένο ότι δεν τίθεται θέμα ένταξης για το ορατό χρονικό διάστημα, θα πρέπει να διαμορφώσουμε με αυστηρή αιρεσιμότητα μια ειδική σχέση με την Τουρκία πάνω σε τέσσερεις άξονες:
Πρώτον, εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης του 1995 όπως επιδιώκει διακαώς και η Τουρκία.
Δεύτερον, νέα ρύθμιση για τη διαχείριση των προσφυγικών – μεταναστευτικών ροών (σε αντικατάσταση της Δήλωσης του 2016).
Τρίτον, συμφωνία για το καθεστώς θεωρήσεων (visas).
Τέταρτον, συμπερίληψη της Τουρκίας στην αμυντική πολιτική της ΕΕ μέσω της μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας (PESCO). Κάτι τέτοιο, αν και φιλόδοξο, θα πρέπει να το επιδιώξει η ελληνική πλευρά αλλά με πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις που θα δένουν την Τουρκία σε ένα σύστημα αυστηρών ρυθμίσεων, σεβασμού δικαίου, κανόνων, κυριαρχίας, κλπ.