Στο μισό έχει μειωθεί το απολήψιμο απόθεμα νερού στους τέσσερις ταμιευτήρες της Αττικής. Όπως προκύπτει από τα σχετικά δεδομένα της ΕΥΔΑΠ, πριν από ακριβώς τρία χρόνια, τον Απρίλιο του 2022, το απόθεμα ήταν το διπλάσιο από το σημερινό. Κι αυτό, παρά τις αυξημένες βροχοπτώσεις που σημειώθηκαν την φετινή χρονιά. Το φαινόμενο της λειψυδρίας πλήττει ολοένα και περισσότερες περιοχές της Ελλάδας, γεγονός που μεταξύ πολλών άλλων, οφείλεται στην υπεράντληση, τις απώλειες νερού, τον υπερτουρισμό και φυσικά, τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια.
«60% περισσότερες βροχοπτώσεις»
Σύμφωνα με όσα σχολίασε στο iEidiseis, ο Δημήτρης Εμμανουλούδης, καθηγητής Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων και διευθυντής Έδρας UNESCO Con-E-Ect στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, «το φετινό υδρολογικό έτος -τυπικά ολοκληρώνεται στο τέλος Αυγούστου-, έχει περίπου 60% περισσότερες βροχοπτώσεις από το περσινό. Δεν έχει όμως περισσότερες βροχές από τις αμέσως προηγούμενες χρονιές».
Όπως εξήγησε ο ίδιος, «μέχρι πριν από 15 ημέρες, υπολειπόμασταν στο ύψος βροχής κατά 20% σε σχέση με το 2021-22 και κατά 30% συγκριτικά με το 2022-23. Τις τελευταίες ημέρες έβρεξε, επομένως εφόσν ο Απρίλιος και Μάιος έχουν τις συνήθεις βροχές, τότε το ύψος βροχόπτωσης θα είναι περίπου το ίδιο με την περίοδο 2021-23».
Μειώθηκε στο μισό
Βάσει των πιο πρόσφατων στοιχείων, το απολήψιμο απόθεμα στους 4 ταμιευτήρες της Αττικής, ανερχόταν την περασμένη Παρασκευή στα 651 εκατομμύρια κυβικά νερού. Την ίδια ημέρα, την περσινή χρονιά, το ίδιο νούμερο ανερχόταν στα 920 εκατομμύρια κυβικά νερού, το 2023 στα 1.109 δισεκατομμύρια κυβικά νερού και το 2022, στα 1.337 δισεκατομμύρια κυβικά νερού. Δηλαδή, μέσα σε τρία χρόνια, το νερό στους ταμιευτήρες της Αττικής, μειώθηκε στο μισό.
Αναφορικά με το γιατί η πτώση συνεχίστηκε και φέτος, παρά τις αυξημένες βροχοπτώσεις, ο κ. Εμμανουλούδης εξήγησε ότι «ήταν πολύ εξαντλητική η περσινή χρονιά, επομένως παντού στην Ελλάδα, κατέβηκαν πάρα πολύ τα επίπεδα στους ταμιευτήρες. Δεν μπορεί να αντισταθμιστεί μέσα σε μια χρονιά αυτό το νερό που χάθηκε».
«Δεν θα διψάσει η Αττική»
Το κατά πόσο το απόθεμα στους ταμιευτήρες της Αττικής, μπορεί να φτάσει και πάλι το 1 δισεκατομμύρια κυβικά νερού, είναι σύμφωνα με τον ίδιο ένα πολύ σοβαρό ερώτημα, επειδή «αυξάνεται συνεχώς η ζήτησή, για μια σειρά από αιτίες, με κυριότερη την αύξηση των τουριστών κατά τους θερινούς κυρίως μήνες».
Το θετικό για την Αττική σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη, «είναι ότι σχετικά κοντά της, υπάρχουν τα ψηλά βουνά της Αιτωλοακαρνανίας και της Φωκίδας που έχουν πολύ νερό. Υπάρχουν τα υδρολογικά συστήματα του Εύηνου, του Μόρνου κι ένα κομμάτι του Αχελώου, που πάντα δίνουν και θα δίνουν νερό. Αν χρειαστεί, η Αττική θα πάρει νερό κι από άλλα κομμάτια λεκανών απορροής. Δεν θα διψάσει η Αττική, είναι τυχερή που έχει έναν τέτοιο τροφοδότη».
«Αλόγιστη υπεράντληση»
Σχετικά με το πως εξελίσσονται οι χιονοπτώσεις τη φετινή χρονιά, ο ίδιος εξήγησε ότι «στη βόρεια Ελλάδα που μετράμε, από τη Θεσσαλία μέχρι τον Έβρο, αυξήθηκαν κατά 72%. Οι χιονοπτώσεις όμως δίνουν νερό το καλοκαίρι, όταν λιώνει το χιόνι. Δεν έχουν φτάσει ακόμα στους υπόγειους υδροφορείς, που πέρσι έφτασαν στα όρια ξηρασίας».
Άλλωστε, οι υπόγειοι υδροφορείς σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη συρρικνώνονται και εξαιτίας των γεωτρήσεων, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις, παρατηρείται «αλόγιστη υπεράντληση νερού».
«Στο 50% οι απώλειες νερού»
Ακόμη ένας λόγος μείωσης του αποθέματος στη χώρα, είναι σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη, οι απώλειες νερού: «οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης έχουν παλαιωμένα δίκτυα τα οποία μεταξύ άλλων, αποτελούνται από παλαιούς σιδεροσωλήνες. Όταν αυξάνεται η πίεση το καλοκαίρι, αυτοί οι σωλήνες σπάνε και το νερό χύνεται στο έδαφος. Σε ολόκληρη τη χώρα έχουμε απώλειες της τάξεως του 50% γι’ αυτόν τον λόγο. Είναι από τα μεγαλύτερα ποσοστά στις χώρες της Ε.Ε. Το διεθνώς παραδεκτό ποσοστό κυμαίνεται στο 20%-25%, ενώ σε προηγμένες χώρες της δυτικής Ευρώπης, ανέρχεται στο 10%-15%».
Όπως σημείωσε ο ίδιος, «δεν είναι δυνατόν από την ποσότητα του νερού που φεύγει από τις γεωτρήσεις ή τις πήγες υδροληψίας ενός δήμου, να φτάνει η μισή στου καταναλωτές, ενώ η υπόλοιπη μισή να χάνεται στο έδαφος».
70% κάτω από τον μέσο όρο
Οι περιοχές που αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζουν σοβαρότερα προβλήματα λόγω λειψυδρίας είναι σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη, «τα νησιά του νοτίου Αιγαίου, όπως: Σίφνος, Σέριφος, Λέρος, Αμοργός, Ίος, Φολέγανδρος, περιοχές στην Πελοπόννησο όπως η Αργολίδα, η Κορινθία και τμήματα της Λακωνίας, και η ανατολική Κρήτη. Την περσινή χρονιά, πολλές από αυτές τις περιοχές ήταν περίπου 70% κάτω από τον μέσο όρο αναφορικά με το απόθεμά τους».
«Εγκληματούμε»
Η βελτίωση του φαινομένου της λειψυδρίας που μαστίζει πολλές περιοχές της χώρας, θα μπορούσε να επέλθει σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη και «μέσω της μείωσης του νερού που απορρέει στη θάλασσα. Φεύγουν απίστευτες ποσότητες νερού. Εγκληματούμε σε αυτό το ζήτημα. Ο μόνος τρόπος να μαζέψουμε αυτό το νερό, είναι με επαρκείς, σωστά κατανεμημένους, κάθε είδους και μεγέθους ταμιευτήρες (φράγματα) νερού».
Πρόκειται για έργα που απαιτούν σημαντικούς πόρους και προετοιμασία ετών. Υπάρχουν όμως σύμφωνα με τον ίδιο και «ελαφρύτερες κατασκευές και διατάξεις, όπως οι εξωχειμάρριες δεξαμενές, βαθμιδωτές ή μη, οι ομβροπλατείες και τα υπερπηδητά σχαρωτά φράγματα. Επίσης, οι ατομικοί οικιακοί συλλεκτήρες, αλλά και κήπων, μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην αναστροφή της κατάστασης».
Το ζήτημα όμως, σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη, είναι ότι «δεν φτιάχνουν τέτοια έργα. Στην περιοχή μου, έχει να κατασκευαστεί φράγμα υδρομάστευσης εδώ και είκοσι χρόνια. Το τελευταίο έγινε στα Λευκόγεια στο Νευροκόπι το 2003».
«Δεν υπάρχει κουλτούρα εξοικονόμησης»
Σημαντικό πρόβλημα είναι κι ότι «δεν υπάρχει κουλτούρα εξοικονόμησης νερού. Υπάρχει αλόγιστη χρήση. Οι πολίτες θα πρέπει να αναπτύξουν τη δική τους προσωπική κουλτούρα εξοικονόμησης νερού, που σε αντίθεση με ότι συμβαίνει με την ανακύκλωση, είναι ανύπαρκτη στις μέρες μας. Η αρχή πρέπει να γίνει από τα σχολεία».
Επίσης, «η Πολιτεία θα πρέπει να επενδύσει σε τεχνικά έργα ορθολογικής διαχείρισης του νερού, όχι μόνο μεγάλης κλίμακας, αλλά μικρής και μεσαίας».
Υπερτουρισμός
Άλλωστε, σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη, «το πρόβλημα με τη λειψυδρία θα συνεχίσει να υπάρχει και να διογκώνεται, όσες βροχές κι αν έχουμε». Κι αυτό επειδή «λειψυδρία δεν έχουμε μόνο όταν δεν βρέχει, -όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια-, αλλά κι όταν ξοδεύουμε περισσότερο από αυτό που έχουμε. Το νερό που έχουμε παραμένει ίδιο, γιατί είναι μια ανακυκλώσιμη πηγή. Απλά έχει αυξηθεί τρομερά ο πληθυσμός».
Σε αυτό το εκρηκτικό κοκτέιλ, προστίθεται και ο υπερτουρισμός, καθώς το 2024 έφτασαν στη χώρα μας, 35,9 εκατομμύρια τουρίστες. Σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη, αυτό επηρεάζει άμεσα το απόθεμα νερού στις παράκτιες και νησιωτικές περιοχές όπου υπάρχουν περιορισμένοι υδατικοί πόροι: «Ο μεγάλος αριθμός των τουριστών εμφανίζεται σε αυτές τις περιοχές, σε μήνες που το θερμόμετρο βρίσκεται στα ύψη και οι βροχές είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Ως αποτέλεσμα, η λειψυδρία φτάνει σε δυσθεώρητα επίπεδα».
Προκειμένου να καταπολεμηθεί το φαινόμενο, «η συνταγή καλώς ή κακώς είναι μία: εξοικονόμηση της χρήσης και κατανάλωσης νερού με κάθε τρόπο και από όλους. Δηλαδή, εξοικονόμηση νερού από την εστίαση και τα ξενοδοχεία, τους μόνιμους κατοίκους, αλλά και τους τουρίστες».
Έρευνα σε 7 νησιά
Τον Δεκέμβριο του 2023, ολοκληρώθηκε μια πιλοτική έρευνα στους Φούρνους από το τμήμα Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Ανθεκτικότητας του Δημοκρίτειου πανεπιστημίου και την έδρα της UNESCO που διαχειρίζεται τον οικοτουρισμό και τα φυσικά και παράκτια οικοσυστήματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως προέκυψε, το νησί, είχε ανάγκη υπερδιπλάσιας ποσότητας νερού από αυτή που μπορεί να παράγει με φυσικό τρόπο, κι ενώ η ζήτηση αναμένεται να διπλασιαστεί έως το 2030. Είναι άλλωστε ενδεικτικό, ότι το νησί των 1.300 μόνιμων κατοίκων, δέχθηκε 8.000 τουρίστες το 2023.
Όπως ενημέρωσε ο κ. Εμμανολούδης, το προσεχές διάστημα, η έρευνα αναμένεται να επεκταθεί δειγματοληπτικά σε ακόμη επτά νησιά: Σίφνο, Σέριφο, Αμοργό, Αγαθονήσι, Κάσο, Θάσο και Παξούς. Τα ευρήματα από αυτές τις έρευνες, «θα μας δώσουν συμπεράσματα για την κατάσταση που επικρατεί στα νησιά όλης της χώρας». Στόχος, όπως εξήγησε, είναι «αυτός ο υπολογισμός του υδατικού αποτυπώματος κατοίκων και τουριστών, να μας βοηθήσει στον σχεδιασμό της διαχείρισης των υδατικών πόρων στο μέλλον».