Ο πρόσφατος μεγάλος και καταστροφικός σεισμός στην Ιαπωνία, μεγέθους 7,6, υπενθύμισε ότι οι σεισμοί αποτελούν το φοβερότερο φυσικό φαινόμενο που πλήττει την ανθρωπότητα. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα προκαλούν πλήρη ανατροπή του ανθρωπογενούς και του φυσικού περιβάλλοντος στις περιοχές που πλήττουν, θανατώνουν και τραυματίζουν μαζικά ανθρώπους και ζώα, ανατρέπουν την κοινωνική ισορροπία και την οικονομία, κατεδαφίζουν το δομημένο περιβάλλον και τις πάσης φύσεως υποδομές, καταστρέφουν το περιβάλλον και μεταβάλλουν το γεωλογικό τοπίο.
Όλες αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις εμφανίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή της χερσονήσου του Νότο στη δυτική Ιαπωνία μετά τον πρωτοχρονιάτικο σφοδρότατο σεισμό. Το σεισμογόνο ρήγμα διέσχισε μερικώς το θαλάσσιο πυθμένα και μερικώς την ξηρά. Το έδαφος ανυψώθηκε απότομα κατά 4 μέτρα, το τσουνάμι κατέκλυσε πολλές παράκτιες περιοχές και το μέγιστο ύψος του έφθασε επίσης τα 4 μέτρα. Το πρώτο κύμα κατέφθασε στην ακτή μέσα σε μόλις ένα λεπτό. Η επιτάχυνση που προκλήθηκε στο έδαφος σε αρκετά σημεία ξεπέρασε την τιμή του 1g, δηλαδή την επιτάχυνση της βαρύτητας, και τουλάχιστον σε ένα σημείο έφθασε την εξαιρετικά ακραία τιμή του 2,7g, δηλαδή σχεδόν τρεις φορές την επιτάχυνση της βαρύτητας!! Ίσως ποτέ άλλοτε στην παγκόσμια σεισμολογία δεν έχει αναφερθεί τόσο μεγάλη επιτάχυνση. Στην Ελλάδα ουδέποτε καταγράφηκε εδαφική σεισμική επιτάχυνση που να υπερέβη το 1g.
Αυτά τα σπάνια φαινόμενα προκάλεσαν εκτεταμένες βλάβες κυρίως στις παλιότερες κατασκευές. Η καταστροφή συμπληρώθηκε από τις μαζικές κατολισθήσεις, τις λασπορροές και τις ρευστοποιήσεις εδαφών που προκλήθηκαν εξαιτίας της εντονότατης δόνησης. Το πλήθος των θυμάτων ήδη υπερέβη τον αριθμό 200. Oι ξεσπιτωμένοι ανέρχονται σε χιλιάδες.
Οι εκτεταμένες κοινωνικές, οικονομικές και οικολογικές επιπτώσεις του πρόσφατου σεισμού είναι προφανείς. Και ο τελικός απολογισμός ακόμη δεν έχει γραφτεί. Ανάλογα φαινόμενα έχουμε δει στο παρελθόν όχι μόνο στην Ιαπωνία αλλά και αλλού. Πριν από 11 μήνες δύο ισχυρότατοι σεισμοί ισοπέδωσαν περίπου δέκα πόλεις στην νοτιοδυτική Τουρκία και στη Βόρεια Συρία. Το πλήθος των θυμάτων έφθασε περίπου τις 50.000, ενώ οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις υπήρξαν τεράστιες. Ένα ακραίο παράδειγμα του οικολογικού αποτυπώματος των μεγάλων σεισμών έρχεται και πάλι από την Ιαπωνία. Ο μεγάλος σεισμός της 11ης Μαρτίου του 2011, μεγέθους 9,0, προκάλεσε σημαντικές βλάβες κυρίως στην περιφέρεια Τοχόκου, στην ανατολική ακτή. Είναι γνωστό, όμως, ότι οι μεγαλύτερες καταστροφές προήλθαν από την επέλαση του τσουνάμι που προκλήθηκε από το σεισμό. Η πιο εμβληματική καταστροφή είναι εκείνη του πυρηνικού σταθμού της Φουκουσίμα που επλήγη από το τσουνάμι. Ο οικονομικός αντίκτυπος του τσουνάμι και του σεισμού στο Τοχόκου ήταν παγκόσμιος. Στον απόηχο του καταστροφικού γεγονότος του 2011 όλοι οι πυρηνικοί σταθμοί εντός της Ιαπωνίας έκλεισαν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ελλείψεις ρεύματος κατά περίπου 30% της συνολικής εθνικής ανάγκης και οδήγησε στην ανάγκη εισαγωγής ορυκτών καυσίμων. Αυτή η λύση είχε αρνητικές συνέπειες για την ιαπωνική οικονομία. Από την άλλη πλευρά, η καταστροφή στη Φουκουσίμα σήμανε την αρχή της τεράστιας μείωσης της παραγωγής πυρηνικής ενέργειας σε διάφορες χώρες, για παράδειγμα στη Γερμανία, την Ελβετία και την Ιταλία. Η παγκόσμια μετάβαση στην παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα σηματοδότησε μια σοβαρή οπισθοδρόμηση στον αγώνα για τον έλεγχο της υπερθέρμανσης του πλανήτη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κατ’ ανάγκην υποστηρίζεται η παραγωγή ενέργειας από πυρηνικούς σταθμούς.
Μια άγνωστη οικολογική πτυχή των επιπτώσεων του μεγάλου σεισμού και του τσουνάμι του 2011 στην Ιαπωνία αφορά στις περιβαλλοντικές συνέπειες που προέκυψαν από την ανοικοδόμηση της πληγείσας περιοχής. Από σχετική μελέτη προκύπτει ότι μόνο η διαδικασία ανοικοδόμησης προκάλεσε εκπομπές της τάξης των 26.3 εκατομμυρίων τόνων διοξειδίου του άνθρακα, που ισοδυναμεί με περίπου 2.1% των συνολικών εκπομπών που συνέβαλαν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου στην Ιαπωνία κατά το έτος 2010.
Aπό την άλλη μεριά, τόσο με το σεισμό του 2011 όσο και με τον πρόσφατο σεισμό στην Ιαπωνία, αναδείχτηκε για μια ακόμη φορά η τιτάνια και πολυετής προσπάθεια που καταβάλλει το ιαπωνικό κράτος για να εξασφαλίσει τη μείωση των καταστροφών από τους σεισμούς και τους άλλους φυσικούς κινδύνους. Η τεχνολογία για τη δόμηση αντισεισμικών κατασκευών έχει προοδεύσει δραστικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Τα συστήματα παρακολούθησης και προειδοποίησης έχουν εξελιχθεί τόσο όσο σε κανένα άλλο μέρος του πλανήτη μας.
Οι ασκήσεις είναι συνεχείς, τα σχέδια έκτακτης ανάγκης και οι μηχανισμοί ενημέρωσης βελτιώνονται ολοένα και περισσότερο. Πίσω από όλες αυτές τις δράσεις βρίσκονται η επιστημονική έρευνα, η καινοτομία και η τεχνολογία. Εδώ έχουμε ένα πολύ καλό παράδειγμα όπου η επιστημονική κοινότητα και η πολιτική προστασία προχωρούν χέρι-χέρι και κατορθώνουν να σώζουν πολλαπλάσιες ανθρώπινες ζωές σε σχέση με εκείνες που χάνονται από τους σεισμούς και τους άλλους φυσικούς κινδύνους.
Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι η σεισμολογική έρευνα επιτελεί όχι μόνο σημαντικό επιστημονικό έργο αλλά και βαθιά ανθρωπιστικό, ιδίως όταν συνεργάζεται στενά με την πολιτική προστασία. Ταυτόχρονα, η σεισμολογία και οι συναφείς επιστήμες συμβάλλουν στην κατανόηση των περιβαλλοντικών και γενικότερα των οικολογικών επιπτώσεων των σεισμών και των άλλων φαινομένων. Αποτελεί μεγάλο λάθος ότι το οικολογικό κίνημα, στη χώρα μας και αλλού, δεν έχει θέσει στην κορυφή της ατζέντας του το μεγάλης κοινωνικής σημασίας θέμα της πολιτικής προστασίας. Υπάρχει πιο έντονα οικολογικό ζήτημα από την προστασία της ανθρώπινης ζωής;
Ο Δρ. Γεράσιμος Α. Παπαδόπουλος είναι Σεισμολόγος, Eπισκέπτης Ερευνητής στο Διεθνές Ερευνητικό Ινστιτούτο Μελέτης των Καταστροφών του Πανεπιστημίου Τοχόκου της Ιαπωνίας, Μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου και Επιστημονικός συνεργάτης της UNESCO.