Στην – πρόσφατη – περίοδο της χώρας που τα πάντα κινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις ταυτόχρονα, χρειαζόταν κάποιος στην ηγετική ελίτ να εμπνέει εμπιστοσύνη: αυτός ήταν ο Γιώργος Προβόπουλος. Όχι γιατί ήταν ο διοικητής της κεντρικής Τράπεζας. Κυρίως γιατί υπήρξε φωτεινό πρόσωπο μέσα στο γκρίζο της κρίσης.
Το βιογραφικό του ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν αυτή την περίοδο η χώρα. Ο ευπατρίδης, που δεν εισακούσθηκε όταν προειδοποίησε τις κορυφές του πολιτικού συστήματος – για τα έργα των χειρών του ίδιου συστήματος – έγινε ο εγγυητής ότι τα πράγματα δεν θα ξεφύγουν.
Παρ’ ότι αργότερα το ίδιο σύστημα τον αδίκησε, είχε πάντα την ηρεμία του ανθρώπου που έκανε το καθήκον του, ως φορέας του πιο ευαίσθητου ρόλου εκείνη την ταραγμένη εποχή.
Παρέμεινε ως το τέλος πρόσωπο κύρους, που λειτουργούσε σαν άνθρωπος της διπλανής πόρτας: χαμογελαστός, χαμηλών τόνων. Ένας καθημερινός οικογενειάρχης, με τρία παιδιά και έξι εγγόνια. Συνέχιζε να εκπέμπει οικειότητα, σιγουριά, και ταπεινότητα.
Όταν τον ειδοποίησαν να επιστρέψει από τα Κύθηρα, για να αναλάβει την Τράπεζα της Ελλάδος, ταξίδεψε σαν τέταρτος επιβάτης σε ένα κοινό ΙΧ αυτοκίνητο.
Άλλος θα είχε καλέσει ελικόπτερο και συνοδεία.
Ο Γιώργος Προβόπουλος διέθετε τα προσόντα που περιέγραψε ο Αμερικανός θεολόγος Ρέινολντ Νίεμπουρ: «Την ψυχραιμία να δεχτεί τα πράγματα που δεν μπορεί να αλλάξει, το κουράγιο να αλλάξει αυτά που μπορεί και τη σοφία να καταλαβαίνει τη διαφορά».
Θα λείψει…
Γ.Λ.