Μόνο ως προσχηματική μπορεί να χαρακτηριστεί, τελικά, η συζήτηση που έγινε προεκλογικά σχετικά με την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, η οποία προκλήθηκε είτε από κύκλους της ΝΔ, είτε από στελέχη της ΝΔ, είτε από ΜΜΕ προσκείμενα στην κυβέρνηση, η οποία τάχα εμποδιζόταν από το άρθρο 16 του Συντάγματος.
Την πρώτη κιόλας μέρα της συζήτησης επί των προγραμματικών δηλώσεων της «γαλάζιας» κυβέρνησης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποκάλυψε ότι για να συμβεί αυτό δεν χρειάζεται καμία αναθεώρηση και πως αυτή θα γίνει στο μέλλον.
«Οι διακρατικές συμφωνίες του άρθρου 28 του Συντάγματος προσφέρουν σήμερα τη δυνατότητα, με την ευθύνη της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης, να υπάρξει αναγνώριση ξένων πανεπιστημίων που θα ήθελαν να επενδύσουν στην Ελλάδα. Κάτι τέτοιο θα ξεκαθάριζε την κατάσταση στο σημερινό τοπίο της μεταλυκειακής εκπαίδευσης και θα προετοίμαζε το δρόμο για τη μεγάλη μεταρρύθμιση του άρθρου 16. Και σε αυτό το δρόμο θα κινηθούμε άμεσα», είπε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός από το βήμα της Βουλής.
Μπορεί, εν ολίγοις, να δούμε μη κρατικά πανεπιστήμια με «όχημα» τις διακρατικές συμφωνίες που προβλέπει το άρθρο 28 του Συντάγματος.
Γιατί, λοιπόν, ήταν προσχηματική όλη η προεκλογική συζήτηση για το ζήτημα της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων στη χώρα μας;
Διότι ο Ευάγγελος Βενιζέλος, οι θέσεις του οποίου διαβάζονται και αναλύονται από τους συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη ίσως όσο κανενός άλλου συνταγματολόγου, τα είχε γράψει από το 2021.
Συγκεκριμένα, σε άρθρο του στο συνδρομητικό διμηναίο περιοδικό ΣΥΝήΓΟΡΟΣ, το οποίο βγήκε στην κυκλοφορία στις 6 Απριλίου του 2021, ο Ευάγγελος Βενιζέλος έγραφε: «Η θεσμική απελευθέρωση των ελληνικών πανεπιστημίων από τις αγκυλώσεις, τα φαινόμενα βίας και την κομματικοποίηση».
«Μέχρι πριν λίγα χρόνια ο αποκλειστικά δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης και η επίκληση του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 εδ. β Συντ. είχε αναχθεί σε ζήτημα εθνικής συνταγματικής ταυτότητας. Η καμπύλη όμως που διέγραψε η σχέση των εθνικών συνταγμάτων των κρατών μελών με το δίκαιο της ΕΕ και ο διάλογος της νομολογίας του ΔΕΕ με τη νομολογία του ΣτΕ, μετέβαλε ριζικά τα δεδομένα μέσω της αναγνώρισης των επαγγελματικών δικαιωμάτων. Θα ήταν συνταγματικός αναχρονισμός να επιμένουμε στην ερμηνευτική «καθαρότητα» του εθνικού Συντάγματος υπό συνθήκες πολυεπίπεδου συνταγματισμού. Είχα και εγώ υποστηρίξει σθεναρά τη διατήρηση του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 εδ. β, όμως ό,τι δεν έγινε με ρητή αναθεώρηση, επιτεύχθηκε με άτυπη συνταγματική μεταβολή μέσω της σύμφωνης με το δίκαιο της ΕΕ ερμηνείας του Συντάγματος και της «αλληλοπεριχώρησης» του εθνικού Συντάγματος και της έννομης τάξης της ΕΕ. Οφείλουμε συνεπώς όχι μόνο να αποδεχθούμε τη νομολογιακή και κανονιστική εξέλιξη αλλά και να την αξιοποιήσουμε υπέρ της αναπτυξιακής προοπτικής της χώρας και υπέρ της δυναμικής προσαρμογής και της ευελιξίας των ελληνικών πανεπιστημίων».
Μ. Καλ.