Η διαχείριση κρίσεων είναι η πιο πολύτιμη δικλείδα ασφαλείας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης καθώς υπαγορεύει ως μονόδρομη επιλογή την περαιτέρω εμβάθυνση της ενοποίησης.
Η παραπάνω παραδοχή υπήρξε για δεκαετίες η επιτομή της πολιτικής ορθότητας της βολονταριστικής αισιοδοξίας για το μέλλον της ευρωπαϊκής οικοδόμησης.
Εδώ και ένα χρόνο η Ε.Ε των 27 διακηρύσσει ότι θα κάνει ότι χρειασθεί για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που θέτει η Πανδημία, τόσο στην προστασία της Δημόσιας Υγείας, όσο και στην διασφάλιση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας.
Η σκληρή πραγματικότητα της αδράνειας διέψευσε τις μεγάλες προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί με την αρχική πρόταση Μέρκελ- Μακρόν για το Σύμφωνο Ανάκαμψης.
Δύναμη της αδράνειας που εμποδίζει την προσαρμογή του Συμφώνου στην επιδείνωση των δεδομένων της Πανδημίας με τις μεταλλάξεις του Covid 19 να διαψεύδουν τα σενάρια για ορατή και προβλέψιμη επιστροφή στην κανονικότητα.
Δύναμη της αδράνειας που φωτίζει τόσο την Κομισιόν στις Βρυξέλλες όσο και τις κυβερνήσεις των Μεγάλων της Ευρώπης να χειρίζονται την πρόκληση της επάρκειας εμβολίων με όρους και σε πλαίσιο που δίνει προτεραιότητα στην διασφάλιση όχι του τείχους ανοσίας αλλά ισορροπιών ανάμεσα στους κολοσσούς της παγκόσμιας φαρμακοβιομηχανίας.
Τα παραπάνω αποτυπώνουν μια ραγδαία αποσάρθρωση της αξιοπιστίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης καθώς πρόκειται για την πολλοστή φορά που καταγράφεται αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην ρητορική και στην πραγματικότητα.
Η πρόκληση δεν είναι μόνον ευρωπαϊκή, αλλά παγκόσμια, καθώς είναι διαπιστωμένο ότι αθροιστικά οι σημερινές δυνατότητες παραγωγής εμβολίων αρκούν για την εντός λίγων μηνών οικοδόμηση ενός αποτελεσματικού τείχους ανοσίας.
Της διαχείρισης της Πανδημίας από την Ε.Ε προηγήθηκε η κυνική διαχείριση του Προσφυγικού με την άρνηση και της ελάχιστης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης από χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης να είναι χρήσιμο άλλοθι για την Ντε Φάκτο αναδίπλωση του Βερολίνου από την αρχική πολιτική ανοικτών θυρών της Μέρκελ όταν έγινε αντιληπτό το μη διαχειρίσιμο εσωτερικό πολιτικό της κόστος.
Πριν από την καταγραφή της οριοθετημένης βούλησης της Ε.Ε να μεγιστοποιήσει την δυνατότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης της Πανδημίας και του Προσφυγικού κατεγράφη η απροθυμία της Γερμανίας και των πέριξ αυτής προθύμων να χειρισθούν την Κρίση της Ευρωζώνης ώστε να μην διευρυνθούν περαιτέρω οι κοινωνικές και περιφερειακές αποκλίσεις.
Όλα τα παραπάνω παραπέμπουν στο 1991 όταν κατεγράφη η αδυναμία διαμόρφωσης κοινής στάσης των τότε 12 της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας απέναντι στην πολεμική σύγκρουση στην Γιουγκοσλαβία.
Η ενδοευρωπαϊκή κρίση ανάμεσα στην Γερμανία από την μια μεριά και την Γαλλία και Βρετανία από την άλλη γρήγορα σκιάστηκε από την αυτάρεσκη ευρωπαϊστική θριαμβολογία που ακολούθησε το Μάαστριχτ.
Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, η διαχείριση της Πανδημίας και των επιπτώσεων της στην Υγεία και την Οικονομία τείνουν να επιβεβαιώσουν μια νέα παραδοχή που καταγράφει τις κρίσεις όχι πλέον ως ευκαιρίες ευρωπαϊκής φυγής προς τα εμπρός αλλά ως κινδύνους όχι μόνον εγκλωβισμού σε βήμα σημειωτόν αλλά ανεξέλεγκτης αποσάρθρωσης των μέχρι στιγμής κεκτημένων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ο Γιώργος Καπόπουλος είναι δημοσιογράφος-διεθνολόγος